Select Menu


Γράφει ο Κούρκουλος

Δημος + κρατέω αιολικός τύπος κρετέω, κρετέω αμετάβατο, δηλ. χωρίς αντικείμενο, έχω την εξουσία, τη δύναμη, εξουσιάζω, βασιλεύω.

Με γενική νικώ κάποιον, υπερτερώ, είμαι κύριος κάποιου. Το παθητικό, κρατοῦμαι υπό τινος ή με δοτική :

1.νικιέμαι,

2.καταβάλλομαι

3.κατέχω,

4. γνωρίζω καλά (π.χ. τις επιστήμες)

5, θυμάμαι (κράτα αυτή την κουβέντα, θυμήσου την)

6.αφομοιώνω,

7. μεταβολίζω

Ισχυρότερα ᾖ ἢ δυνήσεται κρατεῖν ἡ φύσις (πιο ισχυρά από όσα μπορεί να αφομοιώσει ο οργανισμός) πόνους (μεταγενέστερα) στη γλώσσα των ευαγγελίων έχει την έννοια του κρατάω (π.χ. το χέρι κάποιου, ψωμί κ.λπ.)

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top