Select Menu


Του Χρήστου Δημητριάδη

Είναι ένα κείμενο που γυρνάει καιρό στο μυαλό μου και χαίρομαι που βρήκα το χρόνο και τη διάθεση να το γράψω.

Ένα κείμενο για το χρήμα. Όχι για την έννοια του χρήματος. Όχι για την ιστορία του. Όχι για το πως θα ήταν σωστό να μοιραστεί σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης. Με αυτά έχουν ασχοληθεί τόσοι και τόσοι σημαντικότεροι από μένα, από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μέχρι τον Φουκώ.

Μιλάω για την προσωπική μου αντίληψη και τα προσωπικά μου βιώματα σε σχέση με το χρήμα και το τι μπορεί να γίνει με αυτό. Ενός ανθρώπου γεννημένου και μεγαλωμένου στο σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ενός ανθρώπου που έχει ζήσει και με αρκετά και με λιγότερα χρήματα στη ζωή του, και βλέπει τους διπλανούς να πηγαίνουν συχνά από πάνω προς τα κάτω, κάποιες φορές και το αντίστροφο. Μιλάω για τις ιστορίες που έχουν φτάσει σε μένα και με έχουν κάνει να δω το εργαλείο του πλούτου με τα χίλια ονόματα, από λόγια μέχρι λαϊκά: χρήματα, λεφτά, οικονομικοί πόροι, μαλλί, γκαφρά, λίρες, κασέρι...

Τρία πράγματα λοιπόν έχω δει να μπορείς να κάνεις με τα χρήματα: να τα ξοδέψεις, να τα αποταμιεύσεις, ή να τα κάψεις.

Βέβαια, ίσως αναρωτηθεί εύλογα κάποιος: Την επένδυση ρε μάγκα την ξέχασες; Είναι, άλλωστε, και ο σιγουρότερος τρόπος για να κερδίσεις. Όχι, δεν την ξέχασα. Αλλά οποιαδήποτε επένδυση σε αυτή την τεράστια Μονόπολυ, αυτό το μεγάλο καζίνο στο οποίο ζούμε, προϋποθέτει την έννοια του ρίσκου. Σε ό,τι δουλειά και να ανοίξεις, εάν θέλεις να κερδίσεις και να μην πας άπατος, κάνεις μία έρευνα αγοράς και μία έρευνα ανταγωνισμού. Βλέπεις πόση ανάγκη υπάρχει για αυτό που θα θέλεις να πουλήσεις, και πως πουλάνε οι άλλοι στον τομέα σου. Βλέπεις πόση γνώση για το αντικείμενο έχεις εσύ ο ίδιος, και οι άνθρωποι που θα σε πλαισιώσουν. Ακόμη όμως και να έχεις όλα αυτά τα μαξιλαράκια, όλες αυτές τις ασφαλιστικές δικλίδες, κανείς δεν εγγυάται ότι θα πετύχεις. Επομένως, τα λεφτά έχουν ήδη φύγει από την τσέπη. Έχουν κάνει φτερά. Έχουν δαπανηθεί.

Υπάρχουν, φυσικά, και αυτοί που σπαταλούν τα χρήματα καθαρά για τα προσωπικά τους γούστα. Είναι κυρίως άνθρωποι που έχουν γεννηθεί μέσα σε αυτά. Θα σας είναι άλλωστε γνωστές περιπτώσεις αυτοδημιούργητων πλουσίων που ήταν πολύ σφιχτοί με το χρήμα, ενώ τα παιδιά τους του έδωσαν και κατάλαβε.

Το θέμα "ξοδεύω χρήματα" είναι ανεξάντλητο όσο η ανθρώπινη φαντασία: σε ένα κόσμο που έχει βάλει σε όλα μία τιμή, δεν είναι δυνατόν κάποιος που βαστάει λίρες, να μη βρει κάτι που να τον κεντρίσει, έτσι ώστε να το αποκτήσει. Φαγητό θες; Ταξίδια; Κτίρια; Διασκεδάσεις; Ντρόγκες; Τζόγο; Σεξ; Ό,τι μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους έχει αποκτήσει- στον φρενήρη ρυθμό της κοινωνίας της αγοράς- και μία ετικέτα, όπου η τιμή είναι ευδιάκριτη.

Και βέβαια, δεν είναι τόσο απολαυστικές ιστορίες από μικρομεσαίους που ξοδεύουν τα λεφτά του μισθού τους σε πίτσες και αναψυκτικά. Αυτές που σου μένουν είναι οι ιστορίες εκείνων που πέρασαν από τα χέρια τους -για να ξοδευτούν- πολλά λεφτά. Πολλά πολλά λεφτά.

Αρκετές από αυτές διαδίδονται σε διάφορες παραλλαγές. Ξέρετε πως πάνε αυτά, μπορεί να αγόρασαν μία λιμουζίνα και από στόμα σε στόμα να διαθοδεί ότι αγόρασαν διαστημόπλοιο για να κάνουν αμέριμνοι τις βόλτες τους μεταξύ Γης και Σελήνης.

Ωστόσο οι πηγές που έχω εγώ είναι καρατσεκαρισμένες, από άτομα που τους έζησαν, που τους είδαν από την καλή και την ανάποδη.

Η "δυναστεία"

Γνωστή λοιπόν οικογένεια τοπικού επιχειρηματία. Nα πούμε στη Θήβα για να μη θίξουμε πρόσωπα και υπολήψεις. Τις δεκαετίες 1980 και 90, βρίσκονται με μία ακμάζουσα βιομηχανία που πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο. Οι μηχανές τους δουλεύουν συνεχώς στα όριά τους. Οι εργάτες και οι υπάλληλοι πηγαίνουν από αύξηση σε αύξηση. Το λογιστήριο συνεχώς επεκτείνεται, και προσλαμβάνει προγραμματιστές για να δημιουργηθεί ειδικό σύστημα καταγραφής εμπορευμάτων και πωλήσεων. Το αφεντικό δε προλαβαίνει να μετράει λεφτά. Τα βάζει σε τράπεζες. Τα κλείνει σε χρηματοκιβώτια. Τα κάνει μηχανήματα και μπόνους παραγωγικότητας. Αγοράζει χωράφια και σπίτια.

Η οικογένεια βρίσκεται σε μία φάση που λίγοι άνθρωποι έχουν βρεθεί στατιστικά: αυτό που ο θυμόσοφος λαός ονομάζει "δεν ξέρω τι έχω". Έχω χάσει την έννοια του χρήματος. Δεν παίζω πλέον με τα χαρτιά και με τα κέρματα. Βλέπω μόνο νούμερα και δεκαδικά ψηφία. Δεν θέλω πλέον τα λεφτά για να ταίσω τα παιδιά μου ή να πάω διακοπές. Έχω ξεφύγει. Κινούμαι σε άλλο μήκος κύματος.

Και ήρθε μία μέρα η κυρία του, διατυπώνοντας την πολύ λογική, και παράλογη για όλους εμάς πρόταση: Γιατί να μην κάνουμε το σπίτι μας ίδιο με αυτό το σίριαλ που βλέπουμε στην τηλεόραση, το "Δυναστεία"; Άλλωστε, έτσι μας φωνάζουν.

Δίχως να το πολυσκεφτεί, πήρε τηλέφωνο τους καλύτερους μάστορες της πόλης, έτσι θα κάνεις τους κίονες ρε μαλάκα, έτσι τα κάγκελα, έτσι το γκαζόν, μη μου μιλάς για το κόστος, το θέλω ίδιο. Και έτσι έγινε.

Και πήρε μια νύχτα τηλέφωνο ο γιος του τον αρχιλογιστή, δώδεκα η ώρα το βράδυ. Ανησύχησε αυτός, σου λέει κάτι θα έγινε, για να δω τι θέλει το παιδί. "Θέλω σε είκοσι λεπτά να μου φέρεις στην τάδε διεύθυνση διακόσια εκατομμύρια δραχμές από το ταμείο". Μα μου ο λογιστής, και πως θα τα πάρω έτσι, δεν έχει μα και μου, είναι όλα εντάξει. Στα μαύρα λοιπόν μεσάνυχτα, ο λογιστής μετέφερε διακόσια εκατομμύρια δραχμές (καμία 586.940,57 ευρώ σημερινά λεφτάκια νεαρέ μου αναγνώστη) σε σακούλες σκουπιδιών, στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου.

Τρέμοντας, και έχοντας ένα φίλο του για υποστήριξη, άνοιξε την πόρτα και πήγε τις σακούλες σε κάτι που όπως κατάλαβε ήταν το μεγαλύτερο μπαρμπουτιέρικο της πόλης. Τα πήρε ο γιος και τον ευχαρίστησε, σαν να του έφερε ο λογιστής τσιγάρα από το περίπτερο. Προφανώς, όπως όλοι οι άνθρωποι που παίζουν λεφτά στο τζόγο, τα έχασε μέχρι τελευταίας δεκάρας. Πρέπει να ένιωσε πολύ ξαλαφρωμένος γυρίζοντας σπίτι. Για εκείνο το βράδυ, είχε κάνει το κέφι του.

Εν τω μεταξύ όσο περνούσαν τα χρόνια, τα πράγματα αγρίευαν. Ορισμένα από όσα γίνονταν δεν μπορούν καν να γραφτούν, ας έχουν περάσει χρόνια.

Η κατάληξη; Μπορεί και να σου φανεί απίστευτο, μπορεί και να το περίμενες. Χάθηκε η μπάλα. Αλλαγή οικονομικών συνθηκών και αντιξοότητες, πτώχευση, πλειστηριασμοί, λουκέτα, αυτοκτονίες, τρελάδικα. Κάτι που έχει παιχτεί καμία δεκαριά εκατομμύρια φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Άνοδος και πτώση. Ύβρις και Νέμεσις. Η δυναστεία είχε μάθει να ζει έτσι, ξεχνώντας με τα χρόνια πως ήταν οικογένεια, χάνοντας το μέτρο και την ανθρώπινη σχέση από τον ίλιγγο του πλούτου. Ίσως να τους κατηγορήσεις, ίσως να πεις ότι εσύ δε θα συμπεριφερόσουν ποτέ κατ'αυτόν τον τρόπο.

Δε μπορείς όμως ποτέ να είσαι σίγουρος, αν δεν έχεις βρεθεί στη θέση τους. Και μάλλον δε θα βρεθείς ποτέ.

Ο ρακένδυτος εκατομμυριούχος

Ακραία και η επόμενη ιστορία μου, και το επόμενο παράδειγμα. Γιατί μόνο οι ακραίες συμπεριφορές μπορούν να δημιουργήσουν παραδείγματα. Τώρα μιλάμε για εκείνον που αντί να έχει στο μυαλό του το ξόδεμα του χρήματος, την επένδυση ή το φάγωμα, τον καίει πρώτα από όλα πως θα το κάνει καβάντζα. Πως θα αποταμιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Πολλοί άνθρωποι έχουν την αποταμίευση ως στρατηγική στη ζωή τους, για να πετύχουν απώτερους σκοπούς: κάνω, σου λέει ο άλλος αιματηρή οικονομία, στερούμαι την έξοδό μου ή τις διακοπές μου, έτσι ώστε να πάρω ένα αυτοκίνητο, έτσι ώστε να σπουδάσω το παιδί μου ή να αγοράσω σπίτι. Ολόκληρη η καλβινιστική ηθική που ενέπνευσε τα κεφαλαιοκρατικά ιδεώδη, υμνεί την αποταμίευση ως προέκταση ενός βίου που είναι "ασκητικός", αλλά εξασφαλίζει αγαθά που εδραιώνονται με πολυετή μόχθο. Αλλά αυτό είναι μία άλλη κουβέντα.

Τώρα δε θα μιλήσουμε για τους "νοικοκύρηδες" που αποταμιεύουν για να πάρουν κάτι ακριβό, αλλά γι'αυτούς που κάνουν την αποταμίευση αυτοσκοπό. Αυτούς που σκέφτονται ότι κάθε κόστος είναι απεχθές και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το αποφύγουμε, φτάνοντας στην εμμονή. Μπορεί να έχετε γνωρίσει και εσείς τέτοιους τύπους, που κατά κανόνα είναι αντιπαθητικοί. Γι'αυτούς δημιουργήθηκε και η λαϊκή παροιμία "το σάβανο δεν έχει τσέπες". Φιλίες δεν πιάνουν εύκολα, αφού αποφεύγουν τα έξω για να μη ξοδεύονται, με την οικογένειά τους συχνά σκοτώνονται για περιουσιακά και οικονομικά -αφού τα βάζουν πάνω από τις προσωπικές σχέσεις-, μέχρι και τη μάνα τους θάβουν με φέρετρο κόντρα-πλακέ γιατί η τσέπη έχει γεμίσει καβούρια.

Αφού έχετε καταλάβει για τι είδους άνθρωπο μιλάω, θα σας περιγράψω αυτόν που το έκανε επιστήμη.
Ρουμάνος οικονομικός μετανάστης στην Κύπρο, στα τελευταία χρόνια της ευμάρειας. Ξερακιανός, ντυμένος με παλιόρουχα, η πρώτη εντύπωση που θα σου δημιουργούσε ήταν πως επρόκειτο για ρακοσυλλέκτη.

Έπιασε δουλειά ως συγκολλητής σιδήρου, σε μια μεσαία επιχείρηση. Ο μισθός του εκείνη την εποχή του εξασφάλιζε άνετα σπίτι, φαγητό, θέρμανση, μεταφορικό μέσο και με ένα σχετικό κοντρολάρισμα μπορούσε να βάζει και κάτι στην άκρη.

Όμως αυτός δεν αρκούνταν στο "κάτι" στην άκρη. Ούτε στο "αρκετά" στην άκρη. Τα ήθελε ΟΛΑ στην άκρη.

Το μεταφορικό του λύθηκε όταν το αφεντικό του χάρισε το ποδήλατο ενός από τους γιους του, που είχε φύγει έξω για σπουδές. Έτσι μπορούσε να πηγαίνει γρηγορότερα στη δουλειά. Όχι από το σπίτι, αλλά από την γέφυρα κάτω από την οποία ζούσε. Το πάθος του για συσσώρευση χρήματος -πρόσεχε, χρήματος, όχι πλούτου- τον είχε νικήσει σε τέτοιο βαθμό, που έβλεπε το ενοίκιο σαν μία μαχαιριά, σαν κάτι που έπρεπε να γλιτώσει οπωσδήποτε.

Από τη μία πλευρά ήταν τυχερός, γιατί η Κύπρος δεν είχε ακραίο κρύο και του επέτρεπε να κοιμάται άνετα έξω. Από την άλλη άτυχος, γιατί ο ξεροπόταμος της Λευκωσίας δεν είχε ούτε το Χειμώνα ικανοποιητική ροή έτσι ώστε να του επιτρέπει να πλένεται. Το αποτέλεσμα; Δυσάρεστη δυσοσμία για τους ανθρώπους με τους οποίους ερχόταν καθημερινά σε επαφή. Μία μέρα, δύο μέρες, ένα μήνα, ένας εργάτης δεν άντεξε. Μπήκε στο γραφείο του αφεντικού και ξέσπασε: "είμαστε που είμαστε στις ψηλές θερμοκρασίες με τις συγκολλήσεις, έχουμε και τον άλλον που δεν κάνει μπάνιο και μας βασανίζει τα ρουθούνια. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, πάρε μέτρα!"

Το αφεντικό καλοσκέφτηκε: ψιλοχοντρό να πεις στον άλλον ότι βρομάει. Μπορεί να σε κατηγορήσει για χίλια δυο, ότι είσαι ρατσιστής, ότι μειώνεις την προσωπικότητά του... αλλά το γεγονός αυτό ήταν τόσο καραμπινάτο, τόσο πασιφανές, που έπρεπε να ενεργήσει για τους πολλούς.
Η έκπληξη ήταν ότι όταν του το είπε, και του προσέφερε μπάνιο στο χώρο της εργασίας, ο πρωταγωνιστής μας κάθε άλλο παρά παρεξηγήθηκε. Χαμογέλασε αυτάρεσκα και απόλαυσε το μπάνιο του, κι ακόμη περισσότερο την ιδέα ότι χρησιμοποιούσε το ζεστό νερό και το σαπούνι κάποιου άλλου.

Ίσως αναρωτηθείς πως την έβγαζε με το φαγητό του: περνώντας τα χαράματα έξω από τους φούρνους και τρώγωντας τις μπαγιάτικες τυρόπιτες που δεν μπορούσαν πια να πουληθούν. Άλλωστε οι συμπατριώτισσές του που δούλευαν εκεί, ένιωθαν πολύ καλά που τον φρόντιζαν.

Ο χρόνος περνούσε και οι μήνες δουλειάς γίνονταν μήνες καθαρού τσεπώματος. Ώσπου η εντεινόμενη κρίση χτύπησε και την επιχείρηση όπου δούλευε. Το αφεντικό τους ενημέρωσε ότι το μαγαζί αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας. Οι τράπεζες σφίξανε τα λουριά, τα δάνεια σταμάτησαν να δίνονται αφειδώς και ο σκόπελος έμοιαζε απροσπέλαστος.

Τους μαζεύει το αφεντικό και τους τα λέει χαρτί και καλαμάρι. Τα λόγια δύσκολα έβγαιναν από τους υπαλλήλους. Όλοι ήταν έτοιμοι να ακούσουν το "απολύεσαι λόγω περικοπών." Ο μόνος που βρήκε το κουράγιο να μιλήσει ήταν ο Ρουμάνος. Και αντί να αναφερθεί στις λεπτομέρειες και στα προβλήματα της δουλειάς, ρώτησε ορθά κοφτά "Πόσα λεφτά θέλεις;"

Αυτός, ο ρακένδυτος εργάτης που κοιμόταν κάτω απ'τη γέφυρα, ρωτούσε το ευτραφές αφεντικό του, με τη μερσεντάρα, το τρίπατο σπίτι και τον γιό του στο Λονδίνο, πόσα θέλει να τον δανείσει. Άπαντες κρέμασαν σαγόνια.

Θα αναρωτηθείς δικαίως: καλά, αυτός που τσιγκουνευόταν μέχρι και το νερό του, έβγαλε από την τσέπη του Χ, Ψ χιλιάρικα; Ναι, γιατί μιλούσε μέσα του ο τραπεζίτης. Ό,τι έπαιρνε το αφεντικό, θα του το γυρνούσε με τόκο. Ξηγημένα πράγματα. Άλλωστε, τον κρατούσε δέσμιο από το γεγονός ότι ήξερε τις μικρές και μεγάλες βρομιές του στη δουλειά: ποιοί ήταν αδήλωτοι, που παρανομούσε, με κάθε λεπτομέρεια. Σε περίπτωση που αθετούσε τη συμφωνία τους, ο Ρουμάνος θα του έπαιρνε το γκρόβερ.

Όντως, ο μανιακός με την αποταμίευση φίλος μας τα πήρε πίσω μέχρι τελευταίας δεκάρας. Μερικούς μήνες μετά, εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναείδε κανείς.

Το καμμένο πεντοχίλιαρο

Μικρός ήμουν, πες στην εφηβεία αλλά όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα ξεχάσω τον τύπο με το καμμένο πεντοχίλιαρο.

Στο γήπεδο λοιπόν, στην ηλικία που όλα τα πράγματα σου κάνουν αίσθηση και όλα σε γοητεύουν. Ο αγώνας ντέρμπι και οι οπαδοί παστωμένοι στις κερκίδες σαν τις σαρδέλες. Απέναντι δεν μπορούσες να διακρίνεις κεφάλια και πρόσωπα, μόνο μία απροσδιόριστη μαύρη λάβα κόσμου.
Έτσι όπως καθόμασταν λοιπόν ο ένας κοντά στον άλλον, δεν θα μπορούσαμε να μη δούμε τον τύπο παραδίπλα, ο οποίος δεν φαινόταν να συμμετέχει ενεργά στο όλο νταβαντούρι.

Τα συνθήματα έδιναν και έπαιρναν, αλλά αυτός φαινόταν κομμάτια. Τώρα τι είχε πιει, ο θεός και η ψυχή του. Πάντως ό,τι και αν ήταν αυτό, το είχε παρακάνει.

Ενώ λοιπόν ο ενθουσιασμός ήταν γενικός, αυτός είχε το κεφάλι κάτω και κοιτούσε επίμονα.
Κάποιος από την παρέα μου τον στάμπαρε, και επειδή τότε είχαμε το πείραγμα κάτω από τη γλώσσα, άρχισε να μας δείχνει προς τα 'κει και να χασκογελάει.

Ο τύπος είχε βγάλει από τις τσέπες του ένα πεντοχίλιαρο (δραχμές ακόμα) και το χάζευε όπως κοιτάει ο υπνωτισμένος το εκκρεμές.
Το παιχνίδι παιζόταν κάτω, τα λεπτά περνούσαν, οι ιαχές όλο και δυνατότερες, κι αυτός εκεί, έχοντας χαρτογραφήσει κάθε χαρακτηριστικό του Κολοκοτρώνη, και κάθε λεπτομέρεια της τζίφρας του τραπεζίτη που το 'χε υπογράψει.

Ώσπου πάνω σε ένα ανύποπτο σημείο, βγάζει αναπτήρα από την τσέπη, τυλίγει το χαρτονόμισμα και του βάζει φωτιά, κρατώντας το ψηλά σαν να ήταν πυρσός. Και ζει μία χαρούμενη παράκρουση ενώ το βλέπει να γίνεται παρανάλωμα του πυρός.

Πολλές φορές από τότε το επανέφερα στη μνήμη μου, προσπαθώντας να το εξηγήσω λογικά: λες να είχε σταθεί αυτό το πεντοχίλιαρο η αφορμή ενός καυγά με δικό του πρόσωπο και ήθελε να το κάψει για να λυτρωθεί; τάχα να ένιωσε τη δέσμευση που δημιουργεί το χρήμα και να ήθελε να σπάσει αυτή την αλυσίδα, αυτή την εξάρτησή του; Ενώ κάνω αυτές τις σκέψεις, πάντα νικάει η τελευταία: μάλλον ήταν ένα φλας που έφαγε πάνω στη ζάλη του.

Αλλά ένα φλας που το θυμάμαι ακόμα. Αλήθεια, πόσους έχετε δει να καίνε τα χρήματά τους;

"Θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου" έγραφε ο Πυθαγόρας, όχι ο αρχαίος ντε, ο άλλος με τα παλιά λαϊκά σουξέ. ΘΑ τα κάψεις όμως. Έκανες μία σκέψη. Δεν τα έκαψες. Ενώ ο τρελάκιας του γηπέδου τον τσουρούφλησε τον Κολοκοτρώνη.

Ενώ έλεγα αυτή την ιστορία στον φίλο μου τον Γιώργο, του έκανα αυτή ακριβώς την ερώτηση. Ρε συ, έχεις δει ποτέ άνθρωπο να καίει τα λεφτά του; Να βγάζει από την τσέπη του έστω και ένα εικοσάρικο και να το βάζει φωτιά;

Θυμήθηκε ένα πρόσφατο περιστατικό, από το κίνημα των "Αγανακτισμένων". Η οικονομική κρίση στο κόκκινο και εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου έξω από το Σύνταγμα. Στην γενικότερη πανσπερμία ιδεών που κατέκλυζε την πλατεία και πάνω στο "τις αγορεύειν βούλεται", σηκώνεται να μιλήσει μία θεία. "Για αυτά τα χρήματα, τα αναθεματισμένα, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Να μαζευτούμε αύριο να τραβήξουμε τα χρήματά μας και να έρθουμε εδώ να τα βάλουμε φωτιά".

"Καλά" είπαν σιωπηρά οι υπόλοιποι μυριάδες. "Ξεκίνα κι έρχομαι"

RAMNOUSIA

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top