Select Menu


«Οι πεποιθήσεις είναι μεγαλύτεροι αντίπαλοι της αλήθειας από τα ψέματα», έγραφε ο Φρίντριχ Νίτσε.

Τι έγκειται στον όρο πεποίθηση, ως πού μας πάει, ως πού μας οδηγεί και εν τέλει οι πεποιθήσεις πλάθονται και πράττονται ως βοήθεια ή ως τιμωρία?

Δημιουργούμε συχνά ως υποχρέωσή μας αδιαμφισβήτητη την πεποίθηση της τέλειας εικόνας γύρω από εμάς, γύρω από τους άλλους, μίας εικόνας που με πόνο και προσπάθεια παλεύουμε να διατηρήσουμε και να προβάλλουμε. Μίας εικόνας όμως που παράλληλα δεν προσφέρει και τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από μία διατήρηση της ψευδαίσθησης του εγώ, της κατάστασης που αυτό βιώνει και των ανθρώπων που μας περικυκλώνουν.

Πιο συγκεκριμένα θα δούμε πολλάκις την πάλη μας αυτή την ατέλειωτη να δώσουμε στον εαυτό μας την έννοια του άτρωτου, την αίσθηση εκείνη της παντοδυναμίας. Όλα τα αντέχουμε. Όλα τα μπορούμε. Όλα στον έλεγχό μας. Ακόμη κι η ενδεχόμενη θυματοποίησή μας απορρέει από τούτη την ανάγκη να χτίσουμε την τελειότητα.

Είναι όμως πάντοτε έτσι? Βιώνουμε έντονα την προσπάθεια να παρουσιάσουμε μία εικόνα αψεγάδιαστη στις σχέσεις μας τις φιλικές, τις ερωτικές, τις επαγγελματικές, κάτι το οποίο προκύπτει έντονα από το φόβο εκείνο του ότι η έλλειψη τελειότητας και η παραδοχή της, θα μας οδηγήσει ενδεχομένως σε μία απόρριψη από το γύρω περιβάλλον και έτσι αυτόματα σε ένα είδος αποξένωσης. Σε ένα είδος μοναξιάς. Τη φοβόμαστε τη μοναξιά, όσο κι αν απαραίτητη μας είναι.

Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μία αλυσίδα δράσεων και αντιδράσεων αναφορικά με την ανάγκη αυτή της διατήρησης κάτι του ψεύτικου, μία εικόνα σαν το σκοινί μιας άγκυρας σε ένα μεγάλο αραγμένο πλοίο στο λιμάνι. Υπάρχουν μικροί κόμποι, η σημασία καθενός εξ αυτών κρίνεται καίρια, κόμποι που ακολουθούν ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας έτσι μία συνοχή και μία δυνατή βάση. Έτσι και στην προβαλλόμενη εικόνα μας. Ξεκινά εκείνη η πηγή η κοινωνική να μας υποδείξει ότι οφείλουμε να ανταποκρινόμαστε σε όλα, γιατί εάν δεν είμαστε τέλειοι, δεν είμαστε και δυνατοί, δεν είμαστε και θαρραλέοι, εάν δε γνωρίζουμε ποιοι είμαστε, πώς να αντιδράσουμε, πώς να διαχειριστούμε καταστάσεις, τότε τι γνωρίζουμε? Ως γνωστόν το κοινωνικό μας πλαίσιο δεν τίθεται ως υπέρμαχος του πειραματισμού και της συμπόνιας στον εαυτό, μα χαρακτηρίζεται από ολίγη επίκριση, ολίγη σκληράδα.

Επομένως αυτόματα πλέκεται η νοητή αυτή αλυσίδα έχοντας ως επόμενο κομμάτι της το δίπολο επιτυχίας-αποτυχίας. Εάν εκφραστούμε, εάν παραδεχτούμε τους πόνους και τους φόβους μας, εάν φωνάξουμε την έλλειψη χαράς μας ή την απώλεια του κουράγιου μας, εάν υποστηρίξουμε ότι απαρνούμαστε τους ρόλους μας, ότι μας κούρασαν πια, αυτόματα «αποτυγχάνουμε», δεν εκπληρώνουμε των άλλων τις προσδοκίες, δεν επιβεβαιώνουμε την παιδική μας εκείνη παντοδυναμία που μας κυνηγά να μας επιβληθεί. Κι έπειτα.. έπειτα τι? Έπειτα έρχεται η απόρριψη, του άλλου, των άλλων, του εαυτού του ίδιου να πει «έφταιξες», «παραδόθηκες», «καταστράφηκες». Δεν είναι τυχαίος ο όρος της καταστροφολογίας και της εσφαλμένης τιτλοφόρησης που με προσοχή ορίζει η Γνωσιακή Ψυχολογία. Όταν κάτι δεν γίνεται όπως το θέλουμε, αυτόματα είναι και το κάτι καταστροφικό, αντίστοιχα μια φορά αποτυχημένοι, πάντα αποτυχημένοι.

Στην ουσία πρόκειται για τη διάλυση της εικόνας, σαν ένα τζένγκα την ώρα που κανείς τραβάει το λάθος τουβλάκι του πύργου. Μιας εικόνας που αν ο άλλος δει τα πραγματικά, ευαίσθητα και εύθραυστα κομμάτια της, αυτόματα θα κατηγορήσει, θα φύγει, σύμφωνα με το μοτίβο. Άρα καταλήγουμε στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, που δεν είναι άλλος παρά η μοναξιά όταν πια προβάλλουμε το εγώ μας, το εγώ μας που μπορεί να ναι και χαρούμενο, μα και λυπημένο, και με επίγνωση, μα και χωρίς, το εγώ εκείνο που είναι ένα εγώ ανθρώπινο, κι ας το θέλουμε μηχανή, το εγώ εκείνο που είναι φτιαγμένο από γυαλί, κι ας το θέλουμε από μπρούτζο.

Το σκέπτεσθαι και τα πιθανά σενάρια που απορρέουν στην περίπτωση του «αν» ορισμένες φορές δεν μας επιτρέπουν να ζήσουμε, να μας ζήσουμε, να μάθουμε, να μας μάθουμε και να μάθουμε τους άλλους, όπως και να μας μάθουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Οι μεγαλύτεροι ψυχολόγοι έκαναν λόγο τόσο μέσω θεραπείας, όσο και μέσω έρευνας για ανθρώπους των οποίων τα γεγονότα της ζωής οδήγησαν σε κάποιου είδους ψυχική ή/και σωματική διαταραχή. Δηλαδή με λόγια απλά είδαν κι άκουσαν κι ύστερα μετέφεραν ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν κάπου στο δρόμο της τελειότητας, ή για την ακρίβεια στην πλάνη της. Για ανθρώπους που δε μίλησαν ενώ ένιωσαν. Που δεν έπραξαν, ενώ θέλησαν. Που δε σταμάτησαν, ενώ παραβιάστηκαν. Όχι όμως για ανθρώπους εξωπραγματικούς, μα για ανθρώπους που κουβαλούν το ίδιο συναίσθημα και με όσους δεν φορούν κάποια ταμπέλα. Γίνεται λόγος για τον τέλειο εραστή, ή την τέλεια ερωμένη, για τον τέλειο γονιό, τον τέλειο επαγγελματία. Μα πού να χωρέσει πια τόση τελειότητα?

Κάποιος μου πε κάποτε πως το τέλειο είναι κι άψυχο και πως.. η ομορφιά έχει τη ρίζα της στο λάθος. Δεν ξέρω εάν πρόκειται για λάθος ή για σωστό, τέτοιες λέξεις κουβαλούν μέσα τους δύναμη και καμιά φορά έρχονται να πληγώσουν. Ο καθένας όμως από εμάς, περπατά στο δικό του ατομικό μονοπάτι, έχοντας πότε την ανάγκη έκφρασης της αλήθειας του και πότε εκείνη των ψεμάτων του, ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό, πόσο μάλλον στους άλλους που αποτελούν την πραγματικότητά του.

Επομένως, ίσως, πιο ανακουφιστικό, μα συνάμα και πιο κερδοφόρα επίπονο θα ήταν να προσπαθούμε να αποτάξουμε την προστασία της ψευδαίσθησης εκείνης της τελειότητας. Άλλωστε για να καταφέρει κανείς να ακούσει τη νέα μουσική, χρειάζεται να επινοήσει και νέα αυτιά. Εν ολίγοις να βγει από την παγίδα της εικόνας του, διατηρώντας τις ισορροπίες που ο ίδιος κρίνει κι αγαπά.

Ας δούμε, λοιπόν, έστω για μια φορά κι ας σκάψουμε βαθιά πίσω απ’ αυτά που λέγονται. Πίσω απ’ αυτά που φαίνονται

Μαρία Γώδη

Εικόνα του Victor Molev 

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top