Γράφει η Βασιλική Σιούτη
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχει περάσει από όλες σχεδόν τις υψηλές θέσεις διακυβέρνησης τα τελευταία είκοσι χρόνια, πλην αυτής του πρωθυπουργού που του έλαχε να διεκδικήσει τώρα που η χώρα πεθαίνει. Το βασικό πολιτικό μειονέκτημα του, όμως, είναι ότι έχει συνδέσει το όνομά του με όλες τις πληγές της σημερινής Ελλάδας: Με την εκτίναξη του χρέους (θυμίζουμε την σπατάλη των Ολυμπιακών Αγώνων για την οποία έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης, ως αρμόδιος υπουργός την κρίσιμη περίοδο), με τη διαπλοκή (υπήρξε πάντα ο αγαπημένος των ισχυρών ΜΜ”Ε” και νομοθέτησε για αυτή, αφήνοντας την ουσιαστικά ανεξέλεγκτη) και την ατιμωρησία των πολιτικών (δημιουργός του περιβόητου νόμου περί -μη- ευθύνης υπουργών). Και φυσικά, εσχάτως, με το δεύτερο μνημόνιο και τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Την περασμένη εβδομάδα ζήτησε να σταματήσει η κριτική για το παρελθόν. Λογικό, αφού έχει κυβερνήσει τόσα πολλά χρόνια τη χώρα από τόσες υπουργικές θέσεις. Ο Β. Βενιζέλος προσγειώθηκε στο ΠΑΣΟΚ το βρώμικο ’89 και έγινε πρώτη φορά βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης το 1993. Στη συνέχεια διατέλεσε υφυπουργός Προεδρίας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπουργός Τύπου και ΜΜΕ, υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών, υπουργός Δικαιοσύνης, υπουργός Πολιτισμού, υπουργός Ανάπτυξης, υπουργός Εθνικής Άμυνας και υπουργός Οικονομικών. Όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού, κάποιοι συγγραφείς τον αποκαλούσαν «υπουργό Πολιτισμού Θεσσαλονίκης», γιατί ευνοούσε σκανδαλωδώς την εκλογική του περιφέρεια, ενισχύοντας προκλητικά τους θεσμούς και τους συλλόγους της περιοχής που τον ενδιέφεραν.
Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, μάλιστα, έχει γράψει το -αποκαλυπτικό για τα πολιτικο-πολιτιστικά παρασκήνια βιβλίο “Τιμής Ένεκεν“, όπου στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα Βασίλη Διαμαντάκου «φωτογραφίζεται» ο Β. Βενιζέλος. Τότε δήλωνε περήφανος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, καθώς ήταν αρμόδιος για το συντονισμό της προετοιμασίας τους και για την πολυδάπανη Πολιτιστική Ολυμπιάδα. Το τελευταίο μεγάλο πάρτι για το οποίο (μεταξύ άλλων) καλείται τώρα η κοινωνία να πληρώσει το λογαριασμό.
Το έργο όμως με το οποίο έχει συνδέσει το όνομά του περισσότερα απ’ όλα, είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος και του περιβόητου άρθρου 86 (του νόμου περί ευθύνης υπουργών), του οποίου υπήρξε εισηγητής. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Με το νόμο 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών ο Ε. Βενιζέλος απέδειξε πώς ο μύθος της δήθεν νομικής αυθεντίας μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία μιας «βιομηχανίας» διασφάλισης του ακαταδίωκτου υπουργών αλλά και συνεργατών τους. Η βασική«συνεισφορά» του νόμου στο ακαταδίωκτο εντοπίζεται στη συντομότατη παραγραφή που επιφυλάσσει υπέρ των υπουργών για πλημμελήματα και κακουργήματα που τυχόν τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως και υπέρ τυχόν συμμετοχών τους.
Κόντρα σε δυο από τις βασικότερες αρχές του συντάγματος, αυτές της ισότητας και της αναλογικότητας, ο Βενιζέλος θέσπισε με το άρθρο 3 μία πρωτοφανή διάταξη, βάσει της οποίας αδικήματα που τέλεσε υπουργός και συμμέτοχοί του παραγράφονται «με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης», δηλαδή σε χρονικό διάστημα ακόμα και δύο ετών.
Κραυγαλέες περιπτώσεις βαρυτάτων κακουργημάτων που αφορούν υπουργούς και συμμετόχους τους μένουν απολύτως ατιμώρητες. Όπως όλοι γνωρίζουν, τα σημαντικά σκάνδαλα περιελάμβαναν τη συμμετοχή και μιας σειράς στελεχών του κρατικού και ιδωτικού τομέα που προφανώς έπρεπε να απολαμβάνουν διασφαλίσεων, προκειμένου να συμμετέχουν ανεμπόδιστα στις παράνομες ενέργειες. Ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης υπουργών κλείνει σε όλους αυτούς λοιπόν το μάτι, δίδοντας προκλητικές δυνατότητες αποφυγής των συνεπειών του νόμου που ισχύουν για όλους τους άλλους πολίτες αν διέπρατταν τα ίδια πλημμελήματα ή κακουργήματα. Όλα αυτά δια χειρός Ε. Βενιζέλου.
Υπάρχει, επίσης, η νομοθεσία που πέρασε με αφορμή ή και αιτία την Proton Bank βάσει της οποίας «αμνήστευσε» τον εαυτό του για του ελληνικού δημοσίου. Η διατύπωση έχει ως εξής: «Όταν συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος και ειδικότερα λόγοι σχετικοί με τη συστημική ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, το Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεννόηση με την Τράπεζα της Ελλάδος και ανάλογα με την κατάσταση και τις πρακτικές της διατραπεζικής αγοράς, μπορεί να τοποθετεί για τον αναγκαίο χρόνο τα διαθέσιμα κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και τα στρατηγικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα του Δημοσίου».
Σημαντικό «έργο» του είναι και ο νόμος για τις ΠΑΕ. Ουσιαστικά χάρισε δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ σε ΠΑΕ, δηλαδή στους ιδιοκτήτες τους, υπό την «πίεση» των οργανωμένων οπαδών, θεμελιώνοντας ή έστω ανάγοντας σε άλλο επίπεδο το θεσμικό και παρά-θεσμικό πάρε-δώσε πολιτικής εξουσίας και ΠΑΕ / μαγαζιών ψηφοφόρων. Είναι γνωστό ότι πλείστες όσες ομάδες και μάλιστα ιστορικές, αποτάνθηκαν επανειλημμένα στην πολιτική εξουσία, προκειμένου να (ξανα)ρυθμίσουν τα χρέη τους και να μείνουν εν ζωή, συντηρώντας έτσι το μοντέλο ενός απαξιωμένου, κρατικοδίαιτου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, όπου συναγελάζονται στρατοί χούλιγκανς, «παράγοντες»με συχνά ύποπτες μπίζνες και πολιτικά στελέχη τα οποία κάθε φορά που έσωζαν τις αγαπημένες ομάδες του κόσμου, έπαιρναν το πολιτικό αντίτιμο σε ψήφους.
Όλα αυτά βεβαίως με τα χρήματα του ελληνικού λαού του οποίου την ψήφο ετοιμάζεται να ζητήσει…
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχει περάσει από όλες σχεδόν τις υψηλές θέσεις διακυβέρνησης τα τελευταία είκοσι χρόνια, πλην αυτής του πρωθυπουργού που του έλαχε να διεκδικήσει τώρα που η χώρα πεθαίνει. Το βασικό πολιτικό μειονέκτημα του, όμως, είναι ότι έχει συνδέσει το όνομά του με όλες τις πληγές της σημερινής Ελλάδας: Με την εκτίναξη του χρέους (θυμίζουμε την σπατάλη των Ολυμπιακών Αγώνων για την οποία έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης, ως αρμόδιος υπουργός την κρίσιμη περίοδο), με τη διαπλοκή (υπήρξε πάντα ο αγαπημένος των ισχυρών ΜΜ”Ε” και νομοθέτησε για αυτή, αφήνοντας την ουσιαστικά ανεξέλεγκτη) και την ατιμωρησία των πολιτικών (δημιουργός του περιβόητου νόμου περί -μη- ευθύνης υπουργών). Και φυσικά, εσχάτως, με το δεύτερο μνημόνιο και τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Την περασμένη εβδομάδα ζήτησε να σταματήσει η κριτική για το παρελθόν. Λογικό, αφού έχει κυβερνήσει τόσα πολλά χρόνια τη χώρα από τόσες υπουργικές θέσεις. Ο Β. Βενιζέλος προσγειώθηκε στο ΠΑΣΟΚ το βρώμικο ’89 και έγινε πρώτη φορά βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης το 1993. Στη συνέχεια διατέλεσε υφυπουργός Προεδρίας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπουργός Τύπου και ΜΜΕ, υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών, υπουργός Δικαιοσύνης, υπουργός Πολιτισμού, υπουργός Ανάπτυξης, υπουργός Εθνικής Άμυνας και υπουργός Οικονομικών. Όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού, κάποιοι συγγραφείς τον αποκαλούσαν «υπουργό Πολιτισμού Θεσσαλονίκης», γιατί ευνοούσε σκανδαλωδώς την εκλογική του περιφέρεια, ενισχύοντας προκλητικά τους θεσμούς και τους συλλόγους της περιοχής που τον ενδιέφεραν.
Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, μάλιστα, έχει γράψει το -αποκαλυπτικό για τα πολιτικο-πολιτιστικά παρασκήνια βιβλίο “Τιμής Ένεκεν“, όπου στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα Βασίλη Διαμαντάκου «φωτογραφίζεται» ο Β. Βενιζέλος. Τότε δήλωνε περήφανος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, καθώς ήταν αρμόδιος για το συντονισμό της προετοιμασίας τους και για την πολυδάπανη Πολιτιστική Ολυμπιάδα. Το τελευταίο μεγάλο πάρτι για το οποίο (μεταξύ άλλων) καλείται τώρα η κοινωνία να πληρώσει το λογαριασμό.
Το έργο όμως με το οποίο έχει συνδέσει το όνομά του περισσότερα απ’ όλα, είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος και του περιβόητου άρθρου 86 (του νόμου περί ευθύνης υπουργών), του οποίου υπήρξε εισηγητής. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Με το νόμο 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών ο Ε. Βενιζέλος απέδειξε πώς ο μύθος της δήθεν νομικής αυθεντίας μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία μιας «βιομηχανίας» διασφάλισης του ακαταδίωκτου υπουργών αλλά και συνεργατών τους. Η βασική«συνεισφορά» του νόμου στο ακαταδίωκτο εντοπίζεται στη συντομότατη παραγραφή που επιφυλάσσει υπέρ των υπουργών για πλημμελήματα και κακουργήματα που τυχόν τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως και υπέρ τυχόν συμμετοχών τους.
Κόντρα σε δυο από τις βασικότερες αρχές του συντάγματος, αυτές της ισότητας και της αναλογικότητας, ο Βενιζέλος θέσπισε με το άρθρο 3 μία πρωτοφανή διάταξη, βάσει της οποίας αδικήματα που τέλεσε υπουργός και συμμέτοχοί του παραγράφονται «με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης», δηλαδή σε χρονικό διάστημα ακόμα και δύο ετών.
Κραυγαλέες περιπτώσεις βαρυτάτων κακουργημάτων που αφορούν υπουργούς και συμμετόχους τους μένουν απολύτως ατιμώρητες. Όπως όλοι γνωρίζουν, τα σημαντικά σκάνδαλα περιελάμβαναν τη συμμετοχή και μιας σειράς στελεχών του κρατικού και ιδωτικού τομέα που προφανώς έπρεπε να απολαμβάνουν διασφαλίσεων, προκειμένου να συμμετέχουν ανεμπόδιστα στις παράνομες ενέργειες. Ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης υπουργών κλείνει σε όλους αυτούς λοιπόν το μάτι, δίδοντας προκλητικές δυνατότητες αποφυγής των συνεπειών του νόμου που ισχύουν για όλους τους άλλους πολίτες αν διέπρατταν τα ίδια πλημμελήματα ή κακουργήματα. Όλα αυτά δια χειρός Ε. Βενιζέλου.
Υπάρχει, επίσης, η νομοθεσία που πέρασε με αφορμή ή και αιτία την Proton Bank βάσει της οποίας «αμνήστευσε» τον εαυτό του για του ελληνικού δημοσίου. Η διατύπωση έχει ως εξής: «Όταν συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος και ειδικότερα λόγοι σχετικοί με τη συστημική ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, το Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεννόηση με την Τράπεζα της Ελλάδος και ανάλογα με την κατάσταση και τις πρακτικές της διατραπεζικής αγοράς, μπορεί να τοποθετεί για τον αναγκαίο χρόνο τα διαθέσιμα κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και τα στρατηγικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα του Δημοσίου».
Σημαντικό «έργο» του είναι και ο νόμος για τις ΠΑΕ. Ουσιαστικά χάρισε δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ σε ΠΑΕ, δηλαδή στους ιδιοκτήτες τους, υπό την «πίεση» των οργανωμένων οπαδών, θεμελιώνοντας ή έστω ανάγοντας σε άλλο επίπεδο το θεσμικό και παρά-θεσμικό πάρε-δώσε πολιτικής εξουσίας και ΠΑΕ / μαγαζιών ψηφοφόρων. Είναι γνωστό ότι πλείστες όσες ομάδες και μάλιστα ιστορικές, αποτάνθηκαν επανειλημμένα στην πολιτική εξουσία, προκειμένου να (ξανα)ρυθμίσουν τα χρέη τους και να μείνουν εν ζωή, συντηρώντας έτσι το μοντέλο ενός απαξιωμένου, κρατικοδίαιτου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, όπου συναγελάζονται στρατοί χούλιγκανς, «παράγοντες»με συχνά ύποπτες μπίζνες και πολιτικά στελέχη τα οποία κάθε φορά που έσωζαν τις αγαπημένες ομάδες του κόσμου, έπαιρναν το πολιτικό αντίτιμο σε ψήφους.
Όλα αυτά βεβαίως με τα χρήματα του ελληνικού λαού του οποίου την ψήφο ετοιμάζεται να ζητήσει…
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.