Η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις περιόδους. Η πρώτη: 1830-1880, η δεύτερη: 1881- 1922, η τρίτη: 1923 - 1949 και η τέταρτη αφορά τα χρόνια μετά το 1950. Η τελευταία είναι δυνατόν να υποδιαιρεθεί, όπως και οι προηγούμενες φυσικά, σε υποπεριόδους: εκείνη των ετών 1950-1980, 1981-2009 και 2010 και εντεύθεν.
Του Θεόδωρου Παπαηλία
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελείται από αγρότες. Υπάρχει, όμως, στα νησιά και στα παράλια αναπτυσσόμενη ναυτιλία και εμπόριο. Παράλληλα, ο ελληνισμός των παροικιών θα τροφοδοτεί τους κατοίκους με ιδέες και εισροή, αν και σε περιορισμένο βαθμό, συναλλάγματος1. Η Διοίκηση, που θα έρθει από έξω (Καποδίστριας, βασιλεία), θα υποστηρίξει αποφασιστικά τον εκσυγχρονισμό.
Παρά την απομάκρυνση των Βαυαρών (της αντιβασιλείας), επειδή η Δύση εμφανίζεται να ταυτίζεται με τον πολιτισμό και η Ανατολή να συνιστά το απευκταίο, η εκπαίδευση, η συγκρότηση του κράτους, η ιδεολογία κ.λπ. κινούνται στις ευρωπαϊκές συντεταγμένες. Οι γόνοι των προυχόντων, σπουδάζοντας εκεί, μεταφέρουν και τα ήθη και τα έθιμα. Σύντομα οι αλλαγές καθίστανται εμφανείς και στα πιο απλά πράγματα (το ντύσιμο, λόγου χάριν, μετατρέπεται σε «φράγκικο»). Η γλώσσα επιδιώκεται να διατηρήσει ισχυρότερη συνέχεια με αυτήν της Αρχαιότητος, καθιστάμενη απομίμησή της. Οι δομές του κράτους, του στρατού κ.λπ. εκδυτικίζονται. Η μεταβολή αυτή, εξαιρετικά βίαιη2, συνέτριψε το τοπικιστικό πνεύμα μιας οιονεί φεουδαλικής αντίληψης που επικρατούσε3. Έτσι, στην πρώτη πεντηκονταετία θα συσταθεί ένα κρατικό μόρφωμα που λίγο θα αποκλίνει από το σημερινό.
Οικονομικά, παρά την κυριαρχία της γεωργίας – εξαιτίας της προσπάθειας σύγκλισης προς την Εσπερία –, οι πολιτικοί θα ενδιαφέρονται για την υποστήριξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας κατά βάση, παρέχοντας διευκολύνσεις στο ελληνικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Η λύση του προβλήματος των «εθνικών γαιών»4 επικύρωσε τη διατήρηση του πληθυσμού της παλαιάς Ελλάδος σε μάζα μικροκαλλιεργητών και κατά συνέπεια εκτόνωσε την όποια πίεση θα ήταν πιθανόν να ασκήσουν αυτοί. Η γεωργία στράφηκε, όπου ήταν δυνατόν, στις εξαγωγές. Την αγροτική αυτή μεταρρύθμιση έως έναν βαθμό διευκόλυνε και έως έναν άλλον αποτέλεσε προϋπόθεση γι’ αυτή, ή και αιτία ίσως, η επέκταση της σταφίδος, προϊόντος που η καλλιέργειά του είχε αρχίσει να επιβάλλεται στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας5. Το προϊόν αυτό εντάσεως εργασίας είχε θεαματικότερες αποδόσεις στη μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση παρά στη μεγάλη (τα τσιφλίκια). Ας σημειωθεί ότι τα τελευταία δεν κυριαρχούσαν στην κυρίως Ελλάδα και εμφανίστηκαν στη Φθιώτιδα και την Εύβοια (λιγότερο στην Αττική), επειδή οι περιοχές αυτές ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά τη συνθήκη Ανεξαρτησίας (και οι απομακρυνόμενοι Μωαμεθανοί τις επώλησαν σε Έλληνες, κυρίως της διασποράς).
Ένα εξωτερικό γεγονός, η φυλλοξήρα, που έπληξε τους γαλλικούς αμπελώνες, πολλαπλασίασε τις καλυπτόμενες εκτάσεις και εκτίναξε την παραγωγή στα ύψη, με συνέπεια να εμφανιστεί μια δυαδική οικονομία. Οι Ορεινοί ή γενικότερα οι Μεσόγειοι είτε καλλιεργούσαν σιτάρι, που είχε μικρές αποδόσεις, λόγω των καλλιεργητικών μεθόδων (ησιόδειο άροτρο, έλλειψη λιπασμάτων, κ.λπ.) – άρα και χαμηλό εισόδημα – είτε ήσαν κτηνοτρόφοι με τα ίδια ισχνά αποτελέσματα˙ οι δε Παράλιοι ασχολούνταν κυρίως με τη σταφίδα, που θα αποτελέσει επί μακρόν το κύριο εξαγώγιμο προϊόν. Ένας εσμός από μεταπράτες, όπως έμποροι, τοκογλύφοι, τράπεζες, συντηρήθηκε από τη χρυσοτόκο αυτή όρνιθα, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν οι πόλεις και οι επικοινωνίες6. Οι πλείστοι των πολιτευτών μέχρι πρόσφατα θα σχετίζονται αμέσως ή εμμέσως με τις περιοχές αυτές (Κόρινθος, Αχαΐα, Ηλεία, Μεσσηνία).
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος
Στη δεύτερη περίοδο κυριάρχησε αρχικά το σταφιδικό ζήτημα και στα επόμενα η εκ νέου προσπάθεια εκσυγχρονισμού και οι πολεμικές αναμετρήσεις. Η κρίση από τη μονοκαλλιέργεια, δύσκολα ή και αδύνατον να αποφευχθεί, είχε αποτέλεσμα τη ριζοσπαστικοποίηση τμήματος του πληθυσμού, ενώ η εξωτερική μετανάστευση (στις ΗΠΑ) απετέλεσε βαλβίδα εκτόνωσης. Μεταξύ 1880 και 1912 «εκδιώχθηκαν» 350 χιλ. άτομα σε έναν πληθυσμό 2,7 εκατ. το 1907.
Η προσπάθεια του Τρικούπη να εξέλθει η χώρα από τη στασιμότητα, που τη διατηρούσε η αργή εξέλιξη, οδήγησε σε μια θεαματική βελτίωση των υποδομών (σιδηρόδρομοι, λιμάνια, διώρυξ Κορίνθου κ.λπ.). Μολαταύτα, τα εσωτερικά προβλήματα (ανεπαρκής κρατικός μηχανισμός), η υπερβολική «υπερθέρμανση» της οικονομίας και οι αρνητικές εξωτερικές εξελίξεις οδήγησαν στην πτώχευση. Ο πόλεμος το 1897 έκανε αναπόφευκτο τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Συνεπώς, η κύρια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας έφερε τη χρεοκοπία, τη διεθνή επιτήρηση και την αφαίμαξη του πλούτου.
Το πολιτικό και οικονομικό αυτό τέλμα γέννησε το κίνημα στο Γουδί το 1909 και την είσοδο του Βενιζέλου στην πολιτική ζωή. Στη δεκαετία του 1910 η χώρα θα διπλασιαστεί και μια θεσμική ανανέωση θα επικρατήσει, αλλά ο Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή έπειτα θα κόψουν βίαια τον ενθουσιασμό.
Αν στην πρώτη περίοδο (1830-80) τέθηκε το ιδεολογικό πλαίσιο, στη δεύτερη ο στόχος για απογείωση θα φέρει κρίση οικονομική (1893) και πολιτική (1909). Η ήττα στο τέλος (1922) προήλθε από ένα σύστημα οικονομικής αδυναμίας και κοινωνικής καθυστέρησης με συνέπεια την πολιτική σύγκρουση (και τη συνέχιση της δορυφοροποίησης στους ξένους).
Χρεωκοπία και εμφύλιος
Στην τρίτη περίοδο (1923-49) οι αδυναμίες προβάλλουν απροκάλυπτες: η αποκατάσταση των προσφύγων, η λειτουργία του κράτους στα νέα όριά του και η ενδυνάμωση της εκβιομηχάνισης θα οδηγήσουν εκ νέου σε αδιέξοδο. Η επανάληψη του εγχειρήματος για ταχεία ανάπτυξη (εκβιομηχάνιση, μεγάλα παραγωγικά έργα στις νέες χώρες κ.λπ.), και παράλληλα η διεθνής κρίση θα σπρώξουν την Ελλάδα στη χρεοκοπία (1932) άλλη μια φορά. Πάντως, στο γενικότερο παγκόσμιο κλίμα της ύφεσης η πτώχευση αυτή θα περάσει στα «ψιλά».
Η οικονομική κρίση, πιο σύνθετη από εκείνη 50 έτη νωρίτερα, θα συνοδεύεται από πολιτειακή και κοινωνική. Ο Βενιζέλος το 1910 στάθηκε ανεπαρκής να επιλύσει το ζήτημα, διατηρώντας το στέμμα, ευελπιστώντας ότι θα ρυμουλκήσει το παλάτι στη λογική του αγγλοσαξονικού προτύπου. Στον μεσοπόλεμο τόσο ο Διχασμός όσο και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων, που έφερε η διεύρυνση της χώρας και οι πρόσφυγες, είχαν ως συνέπεια την κατάπτωση. Η εκβιομηχάνιση, οι βάσεις της οποίας είχαν τεθεί στην περίοδο 1880-1920, προχώρησε με συνέπεια την αύξηση του αριθμού των εργατών. Η τάξη των αυτοαπασχολούμενων (μικροαστοί κατά τεκμήριο) γιγαντώθηκε λόγω των προσφύγων και του περιορισμού της μετανάστευσης. Έτσι, η οξύτητα του οικονομικού προβλήματος δημιούργησε αστάθεια και εν τέλει τη δικτατορία του Μεταξά. Η επικράτηση της τελευταίας κατέστη δυνατή λόγω του διεθνούς κλίματος και της πτώχευσης του 1932.
Ο πόλεμος και η κατοχή διεύρυναν τα προβλήματα, τα οποία υπόβοσκαν επί δεκαετίες. Ο κάτοικος της περιόδου 1830-1880 ήταν εξαθλιωμένος και το πολιτικό σύστημα υπενθύμιζε τη μακρόχρονη καταπίεση, προκειμένου να κατευνάζει τα πνεύματα. Οι πλείστοι των αγροτών βρέθηκαν με μικρά κτήματα και επιβίωναν οριακά. Η Μεγάλη Ιδέα και ο στόχος για την απελευθέρωση των υποδούλων (Κρητικό ζήτημα, Μακεδονικό κ.λπ.) συρρίκνωνε τη δυναμική των διεκδικήσεων. Το χθες ήταν παρόν στις προφορικές παραδόσεις.
Στο τέλος της επόμενης πεντηκονταετίας (1880-1930) ο αλυτρωτισμός βρέθηκε προ αδιεξόδου και τα ζητήματα που δεν είχαν επιλυθεί κατά την προηγούμενη περίοδο πρόβαλαν πιεστικότερα. Η μετανάστευση σταμάτησε και επιπροσθέτως πρόσφυγες προστέθηκαν σε ένα αδύναμο σύστημα. Η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήταν γεγονός. Αυτή η δυναμική παρουσιάσθηκε ευκρινέστερα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η Αριστερά έδειξε να κερδίζει τις προτιμήσεις μεγάλης μάζας. Ο εμφύλιος, εφόσον η Ελλάς κατακυρώθηκε στη Δύση, δύσκολα θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η διάρκειά του, μέχρι το 1949, άφησε τη χώρα τόσο καθημαγμένη, που μέχρι το 1953 δεν είχε επανέλθει πλήρως το πάγιο κεφάλαιο και η συνολική παραγωγή στα επίπεδα του 1938. Η όποια επιδίωξη ανάτασης, που ξεκίνησε μετά το 1950 και την υποτίμηση το 1953, αδυνατούσε να εξαφανίσει σύντομα την καθυστέρηση.
Απ’ τον εμφύλιο στο... ευρώ
Στην τελευταία περίοδο, στα έτη 1951-1971, η μετανάστευση παρουσιάσθηκε ως από μηχανής θεός. Ένα εκατομμύριο άτομα μετοίκησαν στην αλλοδαπή. Στα χρόνια αυτά οι επιχειρήσεις στη βιομηχανία και βιοτεχνία, αν και πολλαπλασιάσθηκαν με ικανοποιητικούς ρυθμούς, δεν κατάφεραν στις περισσότερες περιπτώσεις να ξεπεράσουν τις προπολεμικές αδυναμίες: μικρό μέγεθος, εντάσεως εργασίας, στραμμένες στην υποκατάσταση εισαγωγών. Ο ορίζοντας του τυπικού βιομήχανου παρέμεινε περιορισμένος και ήταν ανάλογος των ομολόγων του των αδύναμων χωρών.
Η διαδικασία αυτή υλοποιείτο στα πλαίσια ενός αυταρχικού κράτους, άκρως συγκεντρωτικού. Τα δύο τρίτα και πλέον της χώρας συσπειρώθηκαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Οι όποιες ενέργειες ευρύτερης δημοκρατίας ποδηγετήθηκαν (1965) και τέλος η δικτατορία σταμάτησε βιαίως την πολιτική ανανέωση. Όπως και το 1936 έτσι και το 1967 ένα μείγμα εξωτερικής πίεσης και εσωτερικής αναταραχής οδήγησε στον ολοκληρωτισμό. Οικονομικά, όμως, και στην πρώτη και τη δεύτερη περίπτωση, συνεχίσθηκε η ίδια πολιτική (των Φιλελευθέρων στην πρώτη περίπτωση, της Ένωσης Κέντρου στη δεύτερη). Η μεταπολίτευση αρχικά (1974-1992) έκλινε προς αριστερά (σοσιαλμανία επί Καραμανλή, έντονη κρατική παρέμβαση επί Παπανδρέου). Ο προελαύνων φιλελευθερισμός (Θάτσερ 1989, Ρήγκαν 1980, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού 1990) ανέβασε στο τιμόνι τη Δεξιά. Η προσπάθεια εισαγωγής της διεθνούς πρακτικής (ο Μητσοτάκης κινήθηκε σε φιλελεύθερες συντεταγμένες) είχε συνέπεια τη ραγδαία αποδόμηση της κυβέρνησης και την παλινόρθωση των σοσιαλιστών. Μολοταύτα από το 1995 και εντεύθεν, με χρονική υστέρηση, επικράτησε σταδιακά στη χώρα ο φιλελευθερισμός, που έλαβε το κομψό όνομα εκσυγχρονισμός.
Σημειώθηκε για άλλη μια φορά, με κίνητρο τους Ολυμπιακούς Αγώνες, επιδίωξη βελτίωσης των υποδομών και στήριξης της επιχειρηματικότητας, όπως και στα έτη 1883-93 και 1926-32 με το ίδιο αποτέλεσμα: την πτώχευση. Οι μακροχρόνιες αδυναμίες που συντηρούνται από το 1830 ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεπερασθούν.
Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ απεδείχθη ατύχημα. Στην αγροτική οικονομία υπερίσχυσε ο επιδοματικός χαρακτήρας των παρεμβάσεων και μάλλον χάθηκε ο επενδυτικός ορίζοντας, που κυριαρχούσε στο διάστημα 1950-77. Ήδη στα μέσα του ’80 σε κάθε 100 δραχμές επιδότηση αντιστοιχούσαν 15 επένδυσης. Η τελευταία εκμηδενίστηκε σχεδόν μετέπειτα. Η βιομηχανία, στραμμένη στην υποκατάσταση εισαγωγών, δασμοβίωτος αναποφεύκτως, συρρικνώθηκε. Η είσοδος εν τέλει στη ζώνη του ευρώ, νομίσματος ανατιμώμενου σε σχέση με το δολάριο, το γουάν κ.λπ., έδωσε ένα επιπρόσθετο πλήγμα στις ισχνές ελληνικές εξαγωγές.
Η πτώχευση που... άργησε
Το εμπορικό κεφάλαιο με διασύνδεση στην πολιτική φάνηκε να επιβάλλεται καθ’ όλον τον βίο του ελληνικού κράτους (αναμενόμενο, αφού η απέχθεια προς τη γεωργία και η αδυναμία εκβιομηχάνισης το αφήνουν ως μόνη δύναμη). Η έλλειψη καινοτόμων επιχειρηματιών δεν σχετίζεται μόνον με αυτό το περιβάλλον αλλά και με το επίπεδο μόρφωσής των, την περιορισμένη αγορά, τουλάχιστον πριν το 1920, κ.λπ. Ο θεσμός της ανώνυμης εταιρείας προσφάτως εγένετο αποδεκτός, αν και κατ’ ουσίαν πίσω από τα εταιρικά σχήματα κρύβονται ελάχιστες οικογένειες. Όταν κάποια στιγμή το χρηματιστήριο φάνηκε να ενηλικιώνεται, αλλεπάλληλες απάτες, όπως αυτή του τέλους των ’90, ανέδειξαν την εικόνα του πολιτικού και οικονομικού προσωπικού της χώρας: η μεγαλύτερη απάτη στη νεώτερη περίοδο πραγματοποιήθηκε μέσω αναδιανομής του εισοδήματος, δείγμα ενός διαπλεκόμενου πολιτικού συστήματος και επιχειρηματιών - πειρατών. Κάτω από αυτούς τους όρους, επειδή η βιομηχανική ανάπτυξη παρέμεινε περιορισμένη και καθώς η μετανάστευση σταμάτησε μετά το 1975, η λύση προς εργασία του άνεργου εργατικού δυναμικού ήταν είτε το κράτος είτε η αυτοαπασχόληση. Καμία δυτική χώρα δεν διαθέτει τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο δημόσιο ή στην αυτοαπασχόληση (περίπου το ήμισυ του εργατικού δυναμικού).
Τοιουτοτρόπως, ενώ η πτώχευση θα ήταν δυνατόν να συμβεί το 1960 ή το 1970, η μετανάστευση απομάκρυνε τα πλήθη, που αναζητούσαν εργασία και διά τούτο θεωρήθηκε ως ευλογία. Ταυτοχρόνως η πολιτική καταπίεση λόγω του εμφυλίου συγκρατούσε τα αιτήματα. Στη δεκαετία του 1980 ο πακτωλός των επιδοτήσεων και ο ξέφρενος δανεισμός ανέβασε το μέσο ατομικό εισόδημα, σε μια οικονομία που παρέμενε, στις υποδομές και στη λειτουργία της, ημιανεπτυγμένη. Στο τέλος, παρά τα μέτρα του 1985-87, οδηγήθηκε στον προθάλαμο του αδιεξόδου: Η πτώχευση εμφανίσθηκε προ των πυλών στην κυβέρνηση Ζολώτα. Η τύχη ήλθε με το μέρος της Ελλάδος, αφού η κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού απετέλεσε το Ελντοράντο για την παγκόσμια κερδοσκοπία και η όλη καθοδηγούμενη διεθνή πολιτική ατμόσφαιρα αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα απομάκρυναν ηθελημένα την προσοχή τους από τη χώρα και ο κίνδυνος αποσοβήθηκε. Το πολιτικό σύστημα, λαμβάνοντας το μήνυμα, στη δεκαετία του 1990, επικεντρώθηκε στο «συμμάζεμα».
Αλλά η ένταξη στο ευρώ αποτέλεσε την Κίρκη του φτηνού δανεισμού. Μετά τα συμπόσια της Ολυμπιάδος θα όφειλε να επανακάμψει στην πολιτική των μέσων του 1990. Αντί τούτου η κυβέρνηση, ως κάτι που την υπερέβαινε, αδυνατούσε να συγκρατηθεί (αφού κάτι τέτοιο ανέτρεπε τη λογική της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτευτών) και στην πενταετία 2004-2009 τα 180 δισ. ευρώ χρέος ανήλθαν στα 319, φέρνοντας τη χώρα στην πτώχευση. Είτε το χρεοστάσιο επιτυγχάνετο μέσω μνημονίων – συντεταγμένη χρεωκοπία – είτε μέσω εγκατάλειψης του ευρώ –ανεξέλεγκτη – το αποτέλεσμα θα διέφερε στην ένταση. Υπ’ αυτούς τους όρους προέκυψε ότι η χώρα ήταν μάλλον απίθανο να αποφύγει το μοιραίο7.
Χρόνια καθυστέρηση
Γενικεύοντας: Οι καθυστερημένες κοινωνικές δομές οδηγούν στην υπανάπτυξη, η οποία δημιουργεί ένα ανήμπορο και συχνά διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο με τη σειρά του συντηρεί αυτές τις δομές (για αναπαραγωγή του) με απόρροια τη διατήρηση της υπανάπτυξης, οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο.
Είναι ατυχές να συγκρίνεται η οικονομία της Ελλάδος με τις αντίστοιχες των κρατών της Δύσης, στις οποίες, ως ένα σχετικώς ομοιογενές σύνολο, το επίπεδο ανάπτυξης είχε μακραίωνες κοινές ρίζες.
Αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρχει παραλληλισμός με τις όμορες χώρες. Καμία από αυτές δεν παρουσίασε τα οικονομικά και πολιτιστικά επιτεύγματα της Ελλάδος (βλέπε βόρειος Αφρική, Συρία κ.λπ.). Αντιστοίχως, κάθε σύγκριση με οποιαδήποτε βαλκανική χώρα από τη Ρουμανία μέχρι την Αλβανία αποβαίνει εις όφελος της χώρας. Ακόμη και με τη Νότιο Ιταλία δεν έχει να χάσει σε σύγκριση, ούτε με τα πρώην αποικιοκρατικά κράτη της Ιβηρικής. Οι περισσότεροι κοινωνικοί δείκτες στην Ισπανία είναι χειρότεροι από εκείνους της Ελλάδος, παρά τα απειράριθμα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας αυτής (η Πορτογαλία φυσικά είναι σε ακόμη υποδεέστερη μοίρα). Η περίπτωση της Τουρκίας είναι διαφορετική. Μια δεκαετία πριν, κάθε παραλληλισμός με την Ελλάδα απέβαινε συντριπτικά εις βάρος της. Η πρόσφατη ανάπτυξη της Τουρκίας σχετίζεται με πληθώρα παραγόντων (μεγάλο μέγεθος πληθυσμού, τεράστια ενδοχώρα από τη Μικρά Ασία μέχρι το Σινικό Τείχος κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, κάθε αντιπαραβολή με το κατά κεφαλήν εισόδημα ή τους κοινωνικούς δείκτες (υγειονομική περίθαλψη, προσδόκιμο ζωής, αναλφαβητισμός κ.λπ.) πόρρω απέχει από την Ελλάδα.
Η ανάπτυξη είναι ένα σύνθετο γεγονός, που ξεφεύγει ευκόλων ιδεολογημάτων. Παρά τη συνύπαρξη στα πλαίσια της ΕΣΣΔ και παρά τις προσπάθειες ισόρροπης ανάπτυξης, μετά τη διάλυση της χώρας οι διαφορές παρέμεναν. Το ευρωπαϊκό κομμάτι της Ρωσίας είναι, όπως και επί τσαρικής εποχής, πιο αναπτυγμένο από οποιαδήποτε δημοκρατία, είτε του Καυκάσου είτε της Ασίας.
Συνεπώς, η χρεωκοπία δεν ήταν τυχαία κατάληξη, αλλά η αδυναμία μια χώρας να μεταβεί από την καθυστέρηση (σε εκπαίδευση, υγεία, κρατικές δομές, ιδεολογία κ.λπ.) στο επίπεδο των μεταβιομηχανικών κοινωνιών. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει το πολιτικό σύστημα από τις ευθύνες, το οποίο, με εξαιρέσεις, ως φαύλο συντήρησε αυτήν την κατάσταση, φοβούμενο, ίσως όχι αδίκως, ότι αν προσπαθούσε να εκσυγχρονίσει απότομα τις δομές θα ανετρέπετο. Το παράδειγμα του πρώτου κυβερνήτου, του Τρικούπη ή του Βενιζέλου, πρόβαλε εύγλωττο.
Υποσημειώσεις
1. Ίδρυση της ΕΤΕ, σύσταση βιοτεχνιών, αγορές αγροκτημάτων κ.λπ.
2. Ήδη ο Κολοκοτρώνης, αν και θαυμαστής του κυβερνήτου, τον κρίνει «λαϊκά» (με κριτήρια που θα πρέπει να αποδέχονταν το μέγιστο μέρος του πληθυσμού).
3. Οι Μανιάτες, λόγου χάριν, έπαψαν να ζητούν αυτοδιοίκηση στη χώρα τους.
4. Τις γαίες των Μωαμεθανών το κράτος δεν τις διαμοίρασε στους προεστούς, που το απαιτούσαν, αλλά τις κράτησε δι’ ίδιον όφελος, νοικιάζοντάς τες. Η διανομή διήρκεσε από το 1870 μέχρι το 1911 και η τιμή παραχώρησης κρίθηκε μάλλον χαμηλή.
5. Ισχυρότερες τάσεις καταγράφηκαν στα αγγλοκρατούμενα Ιόνια.
6. Η γραμμή Πύργου - Κατακώλου ήταν η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή.
7. Οι άλλες βαλκανικές χώρες αντιμετώπισαν τον όλεθρο μετά την κατάρρευση το 1990.
topontiki
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.