Select Menu


«O καθένας σε βλέπει όπως φαίνεσαι, λίγοι όμως κατανοούν στ’ αλήθεια ποιος είσαι, και αυτοί οι λίγοι δεν τολμούν να εναντιωθούν στην γνώμη των πολλών, οι οποίοι έχουν τη δύναμη της εξουσίας με το μέρος τους.»

Γράφει ο Ερανιστής

Όπως είδαμε σε προηγούμενα σημειώματα, ο Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα ασχολείται με πλήθος ιστορικών περιπτώσεων, προκειμένου να αποδείξει όσα ισχυρίζεται για τη φύση των ανθρώπων και την τέχνη της πολιτικής. Οι αναφορές του ξεκινούν από τον αλληγορικό κόσμο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και φτάνουν μέχρι την ρωμαϊκή περίοδο και τα χρόνια της κυριαρχίας των Οθωμανών. Ο Μακιαβέλι, όπως θα δούμε, δεν είναι προγονόπληκτος ούτε αρχαιολάτρης· η περιπλάνησή στον απίθανο κόσμο της φαντασίας και των μυθικών συμβολισμών εξυπηρετεί πρακτικούς πολιτικούς στόχους. Άλλωστε, για ολόκληρους αιώνες, η ελληνική παρουσία είναι σημαντική σε όλη την μεσογειακή λεκάνη, και στις αχανείς επικράτειες της Ασίας, μέχρι το τέλος των ελληνιστικών χρόνων. 

Ως πολιτικός στοχαστής είναι αναγκασμένος να καταφύγει στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι ερμηνεύτηκαν πολλαπλώς στο ευρύ ιδεολογικό πλαίσιο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, και έθεσαν πρώτοι σε επιστημονικές βάσεις όχι μόνο την συζήτηση για την πολιτική, την εξουσία και την ισχύ αλλά συνολικά την ερμηνεία των ανθρώπινων πραγμάτων. Το ενδιαφέρον του για την ρωμαϊκή αρχαιότητα και τις πράξεις των μεγάλων ανδρών έχει λοιπόν παραδειγματικό χαρακτήρα. Το πολιτικό του όραμα δεν είναι η επιστροφή στο ιδανικό ρωμαϊκό παρελθόν, όσο ένδοξο κι αν φαντάζει, αλλά η δημιουργία ενός λαμπρού μέλλοντος για τον ιταλικό λαό. Στον Πρίγκιπα, ενσαρκώνεται η βούληση ενός συλλογικού εθνικού υποκειμένου, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτή η ταυτότητα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα· μένει να εμφανιστεί ο Ηγεμόνας και οι γενναίοι Ιταλοί θα τεθούν με ενθουσιασμό υπό τις διαταγές του.

Ανάμεσα στις αρετές και τις ικανότητες που πρέπει να διακρίνουν τον Πρίγκιπα είναι και η ευσέβεια. Αν δεν είναι στ’ αλήθεια ευσεβής πρέπει τουλάχιστον να δείχνει τέτοιος, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν μάλλον από τα φαινόμενα και όχι από τα πράγματα. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι είναι ενδεχομένως σε θέση να δουν με τα μάτια τους, λίγοι όμως μπορούν να κρίνουν με βάση τα εμπράγματα δεδομένα: «O καθένας σε βλέπει όπως φαίνεσαι, λίγοι όμως κατανοούν στ’ αλήθεια ποιος είσαι, και αυτοί οι λίγοι δεν τολμούν να εναντιωθούν στην γνώμη των πολλών, οι οποίοι έχουν τη δύναμη της εξουσίας με το μέρος τους.»

Ξέρουμε ότι ο κένταυρος Χείρων, γιος του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας είναι μια σημαντική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, Παρουσιάζεται σε πολλούς μύθους, με σημαντικότερο αυτόν στον οποίο φέρεται να ήταν δάσκαλος του Αχιλλέα. Σύμφωνα με τον Μακιαβέλι, ο πόλεμος διεξάγεται είτε με τη βία είτε με τους νόμους – από θηρία ή ανθρώπους -όπως έδειξε η συμβολική ιστορία για τον μυθικό Κένταυρο. Ο ηγεμόνας πρέπει να μπορεί να είναι σκληρός (λέων) και πονηρός (αλώπηξ), αν θέλει να κυβερνήσει επιτυχώς και με ασφάλεια το βασίλειό του:

«Πρέπει λοιπόν να γνωρίζεις ότι δυο είναι τα είδη του πολέμου, το πρώτο διενεργείται με τους νόμους, ενώ το δεύτερο είδος με τη βία. Και το μεν πρώτο είναι ανθρώπινο, το δε θηριώδες. Αλλά επειδή το πρώτο είδος είναι πολλάκις ανίσχυρο, πρέπει να καταφεύγουμε στο δεύτερο· γι’ αυτό είναι αναγκαίο ο ηγεμόνας να ξέρει να φέρεται και ως θηρίο και ως άνθρωπος. Αυτή τη μέθοδο δίδαξαν συμβολικά οι αρχαίοι συγγραφείς στους ηγεμόνες, γράφοντας ότι ο Αχιλλέας και πολλοί άλλοι από τους αρχαίους ηγεμονικούς άνδρες ανατράφηκαν από τον Κένταυρο Χείρωνα, διάγοντες υπό τις διδαχές και την επιτήρησή του. 

Η διδασκαλία από ένα ον το οποίο ήταν μισό ζώο και μισό άνθρωπος εξηγεί ρητά ότι ο ηγεμόνας είναι απαραίτητο να μιμείται τη φύση αμφότερων, διότι η μια φύση χωρίς την άλλη δεν μπορεί να είναι επιτυχής. Αφού λοιπόν χρειάζεται αναγκαστικά να φέρεται ως θηρίο, οφείλει να λάβει ως παράδειγμα το λιοντάρι, επειδή πέφτει στις παγίδες, και την αλεπού, η οποία δεν έχει τη δύναμη να αντιπαραταχθεί κατά των λύκων· Πρέπει λοιπόν να είναι αλεπού, για να αποφεύγει τις παγίδες, και λέων για να προξενεί τρόμο στους λύκους. Όσοι έχουν μόνον τη φύση του λέοντα δεν μπορούν να είναι ικανοί ηγεμόνες.» (1)

«Αλλά ο ξανθός Αχιλλέας, μένοντας στο σπίτι της Φιλύρας ως παιδί, έκανε έργα μεγάλα, συχνά κραδαίνοντας στα χέρια του ένα ακόντιο με μια κοντή λεπίδα, γοργός σαν τον άνεμο, έφερε το θάνατο στα άγρια λιοντάρια στη μάχη, σκότωσε κάπρους άγριους κι τα ασθμαίνοντα κουφάρια τους στον Κένταυρο, τον γιο του Κρόνου, στην αρχή σαν ήταν έξι χρόνων, και κατόπιν όλο το χρόνο που ‘μεινε εκεί, ένα παιδί που το παιχνίδι ήταν άθλοι δυνατοί. Τον θαύμαζε η Άρτεμις και η θαραλλέα Αθηνά, γιατί τα ελάφια τα σκότωνε δίχως σκυλιά και δόλιες παγίδες. Γιατί εκείνος υπερείχε στα πόδια. Όλα αυτά που αφηγούμαι έπος των προγόνων είναι». Πίνδαρος (522 π.Χ. – 443 π.Χ.)

Ο Φοιλοποίμην
Οι Αχαιοί ήταν μία από τις τέσσερις φυλές που κατοίκησαν στον αρχαίο ελλαδικό χώρο (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς). Επρόκειτο για ένα δυναμικό αιολικό φύλο, που με τη δύναμη των όπλων επικράτησε στην Ελλάδα της Μυκηναϊκής εποχής. Η οικονομική και εμπορική δραστηριότητα των Αχαιών άρχισε από πολύ νωρίς και τα μυκηναϊκά (ή αχαϊκά) προϊόντα έφθασαν μέχρι τα παράλια της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Ταυτόχρονα, οι Αχαιοί εξαπλώνονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα και πολλαπλασίαζαν τους οικισμούς τους στα νησιά του Αιγαίου, ενώ δημιούργησαν αποικίες στην Κάτω Ιταλία και την Σικελία. Ο Φοιλοποίμην, ένας στρατηγός τους, μνημονεύεται επειδή ήταν προνοητικός σε καιρό ειρήνης:

«Ο Φιλοποίμην, στρατηγός των Αχαιών, μεταξύ άλλων επαίνων που έλαβε από διάφορους συγγραφείς, επαινέθηκε ακόμα περισσότερο διότι σε καιρό ειρήνης δεν σκεφτόταν άλλο πράγμα εκτός από τον τρόπο του πολέμου· κι όταν ακόμα έβγαινε περίπατο στην εξοχή με φίλους του, σταματούσε και τους ρωτούσε «Αν οι εχθροί ήταν στρατοπεδευμένοι σε εκείνον τον λόφο και εμείς στεκόμασταν εδώ, ποιος θα είχε την υπεροχή; Πώς μπορούσε κάποιος με παρατεταγμένο στρατό να προχωρήσει σε συνάντηση με τον εχθρό, χωρίς φόβο; Εάν εμείς θέλαμε να υποχωρήσουμε, ποιες μεταβολές έπρεπε να κάνουμε; Αν οι αντίπαλοι τρέπονταν σε υποχώρηση, με ποιον τρόπο θα τους καταδιώκαμε; Πρότεινε μάλιστα καθ’ οδόν στους φίλους του όλες τις περιστάσεις που μπορεί να βρεθεί ένα στράτευμα, ακούγοντας την γνώμη τους και εκφράζοντας τη δική του, την οποία υποστήριζε με λογικά επιχειρήματα. Με τέτοιες συνεχείς σκέψεις, προετοίμαζε για τον εαυτό του τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να προλαμβάνει οποιοδήποτε αιφνίδιο περιστατικό ήταν δυνατόν να συμβεί, το διάστημα που ήταν στρατηγός.» (1)

Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου 1469 – 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας.

Ο Νάβις
Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Νάβις αναφέρεται επειδή στηρίχθηκε κυρίως σε εγχώριες στρατιωτικές δυνάμεις και κατόρθωσε να αποκρούσει πολλές φορές με επιτυχία τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ο Νάβις αρχικά ήταν επίτροπος του ανήλικου Πέλοπος, γιου του Μαχανίδα, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε μάχη κατά την εισβολή των Ρωμαίων στηνΛακωνία. Το 207 π.χ., παραγκώνισε τον διάδοχο Πέλοπα και κατέλαβε την εξουσία ανακηρύσσοντας τον εαυτό του βασιλιά, με την βοήθεια μισθοφορικών στρατευμάτων και αφού πρώτα είχε αντιμετωπισθεί η επίθεση του ρωμαϊκού στρατού. Αφού κατέλαβε την εξουσία απελευθέρωσε πολλούς δούλους Είλωτες και περίοικους, έκανε αναδιανομή της γης, εξόρισε πολλούς πλούσιους ολιγαρχικούς και δήμευσε τις περιουσίες τους. Σύναψε ακόμη συμμαχία με τον Φίλιππο Ε΄, ο οποίος του έδωσε ως δώρο το Άργος. 

Ο Νάβις επέβαλε και εκεί τα ίδια μέτρα, διώχνοντας τους ολιγαρχικούς και μοιράζοντας την περιουσία τους. Το 196 π.χ. η Ρώμη μετά την νίκη της επί του Φιλίππου, κήρυξε τον πόλεμο στην Σπάρτη η οποία είχε μείνει χωρίς συμμάχους, και επικήρυξε τον Νάβιδα. Ο ρωμαϊκός στρατός με την βοήθεια πολλών Ελληνικών πόλεων, πολιόρκησε αρχικά το Γύθειο το οποίο παραδόθηκε, και στη συνέχεια την ίδια την πόλη της Σπάρτης. Το 195 π.Χ., η αντίσταση των Λακεδαιμονίων υποχώρησε, και ο Νάβις ζήτησε σύναψη συμφωνίας με τους Ρωμαίους οι οποίοι δέχτηκαν αλλά με δυσμενείς όρους. Τα σύνορα του σπαρτιατικού κράτους περιορίστηκαν τελικώς σε ένα μικρό κομμάτι γύρω από την παλιά Σπάρτη, αφού αποσπάσθηκαν 24 παραλιακές πόλεις συγκροτώντας το Κοινό των Ελευθερολακώνων. 

Ο Νάβις, χάρη στην πίστη και τη μαχητικότητα των ντόπιων, είχε κατορθώσει να διατηρήσει ένα μέρος της επικράτειάς του αυτόνομο και να συνεχίσει τον αγώνα. Το 192 π.Χ., ο Σπαρτιάτης βασιλιάς προσπάθησε να ανακαταλάβει κάποια από τα εδάφη που είχε χάσει, καταλαμβάνοντας το Γύθειο. Εναντίον του Νάβιδα κινήθηκε ο Φιλοποίμην ο οποίος τον είχε ήδη νικήσει άλλες δυο φορές, το 201 π.χ. στην Μεσσηνία και το 200 π.χ. στην Αρκαδία. Σε αποφασιστική μάχη που έγινε στη Βαρβοθένη, οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν, ενώ ο γενναίος αρχηγός τους σκοτώθηκε από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πολεμούσαν στο πλευρό των Ρωμαίων.

Ο τρόπος με τον οποίο οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα και διατήρησαν τις κατακτημένες πόλεις περιγράφεται αναλυτικά. Οι Ρωμαίοι διατήρησαν τους Αχαιούς και τους Αιτωλούς στις δυνάμεις τους – χωρίς να τους δώσουν όμως περισσότερη ισχύ – ταπείνωσαν το βασίλειο των Μακεδόνων και έδιωξαν τον Αντίοχο. Οι εκδουλεύσεις των Αχαιών και των Αιτωλών ποτέ δεν τους υποχρέωσαν να επιτρέψουν οποιαδήποτε επέκταση της εξουσίας τους, ούτε βεβαίως οι πειθήνιοι τρόποι του Φιλίππου τούς απάτησαν, ώστε να τον θεωρούν φίλο τους, χωρίς την ταπείνωσή του. Η δύναμη του Αντίοχου δεν ήταν αρκετή, ώστε να εξουσιάζει και το ελάχιστο τμήμα της Ελλάδας. Ο Αντίοχος έστειλε κάποτε πρέσβεις στους Αχαιούς, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων, με σκοπό να τους πείσουν να κρατήσουν ουδέτερη στάση. Μετά από τους απεσταλμένους, πήρε το λόγο ο Ρωμαίος πρέσβης: «Σας προτείνουν ως ωφελιμότατο να μην συμμετέχετε καθόλου στον μεταξύ μας πόλεμο, αλλά τίποτα πιο ολέθριο δεν υπάρχει από αυτό, διότι απέχοντας από τον πόλεμο θα μείνετε αξιοκαταφρόνητο λάφυρο του νικητή, χωρίς να έχετε δικαίωμα στην ευγνωμοσύνη του.» (1)

Τα παραδείγματα της Γαλλίας και της Ισπανίας, όπου διαμορφώθηκαν ισχυρά κράτη με αξιοσημείωτη εδαφική ενότητα, ασκούν έντονη επίδραση στο έργο του Μακιαβέλλη, ο οποίος επιχειρεί μια ελλειπτική σύγκριση – ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Ιταλό φιλόσοφο Μπενεντέτο Κρότσε – για να καταλήξει συμπερασματικά στους κανόνες που χρειάζεται να ακολουθήσει όποιος θέλει να συγκροτήσει ισχυρό εθνικό κράτος· η ιταλική περίπτωση τον απασχολεί ιδιαίτερα, ενώ τονίζει συχνά ότι πρέπει κάθε ζήτημα να μελετάται ξεχωριστά, αφού καμιά κατηγοριοποίηση δεν μπορεί να καλύψει με στοιχειώδη επάρκεια την ατέλειωτη ποικιλομορφία των φαινομένων που γεννά η ζωή σε συνθήκες πολιτισμού. Αν ο ηγεμόνας θέλει να διατηρήσει την επικράτεια και την εξουσία του, πρέπει να είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, ακόμα και όσα θεωρούνται σκληρά και δόλια, γιατί όλα τα μέσα μπορεί να λογαριάζονται αργότερα έντιμα και μάλιστα θα επαινούνται από όλους, «αφού ο όχλος πάντοτε θα παρασύρεται από τα φαινόμενα και από την έκβαση των πραγμάτων.»

Λαός και μισθοφόροι
Στη μακρά μεσαιωνική νύχτα, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία έχει τη μορφή θρησκευτικού δόγματος, αν δεν ταυτίζεται με την θρησκεία, και οι άνθρωποι βρίσκονται υπό την επιρροή ενός εκκλησιαστικού μηχανισμού που φάνταζε πανίσχυρος. Για τον Μακιαβέλι, τα έργα και οι πράξεις των ανθρώπων δεν είναι ανεξήγητα δώρα της τύχης, όπως και αν την ονομάσουμε, αλλά μπορούν να σταθμιστούν ως προς τα αποτελέσματά τους, με τη δύναμη της φρόνησης και του Λόγου, ο οποίος θα αναβαθμιστεί πολύ αργότερα και θα θεοποιηθεί κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Η πολεμολογία του Μακιαβέλι είναι αδύναμη και φαίνεται να έχει ως βασική επιδίωξη να πείσει τους λαούς της Ιταλίας για τις πολεμικές αρετές τους, παρά τις συνεχείς και δεινές ήττες που έχουν υποστεί κατά καιρούς – σε όλα σχεδόν τα μέτωπα – εξαιτίας των ανίκανων ηγετών τους, όπως ισχυρίζεται ο Μακιαβέλι. 

Η αναφορά λ.χ. στο πεζικό και την σημασία που έχει η συστηματική στρατολόγηση του λαού έχει νομίζω κυρίως πολιτική στόχευση – το πυροβολικό θεωρείται ήδη απαραίτητο από τον 15ο αιώνα, όπως έδειξε η πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453). Πραγματικός πολίτης είναι ο ένοπλος πολίτης ή τουλάχιστον αυτός που μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά όσους απειλούν την ελευθερία του. Η ευτυχία του ιταλικού έθνους δεν πρόκειται να έρθει, αν δεν φύγουν από τη μέση οι άπληστες ορδές των μισθοφόρων που ρημάζουν την Ιταλία και ζουν σε βάρος της. Η μόνη δύναμη στην οποία μπορεί πραγματικά να βασιστεί ένας ηγεμόνας είναι ένας ισχυρός, λαϊκός, εθνικός στρατός. Οι επαγγελματίες του πολέμου αποδείχτηκαν σχεδόν πάντοτε καταστροφικοί για τον εργοδότη τους: «Τα ξένα όπλα ή φεύγουν από το σώμα σου ή σε βαραίνουν ή σε στενοχωρούν.» (1)


Forum Romanum

Τα επικουρικά στρατεύματα, αυτά δηλαδή που βρίσκονται κανονικά υπό τις διαταγές ξένου ηγεμόνα είναι ακόμη πιο επικίνδυνα από τα υπομίσθια. Η γενναιότητα και η μαχητικότητα των επικουρικών στρατευμάτων δεν μπορεί να συγκριθεί βεβαίως με τη δειλία και την αναποτελεσματικότητα των μισθοφορικών σωμάτων – οι μισθοφόροι πολεμούσαν απρόθυμα, έναντι μικρού μισθού και γενικώς απέφευγαν κοπιώδεις και επικίνδυνες επιχειρήσεις. Αυτός που καλεί για βοήθεια επικουρικά στρατεύματα βγαίνει σχεδόν πάντοτε χαμένος, είτε πετύχουν οι επιχειρήσεις του, είτε οδηγείται σε ήττα. Σε περίπτωση νίκης είναι υπόχρεος σε ισχυρές δυνάμεις, τις οποίες δεν μπορεί να πάντοτε ελέγξει, ενώ αν νικηθεί είναι στη διάθεση φίλων και αντιπάλων. Γι’ αυτό κάθε φρόνιμος ηγεμόνας απέφυγε πάντα τα επικουρικά στρατεύματα και αφοσιώθηκε στα εγχώρια, ενώ προτιμά να ηττάται παρά να κερδίζει με τη βοήθεια των ξένων όπλων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Μακιαβέλι δεν κάνει σχεδόν καμία αναφορά στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων και την περίοδο της αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας, ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής ή ακόμα και ο Αλκιβιάδης δεν εμφανίζονται πουθενά, ούτε ως πρότυπα ούτε ως παραδείγματα προς αποφυγήν, αν και η δράση τους συμπίπτει χρονικά με τον βίο και την πολιτεία των ηγεμόνων που σχολιάζει ο Μακιαβέλι. Για ποιους λόγους άραγε θεωρείται σκόπιμο να αναφερθεί ο Σπαρτιάτης Νάβις και να αποσιωπηθεί ο ήρωας των Θερμοπυλών ή ο ευφυέστατος αρχιτέκτονας της νίκης κατά των βαρβάρων στη Σαλαμίνα; Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, οι ραδιουργίες του Αλκιβιάδη, η καταστροφική εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία αποτελούν επίσης πρώτης τάξεως διδακτικό υλικό. 

Oι συμμαχίες των Λοκρών και των Αιτωλών ήταν άραγε ιστορικά πιο σημαντικές από τις συγκρούσεις των Ελλήνων με την αυτοκρατορία των Περσών; Να πούμε εδώ μόνο ότι σε ένα σύντομο βιβλίο ο Μακιαβέλι έχει κάθε λόγο να προβάλλει οικεία παραδείγματα, κατάλληλα για τους αναγνώστες τους. Για τον Αλέξανδρο θα χρειαστεί ενδεχομένως να γράψουμε χωριστά, καθώς η προσωπικότητά του και ο τρόπος που πολιτεύτηκε αναλύονται εκτενώς. Ο λαϊκός – επαγγελματικός στρατός των Μακεδόνων παραμένει κλασικό πρότυπο για τον Ιταλό πολιτικό στοχαστή: «Το πώς οργανώνονται εθνικά στρατεύματα είναι νομίζω εύκολο να το κατανοήσει κάποιος, αν στρέψει την προσοχή του σε όσα εξέθεσα προηγουμένως γι’ αυτό, και αν ακόμη λάβει υπ όψιν με ποιόν τρόπο ο Φίλιππος, πατέρας του Αλεξάνδρου, και διάφορες ηγεμονίες και δημοκρατίες διαμόρφωσαν στρατούς και πώς διοργάνωσαν τα περί αυτών. Σε τέτοιους λοιπόν διοργανισμούς αναφέρομαι καθ ολοκληρίαν.» Το επαναστατικό μανιφέστο ολοκληρώνεται με ένα ωραίον τεμάχιον του Ιταλού ανθρωπιστή Πετράρχη*:
«Όταν κατά της μανίας
ο βραχίων της ανδρείας
υψωμένος εγερθεί
ο αγών δεν διαρκεί
εις των Ιταλών τα στήθη
παντελώς δεν κατεβλήθη
η αρχαία αρετή.»

*Ο Φραντσέσκο Πετράρκα, εξελληνισμένα Πετράρχης (20 Ιουλίου 1304 - 19 Ιουλίου 1374), ήταν Ιταλός λόγιος, ποιητής και ένας από τους παλαιότερους ανθρωπιστές της Αναγέννησης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

(1) Ο Ηγεμών, Αθήνα, 1909, εκδ. τυπογραφείου Α. Π. Πετράκου, μετάφραση Π.Χ. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Μακιαβέλι αποδίδονται εδώ στη νέα ελληνική γλώσσα, με βάση αυτή την έκδοση. (Εραν.)

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top