Στον αγγλοσαξονικό κόσμο υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που η εργοδοσία διέλυσε τα συνδικάτα αξιοποιώντας «επαγγελματικές μεθόδους», προσλαμβάνοντας για παράδειγμα εξειδικευμένες εταιρείες που είχαν αναπτύξει προχωρημένη «τεχνογνωσία» σε αυτό το θέμα, παραβιάζοντας έτσι το σύνταγμα, την εργατική νομοθεσία ακόμη και την παγκόσμια διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει στο άρθρο 22 το δικαίωμα δημιουργίας και συμμετοχής σε συνδικάτα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η τακτική του τσακίσματος των συνδικάτων κάνει μαζικά την εμφάνισή της στις ΗΠΑ την δεκαετία του ’30. Η βαθιά οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας που περιορίζει τις δυνατότητες των επιχειρήσεων να ικανοποιήσουν τις εργατικές διεκδικήσεις για υψηλότερες αμοιβές από την μια μεριά σε συγκερασμό με την άνοδο των εργατικών διεκδικήσεων, λόγω πείνας, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα ώστε η απάντηση των επιχειρήσεων να φύγει από το ερασιτεχνικό και να περάσει σε ένα ανώτερο πολύ πιο βίαιο επίπεδο. Ως πρακτική γενικεύεται την πρώτη μεταπολεμική περίοδο στο πλαίσιο του Μακαρθισμού και των αντικομμουνιστικών διώξεων, οπότε το περιρρέων ιδεολογικό κλίμα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού βοηθάει στην ενοχοποίηση και ποινικοποίηση κάθε εργατικής διεκδίκησης ως αντι-αμερικάνικης και υπονομευτικής ενέργειας.
Την δεκαετία του 1940, ενδεικτικά, δημιουργείται η πρώτη εταιρεία που αναλάμβανε επίσημα εκ μέρους της εργοδοσίας, ως εξωτερικός συνεργάτης, αυτό το έργο. Είναι περιττό να ειπωθεί πως σε κάθε τέτοια επίσημη, δημόσια εταιρεία αντιστοιχούσε πλήθος άλλων που λειτουργούσαν με μεθόδους οργανωμένου εγκλήματος. Η εταιρεία αυτή ήταν η LRA ή Labor Relations Associations με έδρα (ποια άλλη πόλη από…) το Σικάγο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχε 400 πελάτες μεγάλες ως επί το πλείστον επιχειρήσεις, ενώ μεταξύ 1949 και 1956 κέρδισε 2,5 εκ. δολ. παρέχοντας συμβουλές για την διάλυση των συνδικάτων. Η δημόσια κατακραυγή για τις σκοτεινές μεθόδους που χρησιμοποιούσε έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε το 1957 ξεκίνησε έρευνα η ίδια η αμερικάνικη Γερουσία για την δράση της. Η εξεταστική επιτροπή που συγκροτήθηκε (κι έμεινε γνωστή από το όνομα του επικεφαλής της ΜακΚλέλαν) κατέληξε σε έναν ποταμό κατηγοριών εναντίον της και αποκαλύψεων. Η εταιρεία που έκανε επάγγελμα την διάλυση των συνδικάτων παραβίαζε συστηματικά την εργατική νομοθεσία, οργάνωνε νοθείες στις αρχαιρεσίες των εργατικών συνδικάτων, προέβαινε ακόμη και σε εξαγορές ή εκβιασμούς συνδικαλιστών για να τους αναγκάσει να σταματήσουν την δράση τους. Μέρος από την πλούσια αυτή εμπειρία ενσωματώθηκε σε ένα βιβλίο 292 σελίδων που έγραψε κι εξέδωσε ο ιδρυτής της LRA Νάθαμ Σέφερμαν, με τίτλο Man in the Middle, το 1961 όπου φυσικά περιγράφονται οι πιο νόμιμες και επιστημονικές μέθοδοι για την διάλυση των εργατικών σωματείων. Άλλες πρακτικές όπως αυτές που χρησιμοποιούνταν κατά κόρον την δεκαετία του ’30 από τον τότε διοικητή του FBI Έντγκαρ Χούβερ περιλαμβάνοντας ακόμη και την αξιοποίηση παράνομων ενεργειών όπως εκβιασμοί ή μέθοδοι προσωπικής εξόντωσης συνδικαλιστών με βάση χρέη στην εφορία ή προσωπικά τους μυστικά για εξωσυζυγικές σχέσεις, ουδέποτε αποτυπώθηκαν στις σελίδες ενός βιβλίου αποτελούν όμως κοινή παράδοση που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα συμπληρώνοντας κάθε αντισυνδικαλιστικό …μάνιουαλ.
Απόλυση απεργών
Με την πάροδο του χρόνου το union-busting γνώρισε νέες δόξες από τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν που απέλυσε 11.345 απεργούς ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας τον Αύγουστο του 1981 και διέλυσε το συνδικάτο τους (PATCO), αφού πρώτα χαρακτήρισε την απεργία τους παράνομη, και την Μάργκαρετ Θάτσερ που δεν έκρυψε το μίσος της κατά των συνδικάτων. Ένα από τα κορυφαία και πιο πρόσφατα περιστατικά διάλυσης συνδικάτων στην Αγγλία θεωρείται η απόλυση το 2005 σχεδόν 600 απεργών της Gate Gourmet που δραστηριοποιούταν στο αεροδρόμιο του Λονδίνου Χίθροου. Η ιδέα της «γροθιάς στο μαχαίρι» ανήκε στην Marshall James που δραστηριοποιείται ως ανεξάρτητος σύμβουλος επιχειρήσεων παρέχοντας την τεχνογνωσία της σε θέματα εργασιακών σχέσεων, όπως (πολύ …κομψά ομολογουμένως) περιγράφει η ιστοσελίδα της.
Σήμερα, εκ πρώτης όψεως η σχεδόν περιθωριακή επιρροή των συνδικάτων στις ΗΠΑ δεν δικαιολογεί το μένος εναντίον τους. Ενώ το 1950 ανήκε σε συνδικάτα το 35% των εργαζομένων και το 1970 το 25%, σήμερα η «συνδικαλιστική πυκνότητα» εκτιμάται στο 12%, με την πλειοψηφία μάλιστα των συνδικαλισμένων να προέρχεται από τον δημόσιο τομέα. Στον ιδιωτικό τομέα ο συνδικαλισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος κι όπου υφίσταται, όπως για παράδειγμα στην αυτοκινητοβιομηχανία, έχει πάψει να είναι συνδεδεμένος με σοβαρές απολαβές ή συγκρούσεις με την εργοδοσία.
Παρόλα αυτά εδώ και δύο χρόνια ο συνδικαλισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται ξανά στο στόχαστρο. Αφορμή στάθηκαν οι επιτυχημένες απεργίες που οργανώθηκαν σε κρίσιμες πολιτείες των ΗΠΑ την τελευταία διετία (Ουισκόνσιν, Ιλινόις, κ.α.) ενάντια στις περικοπές κοινωνικών δαπανών, ενώ αιτία ήταν η βαθιά οικονομική κρίση, που ξέσπασε το 2008, με επίκεντρο την αγορά υποβαθμισμένων στεγαστικών δανείων. Όπως συνέβη τη δεκαετία του ’30 έτσι και σήμερα, η προσπάθεια των επιχειρήσεων αλλά και του δημόσιου τομέα να αντιμετωπίσουν την κρίση μέσα από τον ακρωτηριασμό παροχών και δικαιωμάτων συνοδεύεται από μια προσπάθεια αναίρεσης συνδικαλιστικών κατακτήσεων. Δύο είναι τα θέματα που μπαίνουν στο τραπέζι από την μια άκρη των ΗΠΑ ως την άλλη. Το πρώτο αφορά την υποχρέωση των εργαζομένων να ενισχύουν οικονομικά τα σωματεία τους, μέσω της υποχρεωτικής πληρωμής συνδρομής. Λάβρος εναντίον αυτής της πρακτικής που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες στον αμερικάνικο συνδικαλισμό είχε εμφανιστεί ο δισεκατομμυριούχος Στιβ Φορμπς, που εκδίδει το ομώνυμο περιοδικό, σε μια συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο Φοξ προαναγγέλλοντας μάλιστα ένα μπαράζ από σχέδια νόμου Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών σε περισσότερες από δέκα πολιτείες με αυτό ακριβώς το περιεχόμενο. Απώτερο ζητούμενο, εύκολα συνάγεται, είναι η απώλεια της οικονομικής δύναμης των σωματείων που σε πολλές περιπτώσεις εξασφαλίζει και την ίδια την ύπαρξή τους. Το δεύτερο θέμα σχετίζεται με την αρμοδιότητα που έχουν τα σωματεία να εκπροσωπούν τους εργαζόμενους σε συλλογικές διαπραγματεύσεις. Έγραφε χαρακτηριστικά τον Ιανουάριο του 2011 η εργατική ρεπόρτερ των Νιου Γιορκ Τάιμς, Έιμι Γκούντμαν, που είναι επίσης και συγγραφέας του βιβλίου The big squeeze: Tough times for the American worker (Η μεγάλη συμπίεση: Δύσκολοι καιροί για τον αμερικάνο εργάτη): «Αντιμέτωποι με αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και δύστροπους φορολογούμενους, εκλεγμένοι αξιωματούχοι από το Μάιν ως την Αλαμπάμα κι από το Οχάιο ως την Αριζόνα πιέζουν για νέους νόμους που θα περιορίσουν την δύναμη των οργανωμένων εργατικών ενώσεων, ειδικότερα όσων αντιπροσωπεύουν κυβερνητικούς υπαλλήλους, σε συλλογικές διαπραγματεύσεις».
Κατάργηση ελευθεριών
Στον ιδιωτικό τομέα, από την άλλη, οι επιθέσεις στα συνδικάτα και κάθε μορφής διεκδίκηση είναι πολύ πιο βίαιες και σπάνια συμβαίνουν με το …φως της μέρας. Ξεκινούν με την πρόσληψη του κατάλληλου κι έμπειρου εξωτερικού συνεργάτη, που συνήθως έχει πρόσβαση και σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, περνούν από την διακριτική μεταχείριση με απώτερο στόχο την διάσπαση των εργαζομένων και την ακύρωση της ενωτικής δράσης ακόμη και μέσω της καλλιέργειας κλίματος καχυποψίας και φτάνουν στην καταστολή μέσω απειλής απόλυσης ή ακόμη και την απόλυση στην περίπτωση συμμετοχής σε απεργία ή στην δράση του σωματείου.
Εν κατακλείδι, η αμφισβήτηση του δικαιώματος στον συνδικαλισμό και στις δύο ακτές του Ατλαντικού σηματοδοτεί μια πρωτοφανή οπισθοδρόμηση στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων που μπορεί να συγκριθεί με την επιστροφή στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης. Συμπληρώνει δε και οδηγεί σε νέα ύψη την υποχώρηση που παρατηρείται στο επίπεδο των συνταγματικών ελευθεριών κι εγγυήσεων με αφορμή το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που εισάγεται με αφορμή την κρίση.
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.