Select Menu

To δημοψήφισμα είναι μορφή άμεσης δημοκρατίας, στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Διενεργείται, κυρίως, με πρωτοβουλία των οργάνων της πολιτείας ή και ομάδας πολιτών υπό προϋποθέσεις, προκειμένου το εκλογικό σώμα με την ψήφο του να εγκρίνει ή να απορρίψει ένα ζήτημα μείζονος σημασίας.

Το πρώτο δημοψήφισμα έγινε στη Μασαχουσέτη το 1778 για την έγκριση από τους κατοίκους της πολιτείας αυτής του Αμερικανικού Συνάγματος. Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από τη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, και την Ελβετία, όπου οργανώθηκε συστηματικά η άσκησή του με το Σύνταγμα του 1848. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο θεσμός του δημοψηφίσματος καθιερώθηκε στα Συντάγματα πολλών χωρών του κόσμου.

Το δημοψήφισμα όπως θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά

Στην Ελλάδα το δημοψήφισμα θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 125 παρ. 2) και αφορά το συνταγματικό δημοψήφισμα. Στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 ρυθμίζεται στο άρθρο 44 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με την αναθεώρηση του 1986 τα είδη του δημοψηφίσματος διπλασιάστηκαν ώστε πέρα από το εθνικό δημοψήφισμα η πρόβλεψη αφορά πλέον και το κοινωνικό δημοψήφισμα.

Το εθνικό δημοψήφισμα αφορά δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα όπου αναμφίβολη είναι η ασάφεια της έννοιας του κρίσιμου εθνικού θέματος με αποτέλεσμα αυτό να εμπίπτει στην κρίση της βουλής. Επιπρόσθετα διαδικαστικό νομικό γνώρισμα του εθνικού δημοψηφίσματος είναι ο αυτόνομος χαρακτήρας του καθώς δεν έχει δεσμεύσεις όσον αφορά το χρόνο υποβολής των προτάσεων και το αντικείμενο. Η διαδικασία έχει τρία στάδια: ξεκινά με την πρόταση του υπουργικού συμβουλίου προς τη βουλή, συνεχίζει με απόφαση της βουλής με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και την εφαρμογή του δημοψηφίσματος που ξεκινά με την πράξη έκδοσης προεδρικού διατάγματος προσυπογεγραμμένου από τον αρμόδιο υπουργό.

Η διαδικασία διαφοροποιείται στο κοινωνικό δημοψήφισμα όπου η πρόταση απαιτείται να υπογραφεί τουλάχιστον από 120 βουλευτές,αριθμός που επιτρέπει και στην αντιπολίτευση την κατάθεση σχετικής πρότασης. Σύμφωνα με συνταγματική ρύθμιση, δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δημοψηφίσματος τα δημοσιονομικά νομοσχέδια.

Επίσης δεν επιτρέπεται να γίνουν πάνω από δύο κοινωνικά δημοψηφίσματα μέσα σε μία βουλευτική περίοδο. Σχετικά με την πρόταση παραπομπής σε δημοψήφισμα του ψηφισμένου νομοσχεδίου,μπορεί να υποβληθεί στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ψήφιση μέχρι την έκδοση και δημοσίευση.

Στη χώρα μας έχουν γίνει συνολικά επτά δημοψηφίσματα σ’ ένα διάστημα 54 ετών (1920-1974), όπου κυριαρχούσε το πολιτειακό ζήτημα (βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία). Τα έξι δημοψηφίσματα αφορούσαν το πολιτειακό και το ένα την έγκριση Συντάγματος. Μάλιστα, τα τρία από τα επτά δημοψηφίσματα διενεργήθηκαν από δικτατορικές κυβερνήσεις.


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου 1920

Μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη προκήρυξε δημοψήφισμα «περί επανόδου της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου εις την Πατρίδαν» (11 Νοεμβρίου 1920). Το δημοψήφισμα αυτό θεωρήθηκε πλεονασμός, καθότι στις προηγηθείσες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου είχε επικρατήσει το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο είχε ταχθεί υπέρ της επανόδου του βασιλιά Κωνσταντίνου (είχε παραιτηθεί υπέρ του γιου του Αλέξανδρου το 1917) και το αντιπολιτευόμενο Κόμμα των Φιλελευθέρων είχε παραδεχτεί ότι το δυναστικό είχε λυθεί. Στο δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου το ψηφοδέλτιο που ανέγραφε «Κωνσταντίνος» συγκέντρωσε το 98,97% των έγκυρων ψήφων και το «ΟΧΙ» το 1,03%. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα στις 19 Δεκεμβρίου.


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924

Στις 25 Μαρτίου του 1924 η Βουλή ενέκρινε ψήφισμα «περί εκπτώσεως της Δυναστείας και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας», το οποίο είχε υποβάλλει η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Υπέρ ψήφισαν οι 283 βουλευτές που ήταν παρόντες, ενώ απείχαν οι προοδευτικοί Φιλελεύθεροι του Γεωργίου Καφαντάρη. Οι αντιβενιζελικές δυνάμεις δεν εκπροσωπούνταν στη Βουλή, καθώς απείχαν από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου του 1923.

Το ψήφισμα της Βουλής τέθηκε σε δημοψήφισμα, το οποίο διενεργήθηκε στις 13 Απριλίου. Το «Ναι» συγκέντρωσε το 69,78% των εγκύρων ψήφων και το «Όχι» το 30,02%. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν έγινε δεκτό από το Λαϊκό Κόμμα, την κυριότερη αντιβενιζελική παράταξη. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β', που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Κωνσταντίνο Α' τον Σεπτέμβριο του 1922 αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, βρισκόταν στην εξορία από τις 19 Νοεμβρίου του 1923, ένα μήνα μετά το αποτυχημένο φιλοβασιλικό κίνημα των στρατηγών Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη.


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935

Μετά το στρατιωτικό κίνημα της 10ης Οκτωβρίου 1935 με επικεφαλής τους υποστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, υποναύαρχο Δημήτριο Οικονόμου και υποπτέραρχο Γεώργιο Ρέππα και την εκπαραθύρωση του νόμιμου πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, πρωθυπουργός ορκίζεται ο Γεώργιος Κονδύλης, που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης μόνο 82 μελών της Βουλής. Αμέσως εγκρίνεται ψήφισμα, με το οποίο καταργείται η Αβασίλευτη Δημοκρατία και ορίζεται η διενέργεια δημοψηφίσματος για την 3η Νοεμβρίου 1935 «περί εγκρίσεως της δια του από 10 Οκτωβρίου ε.ε. ψηφίσματος της Ε' Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων επελθούσης μεταβολής του Πολιτεύματος εις Βασιλευομένην Κοινοβουλευτικήν Δημοκρατίαν». Στη συνέχεια ο παλαιός βενιζελικός στρατηγός κυβερνά με δικτατορικό τρόπο. Στο δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου, που καταγγέλθηκε ως νόθο, το «Ναι» συγκέντρωσε το 97,87% των εγκύρων ψήφων και το «Όχι» το 2,13%. Στις 25 Νοεμβρίου ο Γεώργιος Β' επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τα καθήκοντά του.


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946

Μετά τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, η κυβέρνηση του Ντίνου Τσαλδάρη διενεργεί δημοψήφισμα την 1η Σεπτεμβρίου για την επάνοδο του Βασιλιά Γεωργίου Β' που βρισκόταν εκτός Ελλάδος από την Κατοχή. Σύμφωνα με ψήφισμα της Βουλής, στο δημοψήφισμα θα υπήρχαν δύο ψηφοδέλτια, το ένα θα ανέγραφε «Βασιλεύς Γεώργιος» και το άλλο θα ήταν «λευκό».

Το δημοψήφισμα έγινε την 1η Σεπτεμβρίου, σε μία εποχή που ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν στο αρχικό του στάδιο. Υπέρ της επανόδου του βασιλιά ψήφισε το 68,40%, ενώ το λευκό συγκέντρωσε το 31,60% των έγκυρων ψήφων. Το ΚΚΕ με άρθρο του «Ριζοσπάστη» κάλεσε τον ελληνικό λαό να ρίξει «λευκό» στις κάλπες. Οι πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου (Θεμιστοκλής Σοφούλης, Γεώργιος Παπανδρέου, Σοφοκλής Βενιζέλος κ.ά), που είχαν αντιταχθεί στην επάνοδο του βασιλιά, αποδέχθηκαν τη νέα κατάσταση, αν και όπως παραδέχτηκε ο Σοφούλης «το Δημοψήφισμα τούτο στερείται του ηθικού κύρους της αδαβλήτου γνησιότητος». Ο Γεώργιος Β' επέστρεψε στην Ελλάδα στις 28 Σεπτεμβρίου 1946.


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 29ης Σεπτεμβρίου 1968

Η στρατιωτική δικτατορία προκηρύσσει δημοψήφισμα για την επικύρωση του νέου Συντάγματος, που είχε συντάξει επιτροπή υπό τον τέως Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Χαρίλαο Μητρέλια και είχε εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο. Το «Ναι» συγκέντρωσε το 92,10% των έγκυρων ψηφοδελτίων και το «Όχι» 7,89%. Το δημοψήφισμα χαρακτηρίστηκε «νόθο».


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973

Μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος του Ναυτικού (Μάιος 1973), η στρατιωτική κυβέρνηση αποφασίζει την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Παράλληλα, προβαίνει και σε τροποποιήσεις του Συντάγματος του 1968. Το νέο τροποποιημένο Σύνταγμα αποφασίζεται να τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού δια δημοψηφίσματος. «ΝΑΙ» ψηφίζει το 78,4% του εκλογικού σώματος και «ΟΧΙ» το 21,6%. Πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος. Το δημοψήφισμα αυτό, όπως και το αντίστοιχο του 1968, χαρακτηρίστηκε ως «νόθο». Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β' βρισκόταν στην εξορία από τις 13 Δεκεμβρίου 1967, μετά την αποτυχία του κινήματος κατά της χούντας, που είχε οργανώσει ο ίδιος.


Σχετικά με το Δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974

Την 1η Ιουνίου 1973 η Χούντα των Συνταγματαρχών κατήργησε τη Βασιλεία στην Ελλάδα, μετά το Κίνημα του Ναυτικού εναντίον της, και εγκαθίδρυσε Προεδρική Δημοκρατία. Κανένα κόμμα δεν αναγνώρισε τοδημοψήφισμα που ακολούθησε τον Ιούλιο του 1973 και δεσμεύτηκαν, μαζί με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, στη διενέργεια άλλου, όταν αποκατασταθεί η Δημοκρατία.


Μετά την πτώση της Χούντας τον Ιούλιο του 1974 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή υιοθέτησε τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 και επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα της 1 Ιανουαρίου 1952, χωρίς τις θεμελιώδεις διατάξεις, δηλαδή αυτές που αφορούσαν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Η αναστολή των διατάξεων περί Αρχηγού Κράτους θα κρινόταν με δημοψήφισμα, που θα γινόταν εν καιρώ. Μέχρι το Δημοψήφισμα, Αρχηγός του Κράτους συνέχισε να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του στρατιωτικού καθεστώτος, Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Μετά την επάνοδο της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (23 Ιουλίου 1974) και τη σαρωτική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής προκηρύσσει δημοψήφισμα για την οριστική λύση του Πολιτειακού Ζητήματος. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου, υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας καταμετρήθηκε το 69,2% των έγκυρων ψήφων και υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας το 30,8%. Υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας είχαν ταχθεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΕΚΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ενωμένη Αριστερά), ενώ η Νέα Δημοκρατία τήρησε ουδέτερη στάση.


Ποιο ήταν το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο οι Έλληνες καλούνταν να απαντήσουν;

Κατά την ημέρα του δημοψηφίσματος, οι Έλληνες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ψηφοδέλτια: το ένα χρώματος καφέ, το οποίο ανέγραφε «ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και το άλλο πράσινης απόχρωσης, με την ένδειξη «ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».

Οι συγκεκριμένες επιλογές είχαν προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από αμφότερες τις πλευρές. Οι μεν βασιλόφρονες διαμαρτυρήθηκαν για το χρώμα των ψηφοδελτίων θεωρώντας δυσμενέστερη την επιλογή του καφέ έναντι του πράσινου, που λογίζεται ως «χρώμα της ελπίδας». Οι δε αντιμοναρχικοί εξέφρασαν αντιρρήσεις ως προς τους αναγραφόμενους όρους στα ψηφοδέλτια, διότι και τα δύο περιείχαν τη λέξη «δημοκρατία». Με τον τρόπο αυτό, πίστευαν ότι διοχετευόταν το λανθασμένο μήνυμα στους ψηφοφόρους ότι το πολίτευμα θα ήταν δημοκρατικό, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Συνεπώς, πολλοί δημοκρατικοί πολίτες εξέφρασαν τη δυσφορία τους, καθώς έκριναν ότι διακύβευμα του δημοψηφίσματος δεν ήταν μόνο η μορφή αλλά η ίδια η ουσία του πολιτεύματος – ο κοινοβουλευτικός ή μη χαρακτήρας του.

Εντονότερη στο συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξε η αντίδραση του Κ.Κ.Ε., το οποίο λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος υπογράμμιζε: «Καλούμε το λαό να μην κάνει σύγχυση ανάμεσα στις όχι σαφείς διατυπώσεις των ψηφοδελτίων για Βασιλευομένη και Αβασίλευτη Δημοκρατία. Να προσέξει. Και να ρίξει στις κάλπες μόνο το ΠΡΑΣΙΝΟ ψηφοδέλτιο».

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η χρησιμοποίηση των έγχρωμων ψηφοδελτίων δημιούργησε προηγούμενο και αποτέλεσε επιχείρημα στη φαρέτρα όσων υποστήριζαν τη νομιμότητα της διαδικασίας στην εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη ως ΠτΔ, το 1985.


Η απόφαση αυτή έκρινε δύο ζητήματα:
  • Σε θεσμικό επίπεδο τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους (αιρετός και όχι κληρονομικός) και σε πολιτικό επίπεδο τη μη επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος βρισκόταν εκτός Ελλάδος από τις 13 Δεκεμβρίου 1967, μετά από το αποτυχημένο εγχείρημά του εναντίον των απριλιανών σφετεριστών της εξουσίας.
  • Ο προεκλογικός αγώνας περιλάμβανε και ομιλίες στην τηλεόραση, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του Κωνσταντίνου, ενώ από την πλευρά των οπαδών της Αβασίλευτης τοποθετήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Μάριος Πλωρίτης,Λεωνίδας Κύρκος, Φαίδων Βεγλερής, Γεώργιος Κουμάντος, Αλέκος Παναγούλης και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.

Τα κόμματα απείχαν από την εκστρατεία του δημοψηφίσματος και έτσι οι τηλεοπτικές ομιλίες περιορίσθηκαν μεταξύ ιδιωτών που εκπροσωπούσαν τη μία ή την άλλη αντίληψη και όχι μεταξύ εκπροσώπων των κομμάτων. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, στις 23 Νοεμβρίου 1974, ζήτησε από τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματός του να κρατήσουν ουδέτερη στάση στο πολιτειακό ζήτημα. Καθορίσθηκαν οι τηλεοπτικές ομιλίες δύο φορές την εβδομάδα για την κάθε πλευρά και επί πλέον μαγνητοφωνημένο μήνυμα του Βασιλιά στις 26 Νοεμβρίου και ομιλία του από την τηλεόραση στις 6 Δεκεμβρίου.

Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου, το εκλογικό σώμα ψήφισε υπέρ του αβασιλεύτου (3.245.111 ψήφοι υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ποσοστό 69,18% και 1.445.875 ψήφοι υπέρ της βασιλευομένης, ποσοστό 30,82%). Η Κρήτη έδωσε στην Αβασίλευτη το 90% των ψήφων της, ενώ σε τριάντα εκλογικές περιφέρειες το αντίστοιχο ήταν της τάξεως του 60-70%. Από την άλλη πλευρά, η βασιλευομένη έφτασε στην Πελοπόννησο και τη Θράκη το 45%. Οι εκλογικές περιφέρειες όπου η βασιλευομένη έλαβε τα ανώτατα ποσοστά είναι οι ακόλουθες: Λακωνία το 59,52%, Ροδόπη το 50,54%, Μεσσηνία το 49,24, Ηλεία το 46,88 και η Αργολίδα το 46,67%. Τέλος, η αποχή άγγιξε το 25,5%.

Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής δήλωσε ότι «ένα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους».


Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε την επομένη της ψηφοφορίας το ακόλουθο μήνυμα:

"Έλληνες και Ελληνίδες. Πιστός στη διακήρυξή μου, επαναλαμβάνω ότι προέχει η εθνική ενότητα χάριν της ομαλότητας, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας και εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία"

Στις 15 Δεκεμβρίου υπέβαλε την παραίτησή του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης και ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής τον ευχαρίστησε με προσωπική του επίσκεψη και εγγράφως για τις όσες υπηρεσίες προσέφερε στο έθνος. Στις 18 Δεκεμβρίου εξελέγη από τη Βουλή και ορκίστηκε ως προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας.


Η πτώση της χούντας σήμανε την αναγέννηση του ελληνικού Τύπου

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας επανεκδόθηκαν εφημερίδες, οι οποίες είτε είχαν απαγορευθεί, όπως η Αυγή και ο Ριζοσπάστης, είτε είχαν αναστείλει την κυκλοφορία τους κατά την επταετή δικτατορία, όπως η Καθημερινή. Μαζί με τις υπόλοιπες αθηναϊκές εφημερίδες (Αθηναϊκή, Ακρόπολις, Απογευματινή, Βήμα, Βραδυνή, Ελεύθερος Κόσμος, Εστία και Νέα) και τις τρεις εφημερίδες που εκδίδονταν στη Θεσσαλονίκη (Ελληνικός Βορράς, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία) ανέλαβαν την πληροφόρηση του κόσμου «ιδίως στα αστικά κέντρα».

Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου, όμως, αποτέλεσε την αφορμή για να δημιουργηθεί ένας έτερος πόλος ενημέρωσης των πολιτών: η τηλεόραση. Πράγματι, η τηλεοπτική εικόνα εισέβαλε δυναμικά και επηρέασε αναμφισβήτητα τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Χάρη στην εφαρμογή ενός πρωτότυπου debate, δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες να κρίνουν ιδίοις όμμασι τους εκπροσώπους των αντιμοναρχικών και των βασιλοφρόνων, καθώς και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο.

Κάπως έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση «άνοιξε» και απευθύνθηκε σε ένα ευρύτατο κοινό, το οποίο μέχρι τότε δεν ενημερωνόταν για τα πολιτικά πράγματα παρά μόνο μέσω των περιορισμένων ραδιοφωνικών εκπομπών ή των καφενειακού επιπέδου συζητήσεων. Άλλωστε, οι στήλες των εφημερίδων και τα κινηματογραφικά Επίκαιρα αποτελούσαν προνομιακό πεδίο ενημέρωσης της ισχνής μειοψηφίας των μορφωμένων και οικονομικά εύρωστων.

Από αυτή την εποχή και λόγω της σταδιακής γιγάντωσης του τηλεοπτικού θεάματος, ο ελληνικός λαός άρχισε να διαμορφώνει γνώμη κυρίως μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες για τους πολιτικούς πρωταγωνιστές, αλλά και οι τελευταίοι ξεκίνησαν πλέον να δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο φαίνεσθαι ασχολούμενοι ιδιαίτερα με το ευπαρουσίαστο της εικόνας τους.
Αναδημοσίευση από oantikrisths.blogspot.gr

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top