Γράφει ο καθηγητής Π. Ήφαιστος
Τι έχουμε στην Ευρώπη έξι δεκαετίες μετά την έναρξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Έχουμε ένα εθνοκρατοκεντρικά δομημένο σύστημα καθότι άξονας της πολιτικής ζωής των μελών είναι η Εθνική Ανεξαρτησία. Παράλληλα έχουμε ένα μεγάλο δίκτυο υπερεθνικών θεσμών οι οποίοι παρά το γεγονός ότι στερούνται μιας νομιμοποιητικής υπερεθνικής ανθρωπολογίας, αυτοί που τους στελεχώνουν συχνά συμπεριφέρονται ως απρόκλητοι κοσμοπλάστες και ως απρόκλητοι πολιτικοί εντολείς.
Η συντρέχουσα κρίση καλεί για μια πνευματική, πολιτική και θεσμική προσαρμογή του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης για να καταστεί συμβατό με την εθνοκρατοκεντρική φύση
της ΕΕ.
Η φύση αυτή ορίζει και οριοθετεί το τι είναι λογικό, ορθολογιστικό, πολιτικοοικονομικά αποτελεσματικό και από νομιμοποιητική άποψη πιο δημοκρατικό. Η εθνοκρατοκεντρική φύση της ΕΕ επιτάσσει απόλυτη κυριαρχία των διακρατικών θεσμών που πρέπει να είναι οι πολιτικοί εντολείς των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών.
Επειδή τα αφετηριακά θεμελιακά διλήμματα της μεταπολεμικής περιόδου τίθενται ξανά επί τάπητος θα σκιαγραφήσουμε τις δύο κύριες θεωρήσεις του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης:
Στην μια πλευρά υπάρχει η «Ευρώπη των Πατρίδων». Με την βοήθεια των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών επιζητείται η συγκρότηση μιας κοινότητας κρατών. Η εμβάθυνσή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο βαθειά κοινότητα, δηλαδή σε μια κοινωνία κρατών. Η εθνική ανεξαρτησία παραμένει θέσφατο και κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή όλων, γεγονός που αποτυπώνεται στην αντί-ηγεμονική αξίωση όχι μόνο για ισοτιμία μεταξύ των κρατών-μελών αλλά και για ισότητα που θα διασφαλίζεται μέσα από ομόφωνες και συναινετικές αποφάσεις. Μεταξύ ισότιμων κυρίαρχων κρατών δημοκρατία μπορεί να σημαίνει μόνο ομόφωνες αποφάσεις που δημιουργούν τις προϋποθέσεις πολιτικής ισότητας. Στον πυρήνα μιας τέτοιας προσέγγισης βρίσκονται τρεις κεντρικοί σκοποί: Αντί-ηγεμονική δόμηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εξάλειψη της άνισης ανάπτυξης και συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής νομιμότητας που ενσαρκώνει την συμπεφωνημένη τάξη την οποία μπορούν να εποπτεύουν εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται ένα μεγάλο ανομοιογενές πλήθος κοσμοπλαστικών διεθνιστικών θεωρήσεων περί λειτουργιστικής υπερεθνικότητας. Είναι, βασικά, τα πολιτικοστοχαστικά ορφανά του αρχαϊκού φιλελευθερισμού αλλά εν πολλοίς και του αρχαϊκού μαρξισμού. Κύριο κριτήριο είναι τα οικονομικά οφέλη και οι ωφελιμιστικές προσδοκίες οι οποίες, υποστηριζόταν αρχικά, θα μετάθεταν πίστη και νομιμοφροσύνη σε μια υλιστική υπερεθνικότητα. Μορφικά πανομοιότυπες με κάθε άλλη εσχατολογική υλιστική μοντερνιστική αντίληψη κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης αυτές οι θολές λειτουργιστικές υπερεθνικές αντιλήψεις αναζητούσαν κάποιου είδους πρωτόγνωρη τελειωτική πανευρωπαϊκή εμποροοικονομική, χρηματοοικονομική και καταναλωτική αρμονία, συναρτημένη με μια πανευρωπαϊκή υλιστική δημόσια σφαίρα απαλλαγμένη κάθε ίχνους «ταραχοποιού πνεύματος». Για να παραφράσω τον Παναγιώτη Κονδύλη, ένα είδος χυδαίου μαρξισμού με αντεστραμμένα πρόσημα.
Οι εμπειρίες των διαφορετικού περιεχομένου πλην μορφικά πανομοιότυπων εγχειρημάτων της ΕΣΣΔ και της ΕΕ καταμαρτυρούν ότι όταν έχουμε κοινωνικές οντότητες διαφορετικής κοσμοθεωρητικής και ηθικής υπόστασης δεν είναι εφικτή η συγκολλητική πολιτική τους συγκρότηση.
Στο εσωτερικό κάθε είδους πολιτείας που αποτελείται από ζωντανούς ανθρώπους, η αναζήτηση διανεμητικής δικαιοσύνης που υποβαστάζει τον κοινό τρόπο ζωής δημιουργεί πάντοτε μια ανθρωπολογική δίνη. Η δίνη της πολιτειακής ζωής συμπλέκει δυναμικά αξιώσεις εναλλακτικών πολιτικών ιεραρχιών, διαφορετικές παραδοχές κοινωνικής δικαιοσύνης, διαφορετικές προτάσεις πολιτικοοικονομικής συγκρότησης, αξιώσεις κατοχής ή διανομής πλούτου, αξιώσεις κοινωνικού ελέγχου των μαζικοπαραγωγικών συντελεστών γενικού οφέλους ή εναλλακτικά ιδιωτικοποίησή τους, το ζήτημα της κατανάλωσης που συναρτάται με την κατοχή πλούτου και την εργασία, και κοινωνικοπολιτικές ιεραρχίες που εφαρμόζουν το ένα ή άλλο πρότυπο κοινωνικής δικαιοσύνης. Μέσα στην δίνη εισρέουν κριτήρια αισθητικής, πολιτισμού, πατροπαράδοτων πολιτικών παραδόσεων, μεταφυσικά δόγματα, διαφορετικές ευαισθησίες όσον αφορά τα ζητήματα της δημοκρατίας και της πολιτικής ελευθερίας και γενικά οτιδήποτε συνθέτει την ανθρωπολογική ετερότητα μιας κοινωνικής οντότητας.
Επειδή ακριβώς η ανθρωπολογική ετερότητα κάθε ατόμου και κάθε συλλογικής οντότητας είναι απέραντη και απροσμέτρητη, η ολοκλήρωση των πιο πάνω δεν μπορεί να γίνει με μηχανικό και γραμμικά προδιαγεγραμμένο τρόπο. Ούτε βέβαια μπορείς να εξαφανίσεις το πνευματικό πεδίο που προσδιορίζει την ετερότητα των ατόμων και των συλλογικών οντοτήτων. Μπορεί ο συνεπής υλιστής Μαρκήσιος de Sade να διαφωνεί με αυτή την θέση, πλην η πλειονότητα των ανθρώπων θα συμφωνούσαν ότι η ανθρώπινη οντότητα δεν είναι μόνο φθαρτή ύλη αλλά επίσης και πνεύμα, ψυχή και ψυχόρμητα τα οποία εισρέουν ασταμάτητα μέσα στην πολιτική ζωή. Ότι επίσης κύριος σκοπός της πολιτικής είναι η σταθεροποίηση μιας ηθικοκανονιστικά εδραιωμένης και κοινωνικά νομιμοποιημένης διακυβέρνησης.
Οι πολίτες δεν είναι ανθρωποδοειδή αλλά άνθρωποι. Η επιτυχής σύμμειξη και μέθεξη πνευματικών και αισθητών είναι αυτό που συγκροτεί και συγκρατεί μια βιώσιμη πολιτειακή δομή και κυρίως αυτό που την προικίζει με πολιτική ανθρωπολογία. Η αντίληψη ότι η πολιτειακή ζωή μπορεί να λειτουργήσει άψογα μέσα σε μια ανθρωπολογικά εκμηδενισμένη ωφελιμιστική τεχνόσφαιρα είναι μια παρωχημένη και από καιρό απαρχαιωμένη παράκρουση των μοντερνιστικών ιδεολογιών των Νέων Χρόνων. Ποτέ δεν αποτέλεσε και ποτέ δεν μπορεί να αποτελέσει βάση λειτουργίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέλη της οποίας είναι ισχυρές και κοινωνικοπολιτικά εδραίες εθνοκρατικές οντότητες.
Μετά από έξι δεκαετίες διαδικασίας ολοκλήρωσης, πειραματισμών και λειτουργιστικών ηθικοκανονιστικών σχοινοβασιών, τίθενται ξανά επί τάπητος, ανελέητα και σκληρά τα μεγάλα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και οι συναρτημένες με αυτά πολιτικές ιεραρχίες. Τίθεται επίσης σκληρά το ζήτημα του ηγεμονισμού που αποτελεί όπως γνωρίζουμε, προϊόν της άνισης ανάπτυξης και κύριο αίτιο πολέμου. Καταμαρτυρείται επίσης ότι ο λειτουργισμός δεν γέννησε μια πολιτικά άξια λόγου ενιαία νομιμοποιητική πανευρωπαϊκή υπερεθνική πολιτική ανθρωπολογία. Οι υπερεθνικοί θεσμοί, έτσι, δεν διαθέτουν κοινωνικά επικυρωμένη νομιμοποίηση για ανεξάρτητες διανεμητικές δικαιοδοσίες.
Συμπερασματικά, μερικά φυσιογνωμικά και δομικά χαρακτηριστικά της ΕΕ όπως στέκονται ολόρθα καλούν για θεσμικό και πολιτικό εξορθολογισμό:
1ον. Οι κοινωνίες των κρατών-μελών παραμένουν προσκολλημένες στην εθνική ανεξαρτησία, στις οικείες μακραίωνα σμιλευμένες κοσμοθεωρητικές παραδοχές και στις συναρτημένες με αυτές πιο ρευστές ηθικές επιταγές, στους οικείους πολιτισμούς, στις οικείες γλώσσες, στις πολιτικές και άλλες παραδόσεις και γενικότερα στον τρόπο ζωής που προσιδιάζει στην ετερότητα κάθε μιας πολιτικής ανθρωπολογίας όπως διαμορφώθηκε και συγκροτήθηκε ιστορικά.
2ον. Η άνιση ανάπτυξη δεν εξαλείφθηκε αλλά αντίθετα επιτάθηκε, λόγω των άκριτα αποφασισμένων νομισματικών ρυθμίσεων του 1992. Παραμένει ιστορικό αίνιγμα η πολιτική απροσεξία σοβαρών πολιτικών ηγετών οι οποίοι το 1992 σύνδεσαν αυτές τις ρυθμίσεις με την «οικονομική» και «πολιτική» ένωση. Η συντριβή των λιγότερο ισχυρών της οποίας γινόμαστε σήμερα μάρτυρες μέσα στον νομισματικό λάκκο των λεόντων ήταν αναπόδραστη και μοιραία. Για μια ακόμη φορά, την εκατομμυριοστή, ο ουτοπισμός προκαλεί αβάστακτες ανθρώπινες κακουχίες.
Στο σημείο αυτό, μπορούμε να κάνουμε μια σύντομη επισήμανση που θα φωτίσει το επιχείρημα για πολιτικοοικονομικό ορθολογισμό, την ανάγκη διαφύλαξης της αντί-ηγεμονικής φύσης της ΕΕ και της διαφύλαξης πάγιων δημοκρατικών αρχών. Εάν το 1990-91 οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε ένα πλαίσιο βασανιστικών διαβουλεύσεων όπου θα ίσχυε η ομοφωνία και όχι η καταναγκαστική καταστρατήγησή της λόγω προειλημμένων αποφάσεων των ισχυρών κρατών της Ευρώπης, η νομισματική ένωση θα ήταν ποιο θεμελιωμένη με όλες τις προγραμματικές δεσμεύσεις επιτυχίας μιας αληθινής οικονομικής ένωσης χωρίς όμως την συντριβή των λιγότερο ισχυρών κρατών. Τέτοιες δεσμεύσεις θα μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, ροή πόρων, αλληλεγγύη σε περίπτωση δυσκολιών, δημοσιονομική πειθαρχία που θα εποπτεύεται από εντολοδόχους υπερεθνικούς θεσμούς και οτιδήποτε άλλη προϋπόθεση είναι αναγκαία για να επιτευχθεί όχι μόνο μια νομισματική ρύθμιση αλλά κυρίως μια ορθολογιστική οικονομική ένωση στην οποία οι νομισματικές ρυθμίσεις ήταν, από πολιτικοοικονομική άποψη, σωστά ενταγμένες. Σημασία δεν είχε να αποφασιστεί μια έωλη νομισματική ρύθμιση που θα άφηνε την οικονομική πολιτική έωλη αλλά να υπάρξουν οι προϋποθέσεις σε βάθος χρόνος μιας διαδρομής ενδεχομένως και μερικών δεκαετιών.
Ταυτόχρονα κατά την διάρκεια αυτής της διαδρομής θα υπήρχαν όλες οι αντί-ηγεμονικές προϋποθέσεις διαφύλαξης των ζωτικών συμφερόντων των λιγότερο ισχυρών που σωστά νοούμενα είναι (ζωτικά συμφέροντα) και για την ΕΕ στο σύνολό της.
3ον. Οι συντρέχουσες οικτρές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις θεωρήσεις της δεκαετίας του 1960. Τότε, ψύχραιμοι και μη ιδεολογικά επηρεασμένοι αναλυτές και πολιτικοί επισήμαναν ότι το «ευρωπαϊκό παράδοξο» –δηλαδή η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών που παραδόξως συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη ενίσχυση των κρατών-μελών, γεγονός που προκάλεσε μια βαθύτερη εθνοκρατική διαφοροποίηση–, καλούσε για μια ενίσχυση του διακυβερνητικού σκέλους. Όντως το 1966, όπως γνωρίζουμε, ο κατασυκοφαντημένος «Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου» καθιέρωσε ως κύρια πρακτική ανάπτυξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τις ομόφωνες και συναινετικές αποφάσεις. Μια εμπράγματη θα έλεγα αντί-ηγεμονική κατάκτηση των Ευρωπαίων που αποτελεί και το κύριο αν όχι μόνο κοσμοθεωρητικό έρεισμά της. Ομόφωνες αποφάσεις μεταξύ κρατών σημαίνει ότι η ισοτιμία ορίζεται και ως ισότητα και ότι τα βήματα της ολοκλήρωσης απαιτείται να είναι μικρά και βασανιστικά αποφασισμένα. Σε αντίθετη περίπτωση, πολλοί προειδοποιούσαν τότε όπως και τώρα, προβλήματα στο πεδίο της Υψηλής Πολιτικής, επί του προκειμένου των μακροοικονομικών αποφάσεων και των συναρτημένων με αυτές κοινωνικών ισορροπιών, δυνατό να κάνουν θρύψαλα την ενοποίηση των καταναλωτικών πεδίων.
4ον. Το άλμα στο κενό του 1992 έχει ως αίτια τόσο την ουτοπική σκέψη όσο και σπασμωδικές στρατηγικές αποφάσεις που αναλύσαμε σε άλλες περιπτώσεις. Εδώ τονίζουμε μόνο ότι αρχές της δεκαετίας του 1990 όπως και αυτή την στιγμή, λογικό ήταν να εξορθολογιστεί η ΕΕ σύμφωνα με την εθνοκρατοκεντρική της φύση. Κυρίως, ενίσχυση των αντί-ηγεμονικών κατακτήσεων καθότι αποτελούσαν και αποτελούν το κύριο άξονα του εγχειρήματος. Τελικά αποφασίστηκε να τρέξουμε πριν μπορούμε να περπατήσουμε, να βάλουμε το άλογο πίσω από την άμαξα και να ροκανίσουμε την δημοκρατία καθιστώντας τους κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους όχι μια και δύο φορές έμμεσους, αλλά εκατό φορές έμμεσους. Ουσιαστικά, μια ανεξέλεγκτη τεχνόσφαιρα κάθισε πάνω στην Ευρώπη. Τις συνέπειες τις βλέπουμε σήμερα.
Αφήνουμε κατά μέρος την παρωχημένη και απαρχαιωμένη παραφιλολογία των ιδεολογικών δογμάτων για το τι είναι δημοκρατία και την ορίζουμε στην βάση κλασικών προδιαγραφών ως εξής: «Όσο περισσότερο οι εντολείς πολίτες ελέγχουν την εντολοδόχο εξουσία τόσο περισσότερο δημοκρατία έχουμε και το αντίστροφο». Μεγάλη σημασία έχει η φορά κίνησης προς ολοένα μεγαλύτερο κοινωνικοπολιτικό έλεγχο με φάρο την έσχατη δημοκρατική λογική της πολιτικής ελευθερίας.
Καταλήγουμε λοιπόν υποστηρίζοντας ότι τα μέλη της ΕΕ όντως βρίσκονται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Είτε θα αφήσουν ανορθολογικές και αποδεδειγμένα αποτυχημένες πρακτικές να ροκανίζουν τα κεκτημένα της ολοκλήρωσης προκαλώντας την πτώση είτε θα ενισχύσουν τους διακυβερνητικούς θεσμούς καθιστώντας τους εντολείς του κοινοτικού εγχειρήματος. Ασφαλώς, όριο είναι ο ουρανός για αρμοδιότητες των υπερεθνικών θεσμών εάν διασφαλίζεται ότι απαράβατα λειτουργούν αυστηρά ως εντολοδόχοι των διακυβερνητικών θεσμών. Με άλλα λόγια, όριο είναι ο ουρανός αλλά αυτός ο ουρανός έχει οροφή που ορίζεται και ελέγχεται από τα διακυβερνητικά όργανα.
Η ανεξέλεγκτη υπερίσχυση της τεχνόσφαιρας εις βάρος της δημοκρατίας, κατιτί που άκριτα πολλοί υποστηρίζουν και τώρα, ίσως θα είναι και το τέλος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επιπλέον, η συντριβή των λιγότερο ισχυρών οικονομιών εντός των άκριτα δομημένων νομισματικών ρυθμίσεων προκάλεσε ήδη ανεξέλεγκτη άνιση ανάπτυξη και θανατηφόρες ηγεμονικές στάσεις και συμπεριφορές. Τα διλήμματα ασφαλείας έπονται και δεν θα έχουν μεγάλη σημασία ενόσω πλήττεται μόνο η Ελλάδα ή η Πορτογαλία. Μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, όμως, τα διλήμματα ασφαλείας σημαίνουν κάτι άλλο πολύ χειρότερο.
Σε γενικές γραμμές επάνοδος στον ανελέητο ορθολογισμό του Προέδρου Ντε Γκόλ είναι πλέον ζήτημα αυτοσυντήρησης.
Πρώτον, αυστηρή διακυβερνητική δόμηση με τρόπο που τα κράτη θα αποφασίζουν ομόφωνα ή συναινετικά και θα είναι απόλυτοι εντολείς των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών. Σε αναφορά με το ερώτημα της ημερίδας, ακριβώς, ριζοσπαστικά βήματα που ενισχύουν τους διακυβερνητικούς θεσμούς είναι βήματα που οδηγούν σε περισσότερη Ευρώπη. Είναι ο μόνος προσφερόμενος τρόπος.
Δεύτερον, το ερώτημα δεν είναι πολλή ή λίγη Ευρώπη αλλά μια πάλη για ένα εθνοκρατοκεντρικό ορθολογισμό ώριμων κρατών που σωστά αποφάσισαν πως δεν πρέπει να προκληθεί ξανά πόλεμος στην Ευρώπη. Η αντί-ηγεμονική λογική και η εξάλειψη της άνισης ανάπτυξης μιας τέτοιας δομής είναι η κοσμοθεωρία της και τα μόνα αντίδοτα στον πόλεμο.
Τρίτον, πολιτικός ορθολογισμός στην ΕΕ σημαίνει όχι μόνο διακρατική δημοκρατία όπως την ορίσαμε πιο πάνω αλλά και βαθύτερη δημοκρατία στο επίπεδο των εθνοκρατών μελών. Αν βλέπετε κάτι τέτοιο εδώ γύρω στην κοιτίδα της δημοκρατίας εγώ πάντως ως πολίτης της Ελλάδας δεν την βλέπω.
Τέλος, αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, μια πολιτικά υπεύθυνη και ελεγχόμενη αποσυναρμολόγηση των θεσμικών και χρηματοοικονομικών φούσκων είναι κάτι περισσότερο από επείγουσα και αναγκαία.
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.