Select Menu

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Οι φετινοί εορτασμοί για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του σημαντικού ποιητού μας Νικηφόρου Βρεττάκου είναι μια ευκαιρία να φέρουμε στη μνήμη μας το έργο του και να τιμήσουμε το ήθος και την πνευματικότητα της προσωπικότητας του, την ελευθερία της σκέψης του, την απλότητα της ζωής του  και τη γενναιότητα της ψυχής του. Από εκείνους που από πολύ νωρίς εκτίμησαν το ποιητικό τάλαντο και το ήθος του Νικηφόρου Βρεττάκου ήταν ο ποιητής και διανοούμενος  Γιώργος Σαραντάρης. Μεγαλύτερος του κατά τέσσερα έτη ( αυτός γεννημένος το 1908 και ο Βρεττάκος  το 1912) και περισσότερο γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της δεκαετίας του 1930 έκανε παρέα μαζί του, ο Νικηφόρος τον ενημέρωνε για τα ποιήματα του και ο Σαραντάρης τον ενθάρρυνε να ακολουθήσει το λογοτεχνικό του ένστικτο και να αφιερωθεί στην ποίηση.

Ο ελληνο- ιταλικός πόλεμος  χώρισε για πάντα τους δύο ποιητές. Ο Σαραντάρης, ο ισχνός και φιλάσθενος αυτός ποιητής με τους 15  βαθμούς μυωπίας, εστάλη στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου, από τις κακουχίες,  αρρώστησε και πέθανε το 1941, πριν οι Γερμανοί μπουν στην Αθήνα, σε ηλικία 33 ετών. Ο Βρεττάκος πήγε στον πόλεμο, επέζησε,  μπήκε στην Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ και στη διάρκεια της Κατοχής έχασε όλο του το Αρχείο, με όλο το υλικό που είχε έως τότε. Στοιχεία για την πνευματική συνάντηση  του Σαραντάρη με τον Βρεττάκο μας έδωσε ο πρώτος εξάδελφος  του Παναγιώτης Σαραντάρης, αρχιτέκτων, 80 ετών σήμερα, που ζει στο Λεωνίδιο, ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειας. Η επικοινωνία των δύο ποιητών συνεχίζεται αφού ο υιός του Νικηφόρου, Κωνσταντίνος Βρεττάκος, είναι τακτικό μέλος του Πολιτιστικού Σωματείου «Γιώργος Σαραντάρης». 

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είχε μιλήσει στην Ολυμπία Καράγιωργα και της είχε πει πως το 1939 ο Σαραντάρης συμμετείχε στις συναντήσεις  της λογοτεχνικής παρέας που συναντιόταν σε ταβερνάκια της Πλάκας, ή στο σπίτι του ( Βλ. Ολ. Καράγιωργα « Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος», Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 1995, σελ. 328). Στην παρέα συμμετείχαν, εκτός από τους Βρεττάκο και Σαραντάρη, η Μελισσάνθη, ο Γιάννης Σφακιανάκης, ο Ζήσης Οικονόμου, ο Αναστάσιος Δρίβας και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, όταν βρισκόταν στην Αθήνα. Ο Παναγιώτης Σαραντάρης διέσωσε ενυπόγραφο ποίημα που είχε αποστείλει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στον Γιώργο Σαραντάρη, πιθανότατα το 1939*. Είναι γραμμένο στη γραφομηχανή και στην πρώτη σελίδα έχει διορθώσεις με μελάνι, μια και τότε αν δεν γίνονταν έτσι οι διορθώσεις, θάπρεπε να ξαναγραφεί το ποίημα από την αρχή... Το ποίημα επιγράφεται «Αποχαιρετισμός» και πέρα από την υψηλή αισθητική του, διακρίνεται για το βαθύ πνευματικό του περιεχόμενο. Για την ιστορία το αντιγράφουμε στο μονοτονικό:

Αποχαιρετισμός
Βραδυάζει στ’ ουρανού τα σύνορα.
Σε λίγο η θάλασσα θα χαθή
Και γω θα μείνω κρεμασμένος στα βουνά που αρχίσαν
Να πέφτουν σκοτεινά και απότομα
Στο γκρίζο φόβο του κενού.

Λίγο πιο πριν μια δέσμη απ’ άγρια λάμψη
Ψήλωσε στον ορίζοντα. Λίγο πιο πριν,
Γύρω μου οι βράχοι ξαφνιστήκαν κι αντιφεγγίσαν.
Πού πας, καράβι, με τη Μαργαρίτα;

Ωραίο και παραστατικό διακρίνεται το βάθος΄
Παιδιά χορεύουν γύρω από μια στέρνα
Κι αυτό μου φαίνεται πως είναι όλος ο κόσμος.

Κάτω από τ’ ανθισμένα σύννεφα
Κάθομαι στην προβλήτα αυτού του λιμανιού,
Εδώ που μόνο οι πιο βαθειά δυστυχισμένοι
Μπορούν ναρθούν απ’ της νυχτιάς τα τέσσερα σημεία
Και ν’ αφεθούνε μες τη ρέμβη του Θεού!
Μακρυά μια λάμψη σπαθωτή τρέμει να σβύσει
Μέσα στα σπλάχνα του γαλάζιου πεπρωμένου.
Ελπίδα τελευταία του κόσμου τούτου
Βρίσκω πιο ωραίο να σ’ αποχαιρετώ.

Ίσως ο πόνος νάναι η γκρεμισμένη μορφή της αιωνιότητος.
Ακού, κιόλας, μέσα μου φλάουτα μακρυνά και ουράνια
Θείες καμπάνες που καλούν το βήμα μου
Να περπατήση δίχως έδαφος
Ή κρεμασμένες σκάλες στον αγέρα.
Ο πόνος είναι αυτή η γαλάζια ανησυχία
Που κάνει τα φτερά να τρέμουνε στον ύπνο,
Να λάμπουν, να μεταπηδούν και να ζυγίζωνται
Το βράδυ στην κορφή μιας ξερής πέτρας.

Φωτεινό χαμόγελο της ειμαρμένης,
Που λάμπεις γύρω μου στις σκληρές πέτρες,
Αποθεώνεις το τίποτε
Τη γύμνια και τον άνεμο που με νανουρίζει.
Μου μένει ακόμη αυτό το πρόβλημα
Του ήλιου που γυρίζει πάνω μου
Και δεν μ’ αφίνει να πεθάνω.
Αν μ’ ερωτούσαν θάλεγα: Δεν θέλω.
Αν με ξαναρωτούσαν θάλεγα πως δεν μπορώ.
Κι αν με ρωτούσαν πάλι, θάσκυβα το πρόσωπο
Και θάγραφα στην άμμο με το δάχτυλο.

Όταν πια το καράβι θάχη αράξει
Σεις, πουλιά, να γυρίσετε!
Πάντα κάποιος θα βρίσκεται να σας υποδεχτή.
Σας γνωρίζουμε μας γνωρίζετε. Είμαστε μεις και σεις.
Σκεφθήτε λίγο τούτο το μυστήριο
Της αναχώρησης και της επιστροφής!
Γλυκειά ταραχή μετά το σαλπάρισμα!
Γυρεύω ν’ αναπνεύσω τον καπνό
Δείχνοντας τ’ ανοιγμένα δάχτυλα
Που λάμπουν κι εξομολογιούνται.
Τί κράτησα απ’ τον ήλιο που σκορπίστηκε
Τόσες χιλιάδες μέρες στις πλαγιές,
Στις όμορφες κοιλάδες και στη στέγη μου;

Α, εαυτέ μου! Όλα προπορεύονται.
Ουσία μου, αναπλήρωσε τη φύση
Που έκαμε κύκλο γύρω μου κι αρχίζει
Με δέος απ’ όλα τα σημεία μου ν’ αποσύρεται.
Σε λίγο, πια, δεν θάναι τίποτε,
Δίχως έν’ άστρο απ’ τις μυριάδες τ’ άστρα,
Που κρέμουνται ψηλά, να λάμπει πάνω μου.
Στο νυσταγμένο πεζοπόρο, στο καλύβι
Του κάμπου με την ανοιγμένη πόρτα,
Που μια μητέρα θα χαϊδεύει το παιδί της.
Έν’ άστρο υπάρχει εκεί ψηλά για κάθε πέτρα.

Θέλω να ονειρευτώ τον εαυτό μου υπέροχο
Κατάστερο κι ευτυχισμένο!
Να σηκωθώ απ’ το Βράχο και να λάμψει η παρουσία μου
Χιλιάδες λεύγες μες στον ουρανό.
Τίποτε δεν μ’ αγάπησε! Τα χέρια μου
Γιομάτα από σοφία και πραότητα
Έμειναν ανοιχτά σε όλο τον κόσμο.

Ένα άσπρο φως χαϊδεύει τον ορίζοντα.
Τ’ άσπρο καράβι θάχει προσεγγίσει.
Η μέρα ξαναπλώνεται. Είναι ώρα
Να ξαναβγώ περίπατο στον ουρανό.
Πούναι η χαρά σου; Κρώζουν τα κοράκια.

Είναι παράξενο πολύ που με τα δέντρα έχω την ίδια στέγη.
Ξαναπαίρνω το δρόμο μου, ενώ ο ήλιος,
Γέρνοντας λίγο, ίδιος πάνω απ’ όλα,
Κοντοστέκει ευγενικός με το ραβδί μου
Και συμβαδίζει πλαϊ μου.

                                                            ΝΙΚΗΦ. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Ο Σαραντάρης δεν ήταν μόνο ταλαντούχος ποιητής, ήταν και κριτικός της ποίησης και γενικά της λογοτεχνίας.  Το γραπτό του ήταν άμεσο, ανιδιοτελές και δεν περιείχε ευγένειες, κοινωνικές συμβατικότητες και κολακείες. Γι’ αυτό κι έχει αξία η κριτική του. Για την ποίηση του Βρεττάκου, σε σχέση με αυτήν άλλων ποιητών ο Σαραντάρης γράφει:

« Μια τριβή με την τέχνη της ρητορικής μαρτυρεί η ποίηση ορισμένων ποιητών μας, του Σεφέρη λ.χ. ή του Παυλίδη, μια τριβή που άλλοι ποιητές, πιο νέοι, αγνοούν, λ.χ. ο Βρεττάκος, ή ο Ελύτης. Επίσης οι δύο πρώτοι δηλώνουν στους στίχους τους το πέρασμα από την κλασσική, την ελληνολατινική παιδεία, πράμα που δεν δείχνουν οι δύο νεότεροι. Όμως περισσότερες χορδές στη λύρα του έχει ο Ελύτης και ο Βρεττάκος, που με κύρος λυρικά ανυψώνει τον πόνο του φτωχού που διψά τον ήλιο και τον ήλιο ονειρεύεται. Δεν κρίνω,αφήνομαι στους στοχασμούς μου και στην ανάμνηση ποιητών, που κάπως πρόσεξα τους στίχους τους. Η νέα μας ποίηση δεν έχει συνοχή από αίσθημα σε αίσθημα, παρεκτός ίσως στους στίχους της Καρέλλη, δεν έχει κυμάτισμα φαντασίας από τη γη στη θάλασσα και στον ουρανό, παρεκτός ίσως στον Ελύτη. Δεν ατενίζει τους ανθρώπους που όλοι μαζί ανεβαίνουν το βουνό της χαράς, παρεκτός ίσως στη Μελισσάνθη και στον Βρεττάκο...»**.

Του Νικηφόρου Βρεττάκου αγαπώ το ποιητικό έργο κι εκτιμώ την ελεύθερη σκέψη του. Ήταν από τους λίγους λογοτέχνες που δεν υπέκυψε στην ιδεολογική καταπίεση του ολοκληρωτισμού, ούτε κολάκεψε το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής του.  Συνέπεια της γενναίας του ελεύθερης και αξιοπρεπούς στάσης ήταν το μεν ΚΚΕ να του επιβάλει την εσχάτη για ένα λογοτέχνη ποινή, του πνευματικού θανάτου και της κοινής και ισόβιας περιφρόνησης των συντρόφων της αριστερής ιντελιγκέντσιας, και, από την άλλη πλευρά, για τις ιδέες του και μόνο, υπέστη την καχυποψία και το διωγμό από την πολιτική εξουσία και παραεξουσία της κυβερνητικής συντηρητικής παράταξης. Η αναγνώριση του ήρθε αργά, κάτι πολύ πικρό, έστω κι αν, ως Έλληνες, αποδεχόμαστε  το «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Ο ίδιος ο Νικηφόρος Βρεττάκος παρέμεινε δια βίου αξιοπρεπής και αμνησίκακος και στα βάσανα του δέθηκε περισσότερο με τους τόπους, που γεννήθηκε   και μεγάλωσε, την Πλούμιτσα και τις Κροκεές Λακωνίας. Είναι προς τιμήν των φορέων της Πελοποννήσου και της Λακωνίας, που το προσεχές Σαββατοκύριακο, 1 και 2 Σεπτεμβρίου, τιμούν το άξιο τέκνο της περιοχής τους και όλης της Ελλάδας. Αν ήταν και οι δυο στη ζωή ο Τσάκωνας Σαραντάρης ασφαλώς θα ήταν δίπλα στον Λάκωνα Βρεττάκο.-


*  Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου « Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής  ο διανοούμενος», Εκδ. «Έκπληξη», Αθήνα, 2011, σελ. 207.

** Γ. Σαραντάρη «’Εργα», Τόμος 2, Εκδ. Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, 2006, σελ. 559-561


Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top