Select Menu

1
Ο βασικός σκοπός αυτής της εισήγησης είναι τριπλός: Πρώτον, να επιχειρήσει τη διατύπωση ενός ορισμού και μιας κατηγοριοποίησης των αστυνομικών αφηγημάτων, είτε πρόκειται για σύντομα διηγήματα, είτε για νουβέλες, είτε και για μυθιστορήματα. Δεύτερον, να ερευνήσει το κατά πόσον το αστυνομικό αφήγημα μπορεί να θεωρείται ότι αποτελεί ισότιμο μέρος της εν γένει λογοτεχνίας, ή μήπως, αντίθετα, εντάσσεται στη λεγόμενη “παραλογοτεχνία”.

Και τρίτον, να διαβλέψει τις προοπτικές αυτού του είδους αφηγήματος στο μέλλον, ενόψει και των σύγχρονων τεχνολογικών κ.λπ. εξελίξεων (π.χ. DNA) στην ανίχνευση και αποκάλυψη των εγκλημάτων. Βεβαίως η προσέγγιση των τριών αυτών θεματικών θα γίνει, λόγω του περιορισμένου χώρου και χρόνου, χωρίς υπεισέλευση σε λεπτομέρειες και με κύριο μέλημα την παρουσίαση των ουσιωδών τους κατευθύνσεων.

Ως προς τον ορισμό και την κατηγοριοποίηση των ειδών του αστυνομικού αφηγήματος, έχω τη γνώμη, εν πρώτοις, ότι κύριο συστατικό στοιχείο αυτού του είδους αφηγήματος είναι η περιγραφή της πορείας προς την εξιχνίαση μιας κατάστασης που σχετίζεται με τη διάπραξη ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων. Η εξιχνίαση αυτή μπορεί να γίνεται από κάποιον ντετέκτιβ ή και να συμβαίνει από την ίδια τη φορά των πραγμάτων, ενώ από την άλλη πλευρά αφορά όχι μόνο την αποκάλυψη ενός εγκληματία, αλλά και την απόδειξη της αθωότητας ενός εκ πρώτης όψεως υπόπτου.

Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να διακρίνει τέσσερις ειδικότερες κατηγορίες αστυνομικού αφηγήματος: Το “ορθόδοξο” αστυνομικό αφήγημα, το “σκληρό”, το “ανθρώπινο” και το αφήγημα “αγωνίας”.

Πιο συγκεκριμένα: To “ορθόδοξο” αστυνομικό αφήγημα είναι το πλέον παραδοσιακό, αυτό με το οποίο θεμελιώθηκε το 1841 στις ΗΠΑ από τον Εντγκαρ Αλλαν Πόου η αστυνομική λογοτεχνία. Το αντίστοιχο διήγημα του ιδιοφυούς αυτού συγγραφέα είχε τον τίτλο: “Οι δολοφονίες της οδού Μόργκ” και σε αυτό ενυπάρχουν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα τέτοιο αφήγημα, δηλαδή:

(α) Ο εκκεντρικός, ηθικά άψογος, σχολαστικός και παρατηρητικός ντετέκτιβ, που με την τετράγωνη αναλυτική λογική του αλλά και τη διαίσθησή του λύνει χωρίς δυσκολία αστυνομικά αινίγματα και γρίφους, ανασυνθέτοντας όπως σε πάζλ την αρχική αληθινή εικόνα του εγκλήματος. 

(β) Ο χωρίς ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα βοηθός του και συνήθως αφηγητής της ιστορίας

(γ) Το σκηνικό ενός εγκλήματος του οποίου η διαλεύκανση παρουσιάζεται ως ανέφικτη (διότι π.χ. το δωμάτιο όπου έγινε ο φόνος δεν φαίνεται να έχει παραβιασθεί από πουθενά). 

(δ) Η επίρριψη της ευθύνης για το έγκλημα σε κάποιον άσχετο αθώο και, ακόμη, 

(ε) Η εντελώς απροσδόκητη κατάληξη (dénouement) της ιστορίας με τέτοιο τρόπο ώστε να στηρίζεται μεν απόλυτα στους κανόνες της λογικής, αλλά και να είναι εντελώς έξω από το συνήθως συμβαίνον (στην περίπτωση της οδού Μόργκ, το έγκλημα είχε διαπράξει ένας… ουρακοτάγκος, που είχε ξεφύγει από την επιτήρηση του κατόχου του).

4Σε ένα γενικότερο επίπεδο, τα αφηγήματα αυτής της κατηγορίας έχουν πάντοτε ένα τέλος σύμφωνο με τους κανόνες της ηθικής, με νίκη δηλ. των λεγόμενων «δυνάμεων του καλού» κατά του «διεστραμμένου ή μοχθηρού εγκληματία» και με αποκατάσταση της διαταραχθείσας τάξης.

Επίσης έχουν μια προδιαγεγραμμένη πορεία από το ανακαλυφθέν έγκλημα προς την εξιχνίασή του και προς την άρση των αμφιβολιών. Η πορεία αυτή είναι κάτι σαν επίλυση μαθηματικής εξίσωσης ή και σαν πνευματικό παιχνίδι, με βασικό γνώρισμα τον σταδιακό αποκλεισμό πιθανοτήτων που δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα.

Συνακόλουθα, δεν ενδιαφέρουν στα διηγήματα αυτά ούτε αιματηρές περιγραφές του εγκλήματος, ούτε ερωτικές καταστάσεις, ούτε ενδελεχής παρουσίαση των ψυχολογικών συνιστωσών των ηρώων του, ούτε των κοινωνικών τους προβλημάτων ή των λόγων που οδήγησαν κάποιον να διαπράξει το έγκλημα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συναρτώνται με την εξιχνίαση του εγκλήματος. 

Άξιος συνεχιστής αυτής της κατηγορίας αστυνομικού αφηγήματος μετά τον Εντγκαρ Αλλαν Πόου είναι αναμφίβολα ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντοϋλ με τον ντετέκτιβ του Σέρλοκ Χόλμς στη βικτωριανή Αγγλία, περίπου την ίδια εποχή που αρχίζει να αναπτύσσεται εκεί αλλά και στη Γαλλία με τον Bertillon ο νεοσύστατος εγκληματολογικός κλάδος της Ανακριτικής.

 Επίσης, διάσημοι διάδοχοι του Ποου και του Κόναν Ντοϋλ στη γηραιά Αλβιώνα είναι ασφαλώς η Αγκάθα Κρίστι με τον ντετέκτιβ της Ηρακλή Πουαρώ, αλλά και την εξίσου αποτελεσματική περσόνα της Μις Μάρπλ, καθώς και ο Εντγκαρ Ουάλλας με πάνω από 150 αστυνομικές ιστορίες. 

Την ανανέωση αυτού του είδους αστυνομικού αφηγήματος πέτυχε τα τελευταία χρόνια ο Ουμπέρτο Εκο, με το γνωστό του “Όνομα του Ρόδου” (1980), όπου η εξιχνίαση των εγκλημάτων γίνεται από τον ιδιοφυή μοναχό Γουλιέλμο του Μπάσκερβιλ εν έτει 1327, με αναφορές και στη Σχολαστική Μέθοδο που κυριαρχούσε τότε στη μεσαιωνική σκέψη.

Κατά δεύτερο λόγο υπάρχει το λεγόμενο “σκληρό” αστυνομικό αφήγημα ή όπως λέγεται στα αγγλικά, ”hard-boiled”, δηλ. “σφιχτό” και “σκληρό” όπως το βρασμένο αυγό. Η κατηγορία αυτή πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, δηλ. στη δεκαετία 1923–1933, οπότε είχαν κάνει την εμφάνισή τους αφενός το οργανωμένο έγκλημα και οι συμμορίες των γκάνγκστερς, με επιδόσεις στην πορνεία, τις χαρτοπαικτικές λέσχες και τα μπαρ, αλλά αφετέρου και τα ιδιωτικά γραφεία ντετέκτιβς που εξιχνίαζαν τα εγκλήματα των συμμοριών.

Οι βασικοί εκπρόσωποι αυτού του σκληρού αφηγήματος, δηλ. ο Ντάσιελ Χάμμετ με το γνωστό του “Γεράκι της Μάλτας” (ντετέκτιβ του ο Σαμ Σπαίηντ) και ο διάδοχός του Ρέϊμοντ Τσάντλερ, είναι από αυτούς που βιώνουν καθημερινά τη βιαιότητα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων εκείνης της εποχής. Μάλιστα ο Χάμμετ εργάζεται και ο ίδιος ως ντετέκτιβ στο φημισμένο τότε Πρακτορείο “Πίνκερτον”. Αποφασίζουν λοιπόν και οι δύο να καταγράψουν τις επαγγελματικές τους (και όχι μόνο!) εμπειρίες στο τότε περιοδικό ευρείας λαϊκής κυκλοφορίας “Μαύρη Μάσκα”, που φιλοξενούσε αστυνομικές ιστορίες. Οι εμπειρίες των δύο αμερικανών αφορούν ευθέως “ανθρώπους του εγκλήματος” και, συνήθως, του υποκόσμου. Ο ρεαλισμός των περιγραφών είναι, εδώ, το προεξάρχον στοιχείο. 

Το αίμα ρέει άφθονο και από τις δύο πλευρές κακοποιών και ντετέκτιβς. Ακόμη, οι ντετέκτιβς απεικονίζονται με τα όποια ελαττώματά τους και τις ανθρώπινες αδυναμίες τους (ο ντετέκτιβ του Τσάντλερ είναι ο γνωστός Φίλιπ Μάρλοου, πρώην κατάδικος, που ωστόσο απεχθάνεται το ψέμα…), ενώ και οι εγκληματίες εμφανίζονται ως συνηθισμένοι άνθρωποι, χωρίς δηλαδή να τους έχει κυριεύσει απαραίτητα αυτό που ο Πόου αποκαλεί “Δαίμονα της Διαστροφής” (The Imp of Perverse).

2
Αντίστοιχα, δεν υπάρχει στα έργα αυτά ένας ξεκάθαρος αγώνας του καλού εναντίον του κακού, όπως αντίθετα συμβαίνει στο ορθόδοξο αστυνομικό αφήγημα, αλλά τα όρια συγχέονται. Επιπλέον, η βασική δομή του αφηγήματος γίνεται διαφορετική, καθώς το σκηνικό του εγκλήματος, όπως έχει αρχικά παρουσιασθεί, δεν παραμένει σταθερό αλλά αποκαλύπτεται στη συνέχεια ότι έχει στρεβλωθεί από ανακριβείς ή και παραπλανητικές πληροφορίες. Πάντως και εδώ, πρωταρχικός παραμένει ο βασικός καμβάς της πορείας ενός κλασικού αστυνομικού αφηγήματος, που είναι η εξιχνίαση εγκλημάτων.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αφηγήματα του είδους αυτού πέρασαν από την Αμερική στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την περίφημη “Μαύρη Σειρά” εκδόσεων του γαλλικού οίκου Gallimard. Γυρίστηκαν μάλιστα ήδη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σε ταινίες από διάσημους σκηνοθέτες, όπως οι αμερικανοί Τζων Χιούστον, Μπίλυ Ουάιλντερ, Οττο Πρέμινγκερ, Χάουαρντ Χωκς κ.ά., ενώ επιδράσεις αυτού του είδους βλέπουμε και σε μεταγενέστερους σκηνοθέτες, όπως ο γάλλος Κλώντ Σαμπρόλ, με αποτέλεσμα οι ταινίες αυτές να καθιερωθούν με τη σφραγίδα αυτού που αποκλήθηκε “ φιλμ νουάρ”.

Κατά τρίτο λόγο, έχουμε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί “ανθρώπινο” αστυνομικό αφήγημα. Και ενώ τα άλλα δύο είδη, ορθόδοξο και σκληρό αφήγημα, καλλιεργήθηκαν μέχρις υπερβολής στις αγγλοσαξονικές χώρες, ιδίως δηλ. στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, το “ανθρώπινο” αφήγημα βρήκε φιλόξενη στέγη στη Γαλλία, και μάλιστα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι επικεντρώνεται πρωτίστως στην ανθρώπινη πλευρά των εγκληματιών, από τους οποίους αφαιρεί, κατά κανόνα, το στοιχείο της μοχθηρίας και της κακότητας. Παραδείγματα αυτής της τόσο διαφορετικής αντίληψης, που ωστόσο διατηρεί το στοιχείο της ανίχνευσης του εγκλήματος και του “κυνηγητού” του εγκληματία από τις δυνάμεις της έννομης τάξης, είναι εν πρώτοις ο Αρσέν Λυπέν, δημιούργημα του Μωρίς Λεμπλόν το 1906.

 Ο Λυπέν ληστεύει, αλλά προσφέρει τη λεία σε άπορους πολίτες, κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών και τους ήρωες του ληστρικού μυθιστορήματος. Σε αντίστοιχο μοτίβο θα κινηθεί λίγο αργότερα, από το 1928 και μετά, ο Σάιμον Τέμπλαρ, επονομαζόμενος Άγιος (The Saint: ST από τα αγγλικά αρχικά του ονόματός του), πρωταγωνιστής έργων του βρετανού Λέσλι Τσάρτερις. 

Επίσης, ο Φαντομάς, γεννημένος από τη διάνοια του Μαρσέλ Αλλαίν και του Πιέρ Σουβέτρ, ξεκινά τη δράση του ως ασύλληπτος κακοποιός το 1911, ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζεται και το Φάντασμα της Όπερας από τον Γκαστόν Λερού, με ντετέκτιβ τον αστυνομικό επιθεωρητή Λεκόκ. Στο πλαίσιο αυτό, συχνά οι εγκληματίες παρουσιάζονται ως θύματα των περιστάσεων ή ατυχών περιπλοκών μιας αρχικής μικροπαράβασης. Μάλιστα, ορισμένοι συγγραφείς, όπως η Πατρίσια Χάισμιθ με τον ήρωά της Τομ Ρίπλεϊ, δεν διστάζουν να παρουσιάζουν τον εγκληματία ως συμπαθή και άξιο να γλιτώσει τελικά την τιμωρία.

Ωστόσο αυτές είναι ακραίες περιπτώσεις. Περισσότερο παραδοσιακός αλλά και βασικός εκπρόσωπος αυτής της “ανθρώπινης” αστυνομικής αφήγησης πρέπει να θεωρηθεί ο Βέλγος Zωρζ Σιμενόν, με ήρωά του τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Στο έργο του έχουμε όχι μόνο πλοκή, αλλά και αναδίφηση στα αίτια του εγκλήματος και στη συμπεριφορά των χαρακτήρων. Ξεκίνησε να γράφει το 1931 και τα περίπου 180 έργα του έχουν μεταφρασθεί διεθνώς.

Στο ίδιο πνεύμα με τον Σιμενόν κινούνται ο αμερικάνος Τζαίημς Ελλρόυ με τη “Μαύρη Ντάλια” του, η βρετανίδα Ρουθ Ρέντελ, αλλά και ο δικός μας Γιάννης Μαρής, με τον επιθεωρητή Μπέκα. Μάλιστα, ο Μαρής δημιούργησε ολόκληρη στην Ελλάδα ολόκληρη “σχολή” δημιουργικών αστυνομικών συγγραφέων: Χρ. Χαιρόπουλος, Ανδρόνικος Μαρκάκης, Τζίμης Κορίνης, Αθηνά Κακούρη, Γιάννης Β. Ιωναννίδης, Νίκος Φώσκολος κ.ά.

Τέλος, το τέταρτο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας είναι το αφήγημα “αγωνίας” με τις παρεμφερείς κατηγορίες του “θρίλερ” και του “σασπένς”. Εδώ η όλη παραδοσιακή πορεία της αφήγησης αντιστρέφεται: Δεν έχουμε ένα αποκαλυφθέν έγκλημα του οποίου ανασυνθέτουμε τα κομμάτια για να βρούμε τον ένοχο, αλλά έναν σχεδιασμό εγκλήματος ή μια υποψία για διάπραξη εγκλήματος, του οποίου ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία και δέος την επικείμενη και σχεδόν βέβαιη διάπραξη, κάτι δηλ. σαν εφιαλτική προσμονή ειδεχθών γεγονότων που πρόκειται να συμβούν. 

3Η “Ψυχώ”, το μεγαλειώδες αυτό κινηματογραφικό έργο του Χίτσκοκ (1960), βασισμένο σε νουβέλα του Πήτερ Μπλόχ, είναι αναμφισβήτητα το γνωστότερο έργο αυτής της κατηγορίας. Όμως και τα άλλα έργα που γύρισε ο Χίτσκοκ είναι επίσης κλασικά αστυνομικά αφηγήματα “αγωνίας”, διανθισμένα μάλιστα πολλές φορές και με στοιχεία από την ψυχολογία του βάθους. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και άλλοι γνωστοί αστυνομικοί συγγραφείς, όπως η Πατρίσια Κόρνουελ (π.χ. “Ποστ Μόρτεμ”), ο Τζαίημς Χάντλεϋ, ο Τρούμαν Καπότε (π.χ. “Εν Ψυχρώ”), αλλά και η Αγκάθα Κρίστι στους περίφημους “Δέκα Μικρούς Νέγρους” της, για να αναφέρω μερικά μόνο τέτοια έργα.

Και έρχομαι σε ένα ζήτημα που θα ήθελα να προσεγγίσω με κάθε συντομία, το κατά πόσον δηλ. η αστυνομική αφήγηση είναι πράγματι λογοτεχνία.

Οι αρχικές αντιρρήσεις για το θέμα αυτό ήταν ηθικής τάξεως και αφορούσαν κυρίως το ότι με τα αστυνομικά αφηγήματα ο κόσμος εθίζεται στο έγκλημα και στην ιδέα του εγκλήματος, άρα ότι τα αφηγήματα αυτά έχουν αρνητική επίδραση στη διαμόρφωση μιας ηθικής συνείδησης του κοινού. Είναι βέβαια γεγονός ότι ο κόσμος αγαπά να διαβάζει αστυνομικά αφηγήματα και τα βρίσκει ελκυστικά για δύο κυρίως λόγους:

 Πρώτον, διότι συνδυάζουν την περιπέτεια με το μυστήριο επίλυσης ενός γρίφου και με την αγωνία να βρεθεί ο ένοχος, ή και να απαλλαγεί από τις υποψίες ο αθώος. 
Και δεύτερον, διότι αυτή η κατάληξη προσφέρει εν τέλει μια μορφή αριστοτελικής “κάθαρσης” στην ψυχή και τη διάνοια του ανθρώπου˙ μιας “κάθαρσης” που ο άνθρωπος έχει ανάγκη ακόμη και για να απαλλαγεί από τα δικά του ψυχολογικά βάρη και τα “εν δυνάμει εγκλήματά” του, που όμως δεν τολμά να πραγματώσει. Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, διερωτάται κανείς μήπως η ανάγνωση των αστυνομικών αφηγημάτων επιδρά ακόμη και θετικά στην ηθική συνείδηση, αποκαθαίροντας τα άγχη του αναγνώστη και εκτονώνοντας τις όποιες εγκληματικές του παρορμήσεις.

Σοβαρότερες θεωρώ τις αντιρρήσεις που αφορούν την ίδια τη θέση του αστυνομικού αφηγήματος μέσα στο πλαίσιο αισθητικής της εν γένει λογοτεχνίας. Πολλοί είναι εδώ αυτοί που εντάσσουν το εν λόγω αφήγημα στον χώρο της “παραλογοτεχνίας”, θεωρώντας το ότι είναι απλοϊκό και χωρίς φιλοσοφικό ή διανοητικό βάθος, δηλ. απλώς σαν κάτι μεταξύ διανοητικού παιχνιδιού, σκληρής περιπέτειας και μελοδράματος, όπου ενίοτε ενεργοποιούνται και τα συναισθήματα του τρόμου.

Ωστόσο οι γενικεύσεις αυτού του είδους είναι επικίνδυνα απλουστευτικές. Εν πρώτοις υπάρχει σωρεία διαπρεπών κλασικών λογοτεχνών που ασχολήθηκαν με το αστυνομικό αφήγημα, όπως ο Ντίκενς, ο Ιούλιος Βερν με το “Μυστηριώδες Έγκλημα” (1904), ο Γκράχαμ Γκρην, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Φρήντριχ Ντύρενματ (π.χ. “Ο Δικαστής και ο Δήμιος”, 1952), ο Ζαν Ζενέ, αλλά και στην Ελλάδα ο Αντώνης Σαμαράκης με το “Λάθος” του, καθώς και οι τέσσερις κορυφαίοι λογοτέχνες μας της γενιάς του ’30, οι Μ. Καραγάτσης, Στρατής Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης και Άγγελος Τερζάκης, με το συλλογικό τους βιβλίο “Το μυθιστόρημα των Τεσσάρων”, που εξέδωσαν το 1958 έπειτα από σχετική παρότρυνση του Γιάννη Μαρή.

Από την άλλη πλευρά, θα επικεντρωθώ στην ίδια την ουσία της κλασικής λογοτεχνίας, που έγκειται στην αξία της να είναι διαχρονική και διανθρώπινη, να αντέχει δηλ. στη δοκιμασία της επανάληψης του χρόνου και να μπορεί να συγκινεί ανθρώπους κάθε κοινωνικής διαστρωμάτωσης, νοοτροπίας και μόρφωσης. Από αυτή την άποψη έχω τη γνώμη ότι οι βασικοί, έστω, εκπρόσωποι της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως τους προσεγγίσαμε ήδη, δηλ. ο Εντγκαρ Άλλαν Πόου, ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντοϋλ, η Αγκάθα Κρίστι, ο Ζωρζ Σιμένον, ο Γιάννης Μαρής και όσοι ακόμη αναφέραμε, μπορούν άνετα να θεωρηθούν λογοτέχνες περιωπής.

7

Τέλος αξίζει να ειπωθούν δυο λόγια για το μέλλον του αστυνομικού αφηγήματος, ενόψει και της σύγχρονης τεχνολογίας. Υπάρχουν δηλ. σημαντικοί διανοητές που θεωρούν ότι το αστυνομικό αφήγημα στις βασικές του εκφάνσεις έχει πλέον εξαντληθεί και ό,τι είχε να πει το είπε. Επιπλέον, διερωτάται εύλογα κανείς εάν οι παραδοσιακές μέθοδοι στις οποίες στηρίζεται το αστυνομικό αφήγημα, αυτές δηλαδή που έχουν ως άξονα την εξιχνίαση των εγκλημάτων μέσω της αναλυτικής λογικής, έχουν πλέον ξεπερασθεί από σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους της Αστυνομικής, όπως η έρευνα του DNA και ο εντοπισμός των ενόχων μέσω των τηλεφωνικών τους επικοινωνιών.

Η απάντηση και στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική: Το αστυνομικό αφήγημα έχει μέλλον, αρκεί βέβαια να προσαρμοσθεί στις νέες καταστάσεις και τις νέες μορφές ενδιαφερόντων του κοινού ή ακόμη και στις νέες τάσεις και φόρμες της λογοτεχνίας. Όπως δηλαδή η Αντιγόνη του Σοφοκλή μπορεί σήμερα να μετασχηματίζεται και να παίζεται με επιτυχία στο θέατρο ως Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ, έτσι και το αστυνομικό αφήγημα μπορεί να προσαρμόζεται στις ανάγκες της εποχής του. Ήδη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε μετεξέλιξή του είδους σε περιπέτειες με κατασκοπευτική δράση από τους βρετανούς Ίαν Φλέμινγκ και Τζον Λε Καρέ, συγγραφείς που είχαν άλλωστε υπηρετήσει οι ίδιοι στη βρετανική αντικατασκοπεία. Επίσης συναρπαστικά είναι και τα έργα κατασκοπείας και πολιτικής επικαιρότητας που έχει γράψει ο Ζεράρ ντε Βιλιέ.

 Γενικότερα, αυτό που μπορεί κανείς να διαπιστώσει κατά την πρόσφατη εποχή, είναι μια σύνδεση του αστυνομικού αφηγήματος με τη σημερινή πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα και με τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και ατομικής ψυχολογίας. 

Συγγραφείς όπως ο Ισπανός Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (αγωνιστής κατά της δικτατορίας του Φράνκο), ο Σικελός Αντρέα Καμιλλέρι (με έμφαση στα θέματα της Μαφίας), ο Σουηδός Χέντινγκ Μάνκελ, ο ελληνικής καταγωγής Θοδωρής Καλλιφατίδης αλλά και οι δικοί μας Φώντας Λάδης, Πέτρος Μάρκαρης, Ανδρέας Αποστολίδης, Φίλιππος Φιλίππου, Πέτρος Μαρτινίδης και Γιάννης Πανούσης, είναι μερικοί μόνον από τους πνευματικούς ανθρώπους που αντιπροσωπεύουν τη νέα γενιά αστυνομικών λογοτεχνών και που έχουν καταφέρει, άρα, να συνδυάζουν την αστυνομική πλοκή με την τομή των κοινωνικών προβλημάτων, διασώζοντας έτσι την “τιμή” του αστυνομικού αφηγήματος για τα επόμενα χρόνια.

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στην ημερίδα “Έγκλημα και λογοτεχνία”, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 27/02/2013 στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών

Νέστορας Ε. Κουράκης
Καθηγητή Εγκληματολογίας – Σωφρονιστικής τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών

eglima.wordpress.com

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top