Select Menu

Σίγουρα θα θυμάστε την ταινία “FIGHT CLUB” του 1999 με τον Brad Pitt που βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Chuck Palahniuk. Εκεί είχαμε έναν αντι-ήρωα ο οποίος ήταν θύμα της ίδιας της κοινωνίας που τον έφτιαξε.

Απογοητευμένος από τον καταναλωτικό τρόπο ζωής και τα αδιέξοδα που προκύπτουν, αναζητά τρόπους αντίστασης. Έτσι γνωρίζει έναν παράξενο κατασκευαστή σαπουνιών, αλλά το κυριότερο μπαίνει σε μια λέσχη οπού εκεί συναντά ναρκομανείς, καταθλιπτικούς, αλκοολικούς και λοιπούς περιθωριακούς, όπου λένε τον πόνο τους μεταξύ τους και ξυλοφορτώνει ο ένας τον άλλον, ως μια τελετουργία εκτόνωσης της εσωτερικευμένης βίας. Η λέσχη συνεχώς μεγαλώνει και μεγαλώνει.

Ο ήρωάς μας λοιπόν, οραματίζεται ν’ αρχίσει επανάσταση…όμως φτάνει στο σημείο να χτυπά τον ίδιο του τον εαυτό, έχοντας κατασκευάσει έναν φανταστικό χαρακτήρα. Έφτιαξε αυτόν που δεν μπορούσε ο ίδιος να είναι και τον έβγαλε έξω από το μυαλό του, τον πρόβαλε ως καθοδηγητή για το θάρρος που έλειπε από τον ίδιο. Η ανάγκη του να ξεφύγει από την μιζέρια και να ξαναβρεί το ποιος είναι, τον έκανε να κατασκευάσει έναν εναλλακτικό εαυτό.

Στην ελληνική κοινωνία, οι φοβισμένοι εργαζόμενοι, οι απελπισμένοι άνεργοι και όσοι σέρνονται πίσω από την γλίτσα των νεοφιλελέ δημίων μπορεί να ήθελαν πολύ να δώσουν μια γροθιά στα μούτρα του αφεντικού τους, να θέλουν να κρεμάσουν τον Χ υπουργό στην πλατεία Συντάγματος, να σπάσουν τα πλευρά του σαπιοκοιλιά τραπεζίτη, αλλά προς το παρόν ρίχνουν όλη τους την οργή στα ενδότερα του εαυτού τους, δηλητηριάζονται και αν δεν αντέχουν σπάνε τον καθρέφτη που κοιτάζουν.

Οι πιο απαίδευτοι και άρρωστοι από αυτούς, αποφασίζουν να συνταχθούν με τον εγχώριο ναζισμό και να ξεσπάσουν την οργή τους σε αλλοεθνείς, αλλόθρησκους, άλλους γενικά, πλην των ισχυρών. Οι πιο αδύναμοι πάλι αν δεν φτάσουν στο σημείο της αυτοκτονίας ως ύστατη πράξη απελπισίας, το ρίχνουν στα αντικαταθλιπτικά. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει κάποιος Tyler Durden έστω ως φανταστικός φίλος που θα ξυπνήσει την ανάγκη τους για (αυτο-)κάθαρση.

Όσο κι αν τα πάντα γύρω διαλύονται, όσο κι αν περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της φτωχοποίησης, όσο κι αν το περιθώριο διευρύνει τα σύνορά του,  η οργή δεν έχει βρει δίοδο για να ξεσπάσει. Από τις λαϊκές σοφίες που απεχθάνομαι, μία είναι το “δώσε τόπο στην οργή”. Όχι μην δώσεις τόπο, μην την καταπιείς. Άφησέ την να ρίξει το κύμα της στους σωστούς στόχους. Αλλιώς θα γίνουμε όλοι μαζί αντικείμενο χλευασμού, χιλιάδες ψυχές δεν θα βρουν την λύτρωση που επιζητούν.

Προς το παρόν, η ελληνική κοινωνία οργανώνει διάφορα “Fight Clubs” εκτόνωσης του θυμού, χωρίς να προσανατολίζεται σε έναν επαναστατικό μετασχηματισμό τους. Αυτοτιμωρία, υπερκατανάλωση, σταρχιδισμός, μια τυφλή βία κι ένας θρήνος για το χαμένο όνειρο της Μυκόνου. Στην προκειμένη δεν χρειάζεται να μείνουμε οι αφηγητές ή οι θεατές των γεγονότων, κατασκευάζοντας φανταστικούς φίλους ή ανύπαρκτους ήρωες.

Στην ταινία ο υλικός κορεσμός και η κενότητα φτάνουν τον κεντρικό χαρακτήρα στην ίδρυση μιας υπόγειας λέσχης για να ανοίξει το καπάκι της χύτρας και να βρουν ένα νόημα οι αλλοτριωμένοι της ζωής. Ένα μέρος που τα πρωτόγονα ένστικτα θα υπερισχύσουν των brands. Η επανάσταση δεν δικαιώθηκε, γιατί πρωτίστως ο πρωταγωνιστής χρειάστηκε να αφυπνιστεί. Η δική του επανάσταση, μέσα του ήταν το Α και το Ω. Χρειάζεται περισσότερο ν’ ανήκουμε στους εαυτούς μας, να είμαστε οι επιλογές μας.

Αν είναι αναγκαίο ένα νέο FIGHT CLUB για να οργανωθούμε, ας θυμόμαστε τον πρώτο του κανόνα:

Δεν μιλάμε σε κανέναν για το Fight Club.

strangejournal

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top