Select Menu





Διαβάζω  εδώ ότι το  Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας (ΣτΕ),   χορήγησε στους αιτούντες, με την υπ' αριθμ. 307/2014 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών,  αναστολή της ισχύος της Υπ. Απόφασης με την οποία επιτρέπεται πιλοτικά για ένα έτος η λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές.

Με την αιτιολογία, ανάμεσα στα άλλα  ότι η ηθική βλάβη των εμπόρων, υπαλλήλων κλπ. που αναφέρεται «στο δικαίωμα του ελευθέρου χρόνου και της απολαύσεώς του από κοινού με την οικογένειά τους κατά την κοινή αργία της Κυριακής καθώς και στο δικαίωμα στην άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, παρίσταται αυτονοήτως δυσεπανόρθωτη».  Εισηγήτρια: Μαρία Καρακανώφ.

Στο δημοσίευμα αυτό επισημαίνεται ένα ακόμη τμήμα της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, κατά το οποίο «η επίκληση εκ μέρους της διοικήσεως της εξαγωγής συμπερασμάτων από την πιλοτική εφαρμογή του μέτρου ως λόγου δημοσίου συμφέροντος κωλύοντος τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής, δεν δύναται να αντισταθμίσει την πιθανολογούμενη βλάβη των αιτούντων (εμπόρων, κλπ)...κλπ.κλπ.».

Με την ανάγνωση αυτή θεώρησα τον εαυτό μου ενημερωμένο για το θέμα σε γενικές γραμμές. Και βρήκα την απόφαση καλοδιατυπωμένη επί του θέματος.

Όταν, κατά την πλοήγησή μου στο διαδίκτυο είδα εδώ, και μια άλλη οπτική, για το ίδιο θέμα,   βρήκα αναγκαίο να διατυπώσω την αιρετική μου άποψη, εναντίον της υποβολιμαίας και διαλυτικής αυτής αρθρογραφίας:

Θεώρησα ότι ο αρθρογράφος του -μεγάλου κύρους- εντύπου  μας υποβάλλει  με τις θέσεις του σε υιοθέτηση πολιτικής πρακτικής που τείνει σε λαθραία  αλλοίωση βασικών  στοιχείων του Ελληνικού τρόπου, αναμιγνύοντας ετερόκλητες συνήθειες, αλλότριους τρόπους, παραδόσεις και ζητούμενα, πέραν της κοινωνικής αναταραχής στην οποία ασφαλώς κατατείνει,  παρεμβαίνοντας επί πλέον και στη δυνατότητα επικοινωνίας και συνάντησης  των οικογενειών.

Δεν είναι αμελητέος καθόλου, ο τρόπος που εκφράζεται για την Εισηγήτρια του ΣτΕ, και για το ίδιο το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο θεωρεί επί λέξει «ένα τίποτα», που ειρωνεύεται την δικαστική του αιτιολογία, και την εισηγήτρια ως γυναίκα, παραβλέποντας την ιδιότητά της ως δικαστή,  που ειρωνεύεται και  την ανάγκη οικογενειακής συνεύρεσης. Ας μην παραλείψω την περιφρόνησή του για το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων Χριστιανών που το περιγελά και το ευτελίζει.
Ως ελληνίδα και χριστιανή,  ως μητέρα που εργάστηκα και ως νομικός, θεωρώ  εαυτήν προσβεβλημένη.

Εξηγούμαι, κατ' αρχήν, σε σχέση με το χιούμορ του συντάκτη για τον ελεύθερο και τον σκλαβωμένο (!) χρόνο  του εργαζόμενου:

Προφανώς, η ελευθεριότητα που παρέχει η δουλειά σε κάποιον παλαιό -σε υπηρεσία- δημοσιογράφο, ή  μεγαλοδημοσιογράφο, ή γενικώς έναν ελεύθερο επαγγελματία,  δεν έχει καμμία σχέση με το είδος της ελευθερίας που παρέχεται σε κάποιον μισθωτό και μάλιστα με ωράριο, συνεχόμενο, διακεκομμένο ή με βάρδιες...

Ναί. Ο αρθρογράφος, πρέπει να γνωρίζει ότι η εργασία του αιτούντος μισθωτού εμποροϋπαλλήλου, από την οποία ο τελευταίος δεν αποκομίζει σήμερα ούτε τα ελάχιστα προς το ζήν, και χάριν της οποίας θα μετακινηθεί και θα κοπιάσει  πριν ακόμη αρχίσει να εργάζεται, που ενδεχομένως είναι άλλη από εκείνη που είχε στα όνειρά του και που τον εξαντλεί χωρίς να του καλύπτει όλες τις ανάγκες, και που είναι αναγκασμένος να περιμένει την επιστροφή της συζύγου προκειμένου να κρατήσει αυτή το παιδί, ώστε να φύγει εκείνος για την εργασία του, δεν του παρέχει κανένα ελεύθερο χρόνο, σήμερα.

Bέβαια, ο μισθωτός δεν βαρύνεται με το επιχειρηματικό ρίσκο  και τα συναφή της επιχειρηματικής δράσης. Όμως, ούτε  απολαμβάνει όσα απολαμβάνει ένας επιχειρηματίας.

Οι  πολιτικοί αγώνες (της νιότης μας) γίνονταν για να μπορεί ο άνθρωπος να έχει δουλειά, ανάπαυση, ψυχαγωγία. Ακόμη και στη δική μας Δημοκρατία, γίνονταν αγώνες και μαθήματα και συζητήσεις, για να μπορεί ο άνθρωπος, ο πολίτης, να αναπτύσσσει ελεύθερα την προσωπικότητα και όλες του τις πνευματικές δυνάμεις. Ανάμεσα σε αυτές και την επιχειρηματική δράση. Έτσι μας λέγανε τότε οι πολιτικοί, οι εφημερίδες, τα πανεπιστήμια και οι ανώτατες σπουδές μας. Τότε, το επίπεδο του πολιτισμού μας, επέβαλε να έχουνε οι εργαζόμενοι και την ψυχαγωγία τους ως αίτημα.

Μέχρι που σήμερα, όλοι οι άνετοι και ελεύθεροι (τα χρυσά αγόρια της πολιτικής και της οικονομίας) αποφασίσανε να κανονίσουνε τα πράγματα έτσι, που τα παιδιά να μη μαθαίνουνε γράμματα (να κλείνουν τα σχολεία τάχα για κοινωνικές διεκδικήσεις), ώστε να είναι ευάλωτα σε κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις και εκμεταλλεύσιμα ως εργατικές μονάδες. Ο  πολιτικός "πολιτισμός" και οι πολιτικές τους προτάσεις, στερήσανε την προοπτική και τη δυνατότητα σε κάποιους που έμειναν δια βίου ημιμαθείς, και μειωμένων δυνατοτήτων. Ύστερα, αφού συμφώνησαν (όλοι μαζί, οι άνετοι και οι ελεύθεροι) αποφάσισαν άλλα να εξαγγέλλουν  και άλλα να πραγματώνουν ως πολιτική διακυβέρνηση της Χώρας. Στη συνέχεια, με φοροεισπραχτικά μέτρα -που αυτοί τα σκέφτηκαν στον ελεύθερο χρόνο τους- καταργούν ακόμη και τη δυνατότητα ψυχικής, πνευματικής και φυσικής επιβίωσης μεγάλου μέρους του λαού.  Νά, γιατί επιβάλλουν το κάτεργο της ασταμάτητης και πενιχρά αμειβόμενης εργασίας, χωρίς περιθώρια ούτε να σκεφτεί ο εργαζόμενος, μισθωτός ή μικροεπιχειρηματίας. Ούτε να ζήσει προσωπικές και οικογενειακές στιγμές.

Περαιτέρω τοποθετούμαι ως προς τα υπόλοιπα άξια αντιρρήσεως και χρήζοντα επισημάνσεων:

Το Δικαστήριο έκρινε πως η οικογένεια χρειάζεται οικογενειακό χρόνο, και πως ο άνθρωπος χρειάζεται χρόνο περισυλλογής και ψυχαγωγίας και ο πιστός χρόνο άσκησης των λατρευτικών του καθηκόντων και αναγκών. Και με βάση την κρίση του αυτή, έκρινε περαιτέρω ότι   κανένα δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να υπηρετείται από τη διάλυση της οικογένειας, τον εξευτελισμό του ανθρώπου σε θέση ανδραπόδου και του θρησκευόμενου σε καταπιεζόμενο.
 
Βαρύ  είναι το ατόπημα του αρθρογράφου ο οποίος απροκάλυπτα και ανεπίτρεπτα χλευάζει, τόσο τη δικαστική κρίση όσο και την Εισηγήτρια  της υποθέσεως προσωπικά, η οποία είναι Δικαστής και μάλιστα στον ανώτατο βαθμό. Αλλά και το ίδιο το  Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.

Είπε, ακόμη,  ο αρθρογράφος της καθημερινής: « Ας προσπεράσουμε το περί «άσκησης της θρησκευτικής λατρείας, παρίσταται αυτονοήτως δυσεπανόρθωτη». Προφανώς κάθε ταξιτζής, ιδιοκτήτης καφέ, ανθοπωλείων κ.λπ. θα κάνει από χίλιες γονυκλισίες μετάνοιας για να επανορθώσει την «αυτονοήτως δυσεπανόρθωτη» ζημία που υφίσταται επειδή εργάζεται».


Η τοποθέτησή του σε αυτή την κρίση του Δικαστηρίου,  δεν ανάγεται σε κρίση περί την ορθότητα ή μη της δικαστικής κρίσης, αλλά σε εξωτερίκευση της προσωπικής του επιλογής φιλοσοφικού προσανατολισμού και κοινωνικών-οικογενειακών σχέσεων και συμπεριφοράς.

Αν αυτή είναι η άποψή του, για τη δική του τη ζωή είναι δικαίωμά του και δεν αφορά κανέναν άλλο. Αλλά οι προσωπικές του επιλογές είναι θέμα δικής του δίκης εναντίον κάποιου, ο οποίος τις αμφισβητεί και τον εμποδίζει στην άσκησή τους με τον τρόπο που αυτός επιθυμεί.


Κι όσο για τις γονυκλισίες και τις μετάνοιες, είναι προ πολλού καλά γνωστό ότι ουδείς εξομολογείται, μετανοεί ή τιμωρείται για αλλότρια αμαρτήματα. Ούτε  είναι δική μας υπόθεση το πώς θα εξιλεωθεί ο καθένας για τα ατοπήματά του. Ο καθένας μπορεί να ασχοληθεί με τα δικά του, κατά τη συζήτηση με τη συνείδησή του. Αν νομίζει ότι έχει.

Ο αρθρογράφος, όσο σημαντικός και να είναι, δεν επιτρέπεται να ειρωνεύεται τη δικαστική κρίση. Για μια δικαστική απόφαση, που πάσχει, νομικά, ουσιαστικά ή τεχνικά, κάνουμε εμπεριστατωμένη κρίση και αιτιολογημένα με εξειδικευμένη επιχειρηματολογία καταδεικνύουμε την ανάγκη να διορθωθεί. Δεν χειριζόμαστε δημόσια τις αποφάσεις, και μάλιστα του Ανωτάτου Ακυρωτικού, σαν να είναι ανέκδοτα που τα λέμε μια βραδιά με την κρασοπαρέα μας, για να ξεσκάσουμε και να γελάσουμε. Ακόμη και για λόγους κοινωνικής διαπαιδαγώγησης. (Αλλά τί να περιμένεις μετά τα σχόλια του Χαρδούβελη: δεν έχει σημασία τί αποφασίζουν τα Δικαστήρια!!!!)
Κατάπληκτη με άφησε το άλλο ευφυολόγημα του αρθρογράφου, περί της ουσίας του ελεύθερου χρόνου, ο οποίος υποτίθεται πως ορίζεται από το ΣτΕ στην εν λόγω απόφαση,  και την επί λέξει οδηγία του αρθρογράφου προς το Ανώτατο Ακυρωτικό: «Με άλλα λόγια, αν ήταν σοβαρό το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα έλεγε οι ιδιωτικές υποθέσεις για τα ιδιωτικά μαγαζιά των ανθρώπων δεν άπτεται της δικής μας αρμοδιότητας. Το τι κάνει καθείς με τον ελεύθερο χρόνο του είναι δική του υπόθεση και δεν μπορεί κανένα κράτος και κανένα δικαστήριο να του επιβάλει τις επιλογές του».

Ουδέποτε στη ζωή μου ως πολίτης αυτού του τόπου, και ως νομικός, θα μπορούσα να δεχτώ ότι έλαβε χώρα (ότι πραγματοποιήθηκε, ότι έγινε, ότι υπήρξε), μια τέτοια συμπεριφορά, από λειτουργό της τέταρτης εξουσίας σε μια Δημοκρατία.

Πιστεύω πως έγινε λάθος. Πώς έγινε  βεβιασμένη εξωτερίκευση μιας πρώτης σκέψης προς μια δικαστική κρίση, που αντιστρατεύεται προσωπικά ή εργοδοτικά συμφέροντα του αρθρογράφου.
 
Ενας παλαιός αρθρογράφος και αναλυτής, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία, τα πάντα ορίζονται από το νόμο. Ακόμη και σε μια σαν τη δική μας.  Αλλιώς δεν υφίσταται ως πολιτεία στον κόσμο του Δικαίου (τώρα θα μου πείτε: η δική μας υπάρχει ως πολιτεία στον κόσμο της πραγματικότητας ή είναι φάντασμα; και δεν θα ξέρω τί να σας απαντήσω....).

Και πάντως,  όσα  γίνονται (ή δεν γίνονται) ακόμη και αν δεν ορίζονται ρητά από το νόμο,  δεν θα πρέπει να θίγουν ή να προσβάλουν την νομιμότητα, όπως αυτή είναι διατυπωμένη στα  κείμενα των νόμων, και όπως αυτή απορρέει από το συνδυασμό των διατάξεων των νόμων, και μάλιστα όλων των κλάδων του Δικαίου, με κυρίαρχο πάντως το Σύνταγμα.

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει  πως το Σύνταγμά μας ορίζει (άρθρο 25 παρ. 1-3) ότι το κάθε δικαίωμα πρέπει να ασκείται μέσα στα πλαίσια της καλής πίστης και των χρηστών ήθών, γιατί αλλιώς δεν προστατεύεται από τα όργανα της Πολιτείας . (Τώρα, πώς κι έγινε αυτό κάποτε, σήμερα, είναι ανεξήγητο. Αλλά θα σας πώ, ότι ίσως κάποτε είχαμε ελπίδες κι όνειρα να γίνουμε κράτος δικαίου με αρχές και  με αυτοσεβασμό. Δυστυχώς αποτύχαμε. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά να κάνουμε το σωστό).

Το επιχείρημα του αρθρογράφου (με το οποίο προσπαθεί να στηρίξει την άποψή του για το έωλο της δικαστικής κρίσης, και στην ουσία) ότι «το άνοιγμα των καταστημάτων θα είναι προαιρετικό κι ότι όποιος θέλει ανοίγει κι όποιος θέλει κλείνει», μας ισχυροποιεί την πεποίθηση ότι η πολιτεία έδωσε στην εργοδοσία την εξουσία που δεν μπορούσε να διαχειριστεί εκείνη, γιατί δεν ήθελε (το πολιτικό κόστος, βλέπετε...)  να μπεί στα σπίτια μας και να μας διαλύσει ως οικογένειες, ως εστίες, ως έσχατο καταφύγιο σχέσης, αλληλεγγύης, συντροφικότητας και παρηγορίας. Δεν ήθελε η Πολιτεία,  και πιθανόν  δεν τολμούσε να κάνει και αυτό, μέσα στον αρμαγεδώνα των μέτρων που κάθε μέρα παίρνει σε βάρος της κοινωνίας ολόκληρης, διατηρώντας πάντοτε τα κεκτημένα της εξουσίας και τα προνόμια των δορυφόρων της, περιλαμβανομένης της μη είσπραξης  οφειλομένων φόρων των πλουτοκρατών και της ατιμωρησίας αυτών.
Το πλέον τραγικό, για την πολιτική και κοινωνική σημασία του εγχειρήματος του αρθρογράφου, είναι ο ειρωνικός και ευτελιστικός επίλογος. Το άρθρο τελειώνει ως εξής: «Ολοι θα κλείνουν επειδή η κ. Μαρία Καρακανώφ έκρινε πώς είναι το «σωστό» να περνούν τις Κυριακές τους οι άνθρωποι και η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου θέλει να το επιβάλει. Σε όλους...».
Διαβάζοντας κατ' αρχήν το εδάφιο αυτό, μου ήρθε στο νού ένα νούμερο επιθεώρησης, που σαν 8χρονο κοριτσάκι άκουγα- στο Green Park την εποχή Γ. Οικονομίδη και Ρένας Ντόρ- όπου γίνονταν αστεία των κυράδων της πόλης με τις υπηρέτριες, που κατά σύμπτωση τις λέγανε όλες Μαρίες (αργότερα τις λέγανε Κατίνες).

Όχι κύριε αρθρογράφε, δεν μας είπε καμμία κ. Μαρία τί θα κάνουμε από εδώ και εμπρός. Μας είπε το Συμβούλιο της Επικρατείας με Εισηγήτρια τη Σύμβουλο κ. Μαρία Καρακανώφ. Μπορεί να μη συμφωνείτε μαζί της, ως νομικός ή ως διάδικος, ως δικαστικός παραστάτης, ως εργαζόμενος ή ως εργοδότης. Αλλά αυτή εισηγήθηκε και το Δικαστήριο απεφάσισε. Θα μπορούσε και να αποφασίσει διαφορετικά. Αλλά δεν το έκανε. Πιθανόν να αλλάξει αυτή η κρίση (να ακυρωθεί, ή να αναιρεθεί), αλλά μέχρι τότε θα ισχύει έναντι πάντων, και θα υποχρεούνται οι διάδικοι να πειθαρχούν σ' αυτήν.
Εύλογα λοιπόν είναι τα ερωτήματά μου, στις ειρωνείες του: 
Δεν γνωρίζει ο αρθρογράφος ότι οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν (=υπάρχουν ως κρίσεις των δικαστηρίων) έναντι πάντων; 
Δεν γνωρίζει ο αρθρογράφος ότι η κ. Μαρία Καρακανώφ είναι η Εισηγήτρια της υπόθεσης, στην οποία αναφέρεται το άρθρο του;
Δεν γνωρίζει ο άρθρογράφος ότι οι δικαστικές αποφάσεις ορίζουν αυτό που θα ισχύει μετά την έκδοση της κρίσης τους, ως προς το θέμα που οδηγήθηκε ενώπιόν τους προς εξέταση;
Δεν γνωρίζει ο άρθρογράφος ότι η κάθε δικαστική απόφαση θα διέπει τους διαδίκους από της εκδόσεώς της και στο εξής;  
Και αν δεν γνωρίζει, με  τέτοια άγνοια στοιχειώδους επιπέδου νομικού πολιτισμού,  βρίσκεται σε τέτοια θέση; 

Ή μήπως βρίσκεται σε θέση υπαγόρευσης ή επιβολής ορισμών, στα πλαίσια προρρηθείσης εξαγγελίας πολιτικού ότι δεν έχει σημασία τί λένε τα δικαστήρια!!!

Η Δημοκρατία μας είναι σε κώμα και τα "νοσοκομεία" έχουν απεργία διαρκείας....

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top