Select Menu

Ο επικεφαλής ανάλυσης της Unicredit εξηγεί ότι οι ελπίδες για αύξηση του δανεισμού στην ευρωζώνη είναι φρούδες. Το εποπτικό περιβάλλον, η οικονομική στασιμότητα και η πολιτική λιτότητας κρατούν κλειστή τη στρόφιγγα του δανεισμού.

Ενώ η οικονομία της Ευρώπης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα, ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός αξιωματούχων και αναλυτών εκφράζει την ελπίδα – ή ακόμη και την προσδοκία – να αυξηθεί σύντομα ο δανεισμός από τις τράπεζες ώστε να τροφοδοτηθεί ανάπτυξη στην ευρωζώνη που να βασίζεται στις επενδύσεις. Αυτές οι ελπίδες όμως είναι άστοχες.

Κατ' αρχάς, η πενιχρή ανάκαμψη της περιοχής αποδίδεται κυρίως σε πολιτική επιλογή που δίνει προτεραιότητα στην επείγουσα αποκατάσταση των κρατικών προϋπολογισμών και των τραπεζικών ισολογισμών σε σύγκριση με την ανάπτυξη.

Εφαρμόστηκαν πολιτικές λιτότητας σε πρωτοφανείς δόσεις. Με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπήρξε σύσφιγξη στον κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενή προϋπολογισμό της ευρωζώνης κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ από το 2011. Το αντίστοιχο μέγεθος για τη Βρετανία επί παραδείγματι, ανέρχεται στο 0,9 και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ισχυρότερη ανάπτυξη που καταγράφει τώρα η χώρα.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – κυρίως στην αγορά εργασίας και στον χρηματοοικονομικό κλάδο – έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα της ευρωζώνης. Μόνο τώρα, σχεδόν τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας στην Ισπανία, η δημιουργία θέσεων εργασίας στη χώρα θα ξεπεράσει την απώλειά τους.

Και ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν τον φυσιολογικό αντίκτυπο της ύφεσης στο δανειακό τους χαρτοφυλάκιο, προκύπτουν οι νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις και η εφόρμηση των εποπτικών αρχών – την ώρα που οι τράπεζες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ανταγωνιστική απόδοση κεφαλαίου, έτσι ώστε να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια.

Κανονικά, οι αλλαγές στο χρηματοοικονομικό σύστημα που προσθέτουν κόστος στη νομισματική μετάδοση, θα πρέπει να συντονίζονται με χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ώστε να αντισταθμιστεί το πλήγμα για τον κλάδο του real estate. Δεν έγινε έτσι όμως, αυτήν τη φορά. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παλεύει με μηδενικά επιτόκια και ένα χρηματοοικονομικό σύστημα όπου το 85% της πίστωσης προκύπτει μέσω του τραπεζικού συστήματος, περιορίζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της επέκτασης του ισολογισμού.

Σε μία στάσιμη οικονομία, με ελάχιστες προοπτικές αποτελεσματικών αναπτυξιακών κινήτρων και τη διεθνή οικονομία σε αμφισβητήσιμη κατάσταση, οι επιχειρήσεις διστάζουν να επενδύσουν. Χωρίς επενδυτικά σχέδια όμως, δεν υπάρχει ουσιαστική ζήτηση για επιπλέον πίστωση.

Στην Ευρώπη, ο δανεισμός του εταιρικού κλάδου ποτέ δεν προηγήθηκε του ΑΕΠ. Αντιθέτως, με πολύ μικρές διακυμάνσεις, αυτός ο δανεισμός βρίσκεται πίσω από το ΑΕΠ συνήθως κατά 6 με 9 μήνες. Όσο περισσότερο πιέζουν οι αξιωματούχοι τις τράπεζες να δανείσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος να δημιουργηθούν περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μετά.

Κοιτώντας στο μέλλον, το βασικό ερώτημα είναι εάν το τραπεζικό σύστημα είναι έτοιμο να χειριστεί τη ζήτηση για πίστωση με λογικά επιτόκια, όταν κάποια στιγμή ανακάμψει η ζήτηση. Η απάντηση εξαρτάται από δύο θέματα.

Πρώτον, από το πώς θα λειτουργήσει ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός στην πράξη και ειδικότερα από το πώς θα προχωρήσει η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών. Ο μηχανισμός δημιουργήθηκε για να βελτιωθεί η εθνική εποπτεία και – στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης – να τερματίσει την εθνική προάσπιση της ρευστότητας, η οποία προκάλεσε τόσα προβλήματα αποτελεσματικότητας στη νομισματική πολιτική. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι και τόσο σαφή.

Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι το ιστορικό των εθνικών εποπτικών αρχών είναι άνισο. Η καλή εποπτεία του χρηματοπιστωτικού κλάδου αποτρέπει τις τράπεζες από το να γίνουν βάρος για τους φορολογούμενους πολίτες. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η στήριξη του χρηματοοικονομικού κλάδου από τους φορολογούμενους πολίτες άγγιξε το 21% - 33% του ΑΕΠ στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Κύπρο και το 8%-12% του ΑΕΠ στη Γερμανία και τη Σλοβενία. Στην υπόλοιπη ευρωζώνη, το ποσοστό είναι μικρότερο του 5% του ΑΕΠ. Στη Γαλλία και την Ιταλία είναι σχεδόν μηδέν.

Καθώς οδεύουμε στο νέο μηχανισμό εποπτείας, εύκολα μπορεί να παρασυρθεί κανείς από την εκκωφαντική σιωπή της εποπτικής κοινότητας ως προς το τι πήγε σωστά και τι λάθος σε αυτές τις χώρες. Εάν δεν γίνει αυτή η συζήτηση, μπορεί να δημιουργηθούν φόβοι ότι η αντίδραση της νέας εποπτικής κοινότητας θα είναι στη μορφή της ποσοτικής αύξησης της εποπτείας και όχι της ποιοτικής βελτίωσης της εποπτείας.

Δεύτερον, εν όψει της συνόδου του G20 στην Αυστραλία, ανακύπτει η προοπτική ακόμη υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Φαίνεται πως υπάρχουν σχέδια να απαιτηθεί ικανότητα απορρόφησης ζημιών τουλάχιστον 16%. Αυτό θα δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες λόγω της κεφαλαιακής τους δομής – σε σύγκριση με τις αγγλοσαξονικές, πόσο μάλλον τις κινέζικές, οι οποίες θα εξαιρεθούν.

Εάν αυτό προχωρήσει, όπως φαίνεται, οι τράπεζες της ευρωζώνης μπορεί να καταλήξουν να κουτσουρεύουν λίγο-λίγο τον ισολογισμό τους για μερικά χρόνια ακόμη καθώς προσπαθούν να αντλήσουν κεφάλαια και δεν θα επιστρέψουν στη βασική τους δραστηριότητα που είναι ο δανεισμός των πελατών τους για επενδύσεις και μελλοντική ανάπτυξη.

Erik Nielsen, επικεφαλής ανάλυσης της UniCredit.

FT.comeuro2day.gr

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top