Select Menu

Η παραχάραξη της ιστορίας αποτελεί συχνό φαινόμενο της ελληνικής πραγματικότητας και χρόνια παθογένεια του ελληνικού πολιτισμού. Θρησκευτικοί ηγέτες, οπορτουνιστές και καιροσκόποι πολιτικοί παράγοντες απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με δηλώσεις οι οποίες διαστρεβλώνουν την Ιστορία και που αποβλέπουν στην αποκόμιση πρόσκαιρων εκλογικών οφελών.

Ως εκτούτου, η απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας εξάλειψης των συγκεκριμένων πρακτικών, μόνο απορία θα μπορούσε να προκαλέσει, αν αναλογιστούμε πως αυτή η συνήθεια δεν αποτελεί πρόσφατο γεγονός, αλλά κάτι που ταλανίζει τη χώρα μας ήδη απο τους χρόνους σύστασης του ελληνικού κράτους. Φαίνεται πως η τυφλή αποδοχή ψευδοεπιστημονικών θεωριών έχει εδραιωθεί εδώ και χρόνια στη χώρα μας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πλάστηκε και ο μύθος του κρυφού σχολείου. Η δαιμονοποίηση οποιασδήποτε αμφισβήτησης της ύπαρξης του κρυφού σχολειού, ο αφορισμός της συγκεκριμένης άποψης ως αιρετική ιδεοληψία που υπονομεύει το κύρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς και ψέματα που χαλκεύτηκαν στο σώμα της Ιστορίας προσέδωσαν σε αυτό το μύθο τη βεβαιότητα της πληροφορίας. 

Ακόμη και τα τελευταία χρόνια που οι ισχνές ακαδημαϊκές φωνές διάψευσης του κρυφού σχολειού πληθαίνουν το συγκεκριμένο ψέμα παραμένει αλώβητο. Ίσως διότι την αντιμετώπιση του προβλήματος δυσχεραίνουν οι αναπαραγωγικοί μηχανισμοί που έχει αποκτήσει, όπως η αδιάλειπτη διδαχή του στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ίσως γιατι η αποκάλυψη της αλήθειας συχνά επιφέρει και την απομυθοποίηση των δημιουργών ενός τεράστιου ψέματος που κατασκευάστηκε για τη συγκάλυψη της. Ή πιθανότατα επειδή η ωμή αλήθεια είναι συνήθως δυσάρεστη συγκρινόμενη με την ευφορία που προσφέρει η τεχνητή πλάνη. Εξάλλου, η αλήθεια είναι δεσμευτική ενώ αντίθετα το ψέμα δίνει αρκετό περιθώριο στην ανθρώπινη φαντασία να αποκρύψει τα ασύμφορα ατοπήματα με δικές της επινοήσεις.

Για την ανατροπή του κρυφού σχολειού δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά μια αναδρομή στο ιστορικό πλαίσιο της εκπαίδευσης του υπόδουλου ελληνισμού επί τουρκοκρατίας. Ήδη από την άλωση της πόλης το 1453, η Οθωμανική αυτοκρατορία εκχώρησε σημαντικές δικαιοδοσίες και εξουσιαστικά προνόμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ένα εκ των οποίων ήταν και η ευθύνη για την εκπαίδευση του υπόδουλου χριστιανικού πληθυσμού. Στη συμφωνία του σουλτάνου με την Εκκλησία περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων και υποσχέσεις προστασίας της περιουσίας της από την αρπακτικότητα των κατακτητών με τη βασική προϋπόθεση οτι το Πατριαρχείο θα διασφάλιζε την πλήρη αφοσίωση των ορθόδοξων μιλλέτ στην Υψηλή Πύλη.

Επομένως, η ελληνική παιδεία δεν είχε κανένα λόγο να είναι κρυφή εφόσον ήταν επισήμως αναγνωρισμένη από την ηγεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα ελάχιστα περιστατικά καταδίωξης της ελληνικής παιδείας απαντώνται σε απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου οι Οθωμανοί δυσχέραιναν τη λειτουργία των σχολείων κυρίως λόγω της ταραχής που προκαλούσαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Εξάλλου, η εμφύσηση της ελπίδας για την ελληνική ανεξαρτησία στα σχολεία δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει την αντίδραση των Οθωμανών ιδίως σε περιόδους αναζωπύρωσης του τουρκικού εθνικισμού. Ωστόσο, τα συγκεκριμένα περιστατικά δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο έντονα ώστε να προκαλέσουν την απόκρυψη της επισήμως αναγνωρισμένης ελληνικής παιδείας.

Η ελληνική εκπαίδευση έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στον αγώνα για την Εθνική απελευθέρωση. Από την κατεδάφιση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και το 1821 τα ελληνικά σχολεία σφυρηλατούσαν την εθνική συνείδηση των μαθητών θέτοντας τα θεμέλια της ελληνικής επανάστασης. Η χρηματοδότηση των σχολείων βασιζόταν σε περιορισμένα κονδύλια της Εκκλησίας και κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία των Ελλήνων εμπόρων της εποχής. Φυσικά τα κίνητρα της συγκεκριμένης ενέργειας δεν ήταν ανιδιοτελή. Οι πολυάριθμοι έλληνες έμποροι που πλούτιζαν κατα τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήλπιζαν πως η ελληνική ανεξαρτησία θα συνοδευόταν από τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού κράτους που θα προστάτευε τα οικονομικά τους συμφέροντα από τη ληστρική οθωμανική φορολογία.

Τα συγκεκριμένα στοιχεία που απεικονίζουν την κατάσταση της ελληνικής παιδείας επαληθεύονται από πρωτογενείς ιστορικές πηγές και από εργασίες που έχουν εκπονηθεί από επιφανείς ερευνητές πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Ο Charles Tuckermann, αμερικανός πρόξενος στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, παρατηρεί ότι κατά την τουρκοκρατία «τα ελληνικά σχολεία ήταν λίγα και απομακρυσμένα, και υποστηρίζονταν από τις εθελοντικές εισφορές διαφόρων οργανώσεων και από Έλληνες του εξωτερικού. 

Μάλιστα, χειρόγραφες και επίσημες μαρτυρίες που σώζονται και πραγματεύονται την κατάσταση της ελληνικής παιδείας, βεβαιώνουν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων, ο αριθμός των οποίων σταδιακά αυξήθηκε. Ενδεικτικά σε έρευνα καταγράφεται πως το 1806 κάθε πόλη είχε δύο ή 3 σχολεία κατ' ελάχιστο. Μόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστο ονομαστές σχολές.

Ενδελεχή μελέτη για την κατάσταση των ελληνικών γραμμάτων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 19ο αιώνα παρέδωσε επίσης ο Ματθαίος Παρανίκας, στο Σχεδίασμα (1867). Στο έργο του, ο Παρανίκας παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για σχολεία και δασκάλους που δίδαξαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, χωρίς να κάνει λόγο όμως για κάποιο «κρυφό σχολειό». Συμπληρωματικές εργασίες πάνω στο ίδιο αντικείμενο υποβλήθηκαν από τους Παναγιώτη Αραβαντινό και Κωνσταντίνο Σάθα. Σε καμία από αυτές τις εργασίες δε συναντάται αναφορά στην ύπαρξη Κρυφού Σχολείου. Πίσω όμως από ένα ψέμα δεν υπάρχουν μόνο οι δημιουργοί του, αλλά και τα αίτια που προκάλεσαν τη δημιουργία του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανάγκη για αποκατάσταση των εθνικών διαπιστευτηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας συνέτεινε στη διάδοση του κρυφού σχολειού. Η ισχυροποίηση της θέσης της Εκκλησίας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα θα απέκρυπτε ικανοποιητικά τον αποθαρρυντικό ρόλο που διαδραμάτισε στις απαρχές της ελληνικής επανάστασης. Αδιαμφισβήτητα, η γνωστοποίηση της συγκεκριμένης αλήθειας θα αμαύρωνε την υστεροφημία του Πατριαρχείου που όλους αυτούς τους αιώνες αξίωνε τον τίτλο ενός πυλώνα του ελληνισμού.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αρνητική στο ενδεχόμενο της εθνικής ανεξαρτητοποίησης αυτοί σχετίζονται με τρεις βασικούς παράγοντες. Αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, το Πατριαρχείο εκμεταλλευόμενο τη διοικητική σήψη της Υψηλής Πύλης αποκόμισε τεράστια κέρδη όπως το δικαίωμα άσκησης της εξουσίας στα χριστιανικά εδάφη και πολλές φορολογικές ελαφρύνσεις. Συνεπώς, η εθνική απελευθέρωση απειλούσε να στερήσει από την Εκκλησία σημαντικά προνόμια. Δευτερευόντως, η εκδήλωση βιαιοπραγιών από τους εξεγερμένους Έλληνες θα προκαλούσε αντίποινα τα οποία θα είχαν ως άμεσους αποδέκτες τους θρησκευτικούς μας ηγέτες που διέμεναν στην καρδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και τέλος διότι σίγουρα η Ορθόδοξη Εκκλησία που βασίζει την ιδεολογία της στον συντηρητισμό δεν θα μπορούσε να επιδοκιμάσει μια τόσο ριζοσπαστική κίνηση, όπως ήταν η επανάσταση για την ανεξαρτητοποίηση του νεότευκτου ελληνικού έθνους.

Ζούμε σε μια εποχή που η χώρα μας λοιδωρείται και υποβαθμίζεται όσο λίγες. Τώρα, που η οικονομία μας καταρρέει, η κοινωνία μας αποσαθρώνεται και ο πολιτισμός μας βαλτώνει, η παιδεία πρέπει πάση θυσία να προστατευθεί. Και η Ιστορία αποτελεί πρωταρχικό αγαθό της παιδείας που δε δικαιούται κανείς και για κανένα λόγο να διαστρεβλώνει.

Θανάσης Γουρνάς για το www.logiosermis.net

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top