Select Menu

Εχθές το βράδυ γύριζα σπίτι, ήταν αργά.. Βρήκα ένα παιδί να κάθεται εκεί κουλουριασμένο, μες στο κρύο και να κλαίει..

Αναστατώθηκα. Τι γύρευε? Τι ζητούσε?

Κάθισα δίπλα του. Του λέω, τι έγινε, τι έχεις? Δεν ξεχώριζα αν είναι αγόρι ή κορίτσι έτσι όπως ήταν κουκουλωμένο, σχεδόν κρυμμένο. Δεν μιλούσε. Μονάχα έκλαιγε. Είχε το πρόσωπο κλεισμένο στα δυο του χέρια κι έκλαιγε, σχεδόν έτρεμε από θλίψη.

«Φοβάσαι»? το ρώτησα.

Πάλι δεν αποκρίθηκε. Τα χασα.. Τι να ‘κανα μόνη μου?

«Είμαι μεγαλύτερη, ίσως μπορώ να έχω κάποια ιδέα για το πρόβλημά σου και μπορώ να βοηθήσω»…, του λέω..

Με κοίταξε με τα μάτια του πρησμένα από το κλάμα, κατακόκκινα, δυο μάτια που διψούσαν για αγάπη και που γεννούσαν ελπίδα.

Δεν ήθελε και πάλι. Μου γύρισε το κεφάλι από την άλλη. Του άγγιξα το παγωμένο χεράκι. Μείναμε στο κρύο και τη σιωπή ώρα σχεδόν ατέλειωτη, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα. Προσπαθούσα να καταλάβω τι γύρευε ξαφνικά ένα παιδί στο δρόμο μου. Ένα παιδί που πάσχιζε, που κάτι το βασάνιζε, μα που δε μιλούσε. Κι η σιωπή αυτή όμως ήταν έκκληση για βοήθεια.

Κι εκεί, στα σκοτεινά, εκεί που δεν ήξερα αν πρέπει να μείνω ή να φύγω, άλλωστε, άγνωστο μου ήταν εκείνο το παιδί, γύρισε, με κοίταξε και μου ψιθύρισε: «Εσύ φταις»..

Γέλασα, δεν κατάλαβα. Εγώ? Τι να ‘κανα εγώ σε ένα τόσο μικρό παιδί που βλέπω πρώτη φορά στη ζωή μου? Συνέχισε και μου πε: «Εσύ φταις, ναι. Εσύ με άφησες. Εσύ δε μου εξήγησες. Όλα εσύ»…

Σάστισα. Πήγα να ανοίξω το στόμα μου, να διαμαρτυρηθώ, να με υπερασπιστώ, μα δε μ’άφησε. «Εσύ που δεν μου μαθες ποτέ να εξηγώ τα πράγματα, εσύ που με άφησες να πιστεύω πως ό,τι μου λένε είναι κι η αλήθεια, εσύ που μου επέτρεψες να ρουφάω και να κάνω δικές μου σκέψεις των άλλων, των γονιών, των φίλων. Εσύ που δε με βοήθησες κι έκανα φόβους μου τους φόβους τους, αξίες μου τις αξίες τους, πόνους μου τους πόνους τους. Εσύ που δε μου χάιδεψες το τραύμα, που δεν έκατσες όταν ήρεμα σου μίλησα να με ακούσεις. Εσύ που έφυγες όταν σε χρειάστηκα. Εσύ, που δε μου δειξες το δρόμο να χαράξω μια πορεία μόνο για μένα, εσύ, που δε με δέχτηκες ποτέ όπως ήμουν, με τα καλά και τα κακά μου, εσύ, που μου αναγνώριζες μόνο τα κακά, εσύ που δεν έκατσες να χαρείς, μα η χαρά σε έδιωχνε όλο και πιο μακριά μου, εσύ, που με φόβισες πως ο έρωτας σκοτώνει, εσύ που με έμαθες να αγαπώ με όρους, έτσι ακριβώς όπως με αγάπησες. Εσύ φταις».

«Μα…μα εγώ δεν σε ξέρω, δεν ξέρω ποιος είσαι, από πού έρχεσαι παιδάκι? Εγώ δεν σε αναγνωρίζω», τόλμησα να ψελλίσω και τα χέρια μου έτρεμαν, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο που σχεδόν την άκουγα.

«Με ξέρεις. Γιατί τώρα πια εσύ είσαι ο γονιός μου. Μόνο εσύ έχεις τη δύναμη να μου δείξεις τι να κάνω. Είπες είσαι μεγάλη, είπες ξέρεις, είπες θα χεις κάποια ιδέα. Εδώ λοιπόν είναι αυτά που ζητάω. Να κάνω βήματα μπροστά, χωρίς να χρειαστεί έπειτα να κάνω και πίσω. Να μπορώ να γελάω δυνατά κι έπειτα να κλαίω δυνατότερα, γιατί απλά αυτό χρειάζομαι. Να δίνω αγάπη, αφού πρώτα μάθω να την παίρνω. Να μιλώ και να λέω τους θυμούς μου ξεκάθαρα. Όχι να τολμώ να ονειρεύομαι, μα να ονειρεύομαι ολημερίς και δίχως αναστολές. Και εκεί να τολμώ να προχωράω το όνειρο και να το κάνω πράξη. Θέλω να με μάθεις να λειτουργώ σαν να ζούσα μόνο μου, να παίρνω αποφάσεις από καρδιάς για την καρδιά μου. Να με μάθεις να περνάω τη χαρά από την ίδια την καρδιά κι όχι να της κλείνω το δρόμο με τα φρένα μου. Να λέω «σ’αγαπώ» χωρίς να ντρέπομαι, να λέω «μ’αγαπώ», χωρίς να με φοβάμαι. Θέλω να με μάθεις, όλα αυτά που ξέχασες και να σβήσεις με τις πράξεις σου τα αντίθετα που μου δειχνες τόσο πολύ καιρό. Να με κοιτάς και είσαι υπερήφανη για μένα, όπως είναι η κάθε μάνα για το παιδί της, ό,τι κι αν είναι κι ό,τι κι αν αυτό κάνει. Να με θυμηθείς. Να μην με ξεχνάς. Να γνωρίζεις, να έχεις επίγνωση ότι θα έρχομαι και θα εμφανίζομαι συχνά στη ζωή σου, κάθε μέρα σχεδόν. Να αποδεχτείς ότι εγώ είμαι πίσω από τους φόβους σου, εγώ τους χτίζω, εγώ και τους γκρεμίζω. Εγώ είμαι ο θάνατος. Εγώ κι η πηγή της ζωής σου. Να με μάθεις λοιπόν… Να με μάθεις να υπάρχω μέσα από εσένα, μαζί με εσένα, μόνο για εσένα και γι’αυτούς που αγαπάς και θα αγαπήσεις»…

Το παιδί αυτό ξαφνικά άρχισε να μου μοιάζει γνωστό. Σαν να το χα ξαναδεί, σαν να ξερα τα λόγια του.. Κι εκεί (ανα)γνώρισα το παιδί μέσα μου, να έρχεται πια μπροστά μου. Αναρωτήθηκα πόσες φορές δεν εξηγούμε σε τούτο το παιδί που σπαράζει εκ των έσω, κείνα που οφείλαμε να εξηγήσουμε.. Αναρωτήθηκα γιατί έπρεπε να φτάσει σε σημείο πια να σπαράξει και δεν το ακούγαμε όταν μιλούσε ήρεμα, γαλήνια. Έμεινα να κοιτώ ένα παιδί με μια καρδιά παγωμένη, σαν τη νύχτα του βορρά.

Κι είπα και αντιλήφθηκα… είμαστε η ολότητά μας. Και εκείνο το παιδί που πετάγεται πια και κάθεται πολλές φορές εμπόδιο στα όνειρα και τις προσδοκίες, στις δράσεις και τα θέλω μας, δεν είναι, παρά ένα παιδί που διψά πια να του δείξουμε εμείς το δρόμο.

Είναι εκείνο το παιδί με τα κόκκινα, από το κλάμα μάτια, με τα μάτια όμως ελπίδα γεμάτα, που ζητά επειγόντως υιοθεσία από το γονιό του. Από εμάς.

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top