Select Menu

One must have a mind of winter
To regard the frost and the boughs
Of the pine-trees crusted with snow;
Wallace Stevens (The Snow Man)


Στη διατριβή μου με τίτλο «H κατευθυντικότητα και η ανάδυση του νοήματος» έχω επιχειρήσει αφενός τη μελέτη και συστηματοποίηση τριών κεντρικών προβλημάτων της φιλοσοφίας του νου και αφετέρου τη διατύπωση μιας υπόθεσης για την φυσιοκρατική θεμελίωση της ανθρώπινης νόησης.
Τα τρία προβλήματα που διερεύνησα είναι: [α] το πρόβλημα της κατευθυντικότητας της νόησης [β] το πρόβλημα της σχέσης της νόησης με την ύλη και [γ] το πρόβλημα του υποκειμενικού βιώματος της αισθητηριακής εμπειρίας. Κοινός παρονομαστής σε αυτή τη διερεύνηση ήταν το ζήτημα της συγκρότησης του νοήματος, δηλαδή του νοητικού περιεχομένου, ή αλλιώς του τρόπου με τον οποίο κάτι νοείται ως τέτοιο και όχι ως κάτι άλλο.
Ως σημείο εκκίνησης έλαβα την πρόταση του Heidegger ότι ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να νοηματοδοτεί τον κόσμο του.
Αυτή η χαϊντεγκεριανής κατεύθυνσης υπόθεση μου υπέδειξε κατά κάποιο τρόπο και το φιλοσοφικό πλαίσιο της έρευνας. Βάση αναφοράς αποτέλεσαν, το έργο της πρώτης περιόδου του Heidegger (διαλέξεις στο Μαρβούργο και Είναι και Χρόνος) αλλά και σύγχρονοι φιλόσοφοι που επηρεάστηκαν από τον Heidegger όπως είναι ο Hubert Dreyfus και o John Haugeland. Αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα της γλώσσας, του νοήματος και της συμπεριφοράς, αλλά και άλλα όπως το ζήτημα του νοητικού υποβάθρου, σημαντικό βοήθημα αποτέλεσε το έργο του Wittgenstein (και φιλοσόφων αυτής της κατεύθυνσης) ενώ σε πολλά σημεία της διερεύνησης εξαιρετικά χρήσιμο ήταν και το συνολικό έργο του John Searle. Επίσης, σε αρκετά σημεία, έλαβα υπ’ όψη τις θέσεις διακεκριμένων νευροεπιστημόνων όπως ο W.J. Freeman III, ο Damasio, ο Ramachandran, κ.α.
Η διατριβή λοιπόν χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται το πρόβλημα της intentionality, στο δεύτερο η σχέση της νόησης με την ύλη και στο τρίτο αφού εξετάζεται συνοπτικά το πρόβλημα του υποκειμενικού βιώματος της αισθητηριακής εμπειρίας, διατυπώνεται η υπόθεση και τα συμπεράσματα της διερεύνησης.
Ξεκίνησα εξετάζοντας το πρόβλημα που αποδίδεται με τον όρο “intentionality”.
Σε γενικές γραμμές αυτό που εννοούμε με τον συγκεκριμένο όρο, είναι η ιδιότητα της νόησης να κατευθύνεται προς «κάτι», αντικείμενα (πραγματικά ή φανταστικά), γεγονότα, καταστάσεις και ιδέες του κόσμου κ.λπ., που βρίσκονται κατά κύριο λόγο «έξω» από το υποκείμενο που νοεί. Για παράδειγμα, όταν σκεφτόμαστε, σκεφτόμαστε κάτι, όταν αποφασίζουμε, αποφασίζουμε κάτι, όταν θέλουμε, θέλουμε κάτι κ.ο.κ.
Η συγκρότηση ενός νοητικού περιεχομένου, δηλαδή ενός νοήματος, είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτής της ιδιότητας.
Ο όρος intentionality έχει προσλάβει διαφορετικές εννοιολογικές αποχρώσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η απόδοση του ως προθετικότητα ή αποβλεπτικότητα όπως έχει επικρατήσει στην ελληνική βιβλιογραφία, υπονοεί ότι κάποια οντότητα όπως ο νους, ο εαυτός, ή η ψυχή του υποκειμένου που νοεί, προτίθεται ή αποβλέπει σε κάτι. Με αυτήν την έννοια ο όρος έχει προσλάβει ψυχολογικό χαρακτήρα και μάλιστα έχει χρησιμοποιηθεί ως επιχειρηματολογική βάση από φιλοσόφους όπως Brentano για να υποστηριχθεί η αυτονομία του νοητικού από το σωματικό. Αυτή η προσέγγιση όμως οδηγεί, όπως διευκρινίζει ο Heidegger, σε μια σειρά από συγχύσεις.  Οι σχολαστικοί του μεσαίωνα, από τους οποίους εμπνεύστηκε ο Brentano, με τον όρο intentio, δεν δήλωναν κάποια πρόθεση ή κάποια ψυχολογική διάθεση του υποκειμένου που νοεί αλλά απλώς και μόνο, όπως σημειώνει ο Heidegger την ιδιότητα της κατεύθυνσης_προς.
Έτσι εδώ, για μια αποψυχολογικοποιημένη απόδοση της intentionality υιοθετώ τον όρο κατευθυντικότητα που θεωρώ ότι ταιριάζει καλύτερα στη χαϊντεγκεριανή χρήση του όρου, αλλά σε μια φυσιοκρατική θεώρηση όπως η παρούσα.
Ποιο είναι το πρόβλημα της κατευθυντικότητας όμως και γιατί είναι σημαντικό να ξεκινήσει κανείς μια διερεύνηση για τη νόηση από αυτό το σημείο;
Το ένα σκέλος του προβλήματος είναι το πώς μια βιολογική υλική κατάσταση που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου, π.χ. στον εγκέφαλο, κατευθύνεται προς κάτι που βρίσκεται έξω από αυτό, στον κόσμο και μάλιστα κατά την διαδικασία αυτή συγκροτείται ένα ορισμένο νοητικό περιεχόμενο. Ένα κάποιο νόημα.
Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος σχετίζεται με την ίδια τη φύση της κατευθυντικότητας. Είναι η κατευθυντικότητα μια υπαρκτή φυσική διαδικασία ή είναι απλώς μια ψυχολογική ή γλωσσική ερμηνεία στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε τα νοητικά φαινόμενα;
Αν απαντήσουμε καταφατικά στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος και θεωρήσουμε ότι η κατευθυντικότητα είναι μια φυσική διαδικασία που θεμελιώνεται φυσιοκρατικά τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε το πρώτο σκέλος και να δούμε ποια είναι η σχέση νόησης – ύλης και παραπέρα να δούμε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το νοητικό περιεχόμενο, το νόημα των κατευθυντικών καταστάσεων.
Η διερεύνηση αυτή είναι σημαντική γιατί μελετώντας την κατευθυντικότητα της νόησης μπορούμε να εξετάσουμε ένα πρόβλημα που από τη μια πλευρά έχει μια παράμετρο που θεωρείται άγνωστη και μη προσβάσιμη όπως είναι η νόηση και από την άλλη μια παράμετρο που θεωρείται γνωστή και προσβάσιμη όπως είναι ο κόσμος.
Για την θεμελίωση της κατευθυντικότητας ορισμένοι προτείνουν ότι η κατευθυντικότητα υπάρχει σε πολλά, τόσο φυσικά όσο και τεχνητά φαινόμενα. Για παράδειγμα ένα σμήνος πουλιών που κατευθύνεται προς τον προορισμό του ή ένας χάρτης, ο οποίος αναφέρεται σε μια διαδρομή, η οποία βρίσκεται εκτός του ίδιου του χάρτη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι έχουν κατευθυντικότητα. Αυτό όμως που κάνει την κατευθυντικότητα της ανθρώπινης νόησης ιδιαίτερη, είναι ότι υπάρχει μια εγγενής φυσική τάση να δοκιμάζεται το νοητικό της περιεχόμενο, δηλαδή το νόημα και να επιβεβαιώνεται ή να τροποποιείται ο τρόπος με τον οποίο «ερμηνεύεται» ο κόσμος του υποκειμένου που νοεί.
Αυτό γίνεται κατανοητό αν δούμε τι συμβαίνει στις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες, με κορυφαίο παράδειγμα την επιστήμη. Πρόκειται για μια διαδικασία δοκιμής και αλλαγής, μέσω της οποίας επιλύονται τα προβλήματα. Αν μια υπόθεση δεν επαληθευθεί και το πρόβλημα δεν επιλυθεί τότε συμβαίνει αυτό που ο Kuhn ονομάζει «κρίση» και ο Heidegger ονομάζει «αγωνία» και οδηγεί στην «αλλαγή παραδείγματος» ή στην αλλαγή του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο νοηματοδοτούμε τον κόσμο.
Οι αρνητές της κατευθυντικότητας από την άλλη πλευρά θεωρούν ότι υποστηρίζοντάς την, υποστηρίζουμε έναν δυισμό νου – σώματος, με αποτέλεσμα να προσπαθούμε μάταια να ερμηνεύσουμε τη βιολογία με ψυχολογικούς όρους. Αυτή η εκδοχή έχει σαν αποτέλεσμα την διαγραφή (την εξάλειψη) όλων των νοητικών φαινομένων ως κατάλοιπα μιας λαϊκής και αντιεπιστημονικής ψυχολογίας.
Ο Heidegger και οι υποστηρικτές της κατευθυντικότητας,  την άποψη των οποίων υιοθετώ, θεωρούν ότι πρόκειται για ένα απόλυτα φυσικό φαινόμενο, η απόρριψή του οποίου οφείλεται σε ορισμένες φιλοσοφικές παρανοήσεις που ξεκινούν από τον Descartes και ενισχύονται από τον Brentano.
Ο Heidegger θεωρούσε, ότι η κατευθυντικότητα δεν είναι κάτι το μεταφυσικό αλλά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο βιώνουμε τον κόσμο. Το Dasein (το υποκείμενο που νοεί και βρίσκεται  μέσα στον κόσμο) όταν κατευθύνεται_προς κάτι, δεν βγαίνει έξω από την εσωτερική του σφαίρα όπου τάχα είναι κλεισμένο. Βρίσκεται ήδη εκεί μέσα στον κόσμο και όταν αντιλαμβάνεται και νοεί κάτι δεν επιστρέφει σε κάποιο θάλαμο της συνείδησης αλλά παραμένει ως μέσα_στον_κόσμο_Είναι στο ίδιο δομικό σύστημα με τον κόσμο.
Με βάση αυτή τη θέση νευροεπιστήμονες, όπως ο Freeman, εμπνεύστηκαν ένα εξηγητικό μοντέλο το οποίο δείχνει ότι ο ανθρώπινος οργανισμός (εγκέφαλος – νευρικό σύστημα – αισθητήρια όργανα) βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Η συνεχής αυτή αλληλεπίδραση τροποποιεί διαρκώς το περιεχόμενο των κατευθυντικών καταστάσεων αναπροσαρμόζοντας τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο ερμηνεύει τον κόσμο.
Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η κατευθυντικότητα συνίσταται στην τροπικότητα, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο που νοεί (μέσω του εγκεφάλου, του ΚΝΣ, και των αισθητηρίων του) βρίσκεται μέσα στον κόσμο και αλληλεπιδρά με αυτόν. Με αυτή την έννοια η κατευθυντικότητα μπορεί να θεμελιωθεί φυσιοκρατικά.
Αν όμως θεμελιώνεται φυσιοκρατικά ποια είναι η θεωρία που ερμηνεύει τη σχέση της νόησης με το βιολογικό – οργανικό- υλικό υπόβαθρο;
Μέσα από την μελέτη μου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η θεωρία της ανάδυσης εξηγεί ικανοποιητικά την σχέση της νόησης με την ύλη.
Συγκεκριμένα, η θεωρία της ανάδυσης δέχεται την έννοια των νοητικών φαινομένων ως ιδιοτήτων ορισμένων δομικών επιπέδων. Δέχεται δηλαδή έναν δυισμό ιδιοτήτων αλλά μονισμό οντοτήτων. Τι σημαίνει αυτό; 

Γνωρίζουμε ότι η ύλη οργανώνεται σε διάφορα δομικά επίπεδα. Στο κατώτερο επίπεδο βρίσκονται τα στοιχειώδη σωματίδια. Πολλά τέτοια σωματίδια συνιστούν το επίπεδο των ατόμων. Συγκεκριμένη δομή των ατόμων συνιστά το επίπεδο των μορίων. Συναθροίσεις μορίων δημιουργούν το επίπεδο των κυττάρων κ.ο.κ.
Η θεωρία της ανάδυσης υποστηρίζει, ότι σε συστήματα πολυπλοκότητας, από το ένα δομικό επίπεδο στο άλλο, αναδύονται νέες ιδιότητες οι οποίες δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του συστήματος ή του επιπέδου από το οποίο αναδύθηκαν ούτε συνιστούν άθροισμα των ιδιοτήτων των μερών του. Ενώ συνήθως μπορεί να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο αναδύθηκαν, δεν μπορεί να προβλεφθεί η ανάδυσή τους μελετώντας μόνο τις επιμέρους ιδιότητες του συστήματος από το οποίο προήλθαν. Για παράδειγμα, η ρευστότητα ή η διαφάνεια του νερού, μπορεί να θεωρηθούν ως αναδυόμενες ιδιότητες της συγκεκριμένης χημικής ένωσης του υδρογόνου με το οξυγόνο σε ορισμένες συνθήκες αλλά δεν μπορεί να προβλεφθούν μελετώντας τις ιδιότητες του υδρογόνου ή του οξυγόνου χωριστά. Συνεπώς αν γνωρίζουμε τους νόμους που διέπουν το ανώτερο επίπεδο οργάνωσης μπορούμε να εξηγήσουμε το κατώτερο, δεν μπορούμε όμως (πάντα) γνωρίζοντας τους νόμους που διέπουν το κατώτερο επίπεδο οργάνωσης να προβλέψουμε το ανώτερο.
Eπί πλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι οι αναδυόμενες αυτές ιδιότητες επιδρούν συχνά αιτιακά στο κατώτερο επίπεδο οργάνωσης.
Αυτό συνιστά το πρόβλημα της κατωφερούς αιτιότητας το οποίο  μοιάζει να αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά αντεπιχειρήματα για την θεωρία της ανάδυσης. Πώς είναι δυνατόν μια αναδυόμενη ιδιότητα να επιδρά αιτιακά στο κατώτερο δομικό επίπεδο από το οποίο προήλθε; Για παράδειγμα πώς η διαλυτότητα της ζάχαρης στο νερό μπορεί να επιδρά αιτιακά στη μοριακή δομή της ζάχαρης;
Η θέση των υποστηρικτών της θεωρίας είναι ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με την κατωφέρεια, η οποία συναντάται σε συνθήκες πολυπλοκότητας. Φανταστείτε ένα αυτοκίνητο που κινείται σε έναν δρόμο. Ύστερα φανταστείτε κι άλλα αυτοκίνητα που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, κι ύστερα πιο πολλά. Η ίδια η κίνηση του αυτοκινήτου επιβαρύνει την κυκλοφορία και δημιουργεί κυκλοφοριακή συμφόρηση. Το μποτιλιάρισμα είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα του συστήματος δρόμος- φανάρια κυκλοφορίας- κινούμενα αυτοκίνητα κ.λπ. Το μποτιλιάρισμα λοιπόν, επιδρά κατωφερώς στην αιτία που το προκάλεσε και σταματά το αυτοκίνητο.
Σύμφωνα με την θεωρία της ανάδυσης λοιπόν, τα νοητικά φαινόμενα είναι αναδυόμενες ιδιότητες ενός συστήματος μιας ορισμένης πολυπλοκότητας.
Το ζήτημα είναι να προσεγγιστεί το κατάλληλο επίπεδο του συστήματος. Όπως έχει παρατηρηθεί, το επίπεδο στο οποίο γίνεται η έρευνα είναι σημαντικό για την εκάστοτε επιστημονική ανακάλυψη. Για παράδειγμα αν οι Crick και Watson μελετούσαν την κληρονομικότητα σε επίπεδο κυττάρων ή σε επίπεδο κβάντων δεν θα ανακάλυπταν τις έλικες του DNA.
Στο σημείο αυτό οργανώνεται η δική μου υπόθεση. Η νόηση είναι μια φυσική διαδικασία κατά την οποία στο κατάλληλο δομικό επίπεδο αναδύεται μια ιδιότητα. Η ιδιότητα αυτή επιδρά κατωφερώς σε μέρη του δομικού επιπέδου από το οποίο προήλθε.
Ποιο όμως είναι το κατάλληλο δομικό επίπεδο και ποια είναι η αναδυόμενη ιδιότητα;
Μελετώντας το ζήτημα των qualia και της υποκειμενικής εμπειρίας καθώς και τη διαμάχη όσων υποστηρίζουν ότι το νοητικό περιεχόμενο βρίσκεται ή «εντός» ή «εκτός» του υποκειμένου που νοεί (δηλαδή βρίσκεται στον νου, στους νευρώνες ή στη γλώσσα ή στα πράγματα του κόσμου καθεαυτά) κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το νόημα δεν εξαρτάται ούτε από το υποκείμενο ούτε από τα πράγματα ούτε από τη γλώσσα, ΜΟΝΟ. Δεν εξαρτάται δηλαδή ούτε μόνο από ενδογενείς ούτε μόνο από εξωγενείς παράγοντες.
Αποτελεί αναδυόμενη ιδιότητα ενός συστήματος, ενός επιπέδου ξεχωριστού για κάθε υποκείμενο.
Για να υπάρξει νόηση πρέπει να υπάρχει κόσμος και γλώσσα. Αν δεν αισθάνεται κάποιος, ούτε να μάθει ούτε να νοήσει μπορεί. Φανταστείτε έναν άνθρωπο ο οποίος από τη στιγμή που γεννιέται, ζει και αναπτύσσεται τεχνητά, εγκλεισμένος μέσα σε ένα σκοτεινό κέλυφος, χωρίς κανένα αισθητηριακό ερέθισμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο οργανισμός αυτός, χωρίς κανένα ερέθισμα, χωρίς καμιά επαφή με το περιβάλλον δεν θα βίωνε νοητικά γεγονότα, παρά μόνο ίσως, νοητικά γεγονότα που κατευθύνονται στο ίδιο του το σώμα, όπως ο πόνος, η δίψα, η πείνα κ.λπ.
Αν αρχίσουμε σταδιακά να παρέχουμε ερεθίσματα στον εγκλεισμένο, πρώτα λέξεις, μετά εικόνες και τέλος πλήρεις βιωματικές εμπειρίες θα δούμε ότι το νόημα τροποποιείται διαβαθμιστικά.
Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το νόημα αποτελεί μια αναδυόμενη ιδιότητα ενός συστήματος το οποίο αποτελείται από τον άνθρωπο που νοεί – το περιβάλλον –και τη γλωσσική κοινότητα.
Ένα τέτοιο μοντέλο συνδυάζει την χαϊντεγκεριανή θέση για το Dasein με την θεωρία της ανάδυσης. 
Με βάση αυτή την υπόθεση, το νοητικό περιεχόμενο, το νόημα, δεν βρίσκεται σε κάποιον μεταφυσικό νου, ούτε σε μια τρίτη οντότητα (όπως η γλώσσα) ούτε στα πράγματα του κόσμου. Στην πραγματικότητα, δεν βρίσκεται πουθενά. Είναι μια ιδιότητα του συστήματος και δεν μπορεί να εννοηθεί χωριστά από αυτό, όπως για παράδειγμα η διαφάνεια του νερού δεν μπορεί να εννοηθεί χωριστά από το νερό. Ρωτώντας πού είναι το νόημα, είναι σα να ρωτάμε που είναι η ρευστότητα, ή που είναι η λευκότητα.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα λειτουργικό υπόβαθρο στον εγκέφαλο στο οποίο το νόημα επιδρά κατωφερώς. Δεν υπάρχει κάτι μη φυσικό σε αυτό, απλώς δεν γνωρίζουμε τον μηχανισμό του. Οι χαϊντεγκεριανής κατεύθυνσης νευροφιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι στον εγκέφαλο δεν υπάρχουν αναπαραστάσεις αλλά η «γνώση» βρίσκεται ενταγμένη στον κόσμο και ενσωματωμένη στον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν είναι ούτε εσωτερική, ούτε εξωτερική. Το νόημα λοιπόν ως αναδυόμενη ιδιότητα του συστήματος, όταν επιδρά κατωφερώς, ενισχύει ή αδυνατίζει κατά κάποιο τρόπο αυτή την «ενσωμάτωση». Κατ’ αυτή την έννοια κάθε νέο νοητικό γεγονός εξαρτάται από το πώς τα προηγούμενα νοητικά γεγονότα έχουν «ενσωματωθεί» στον οργανισμό, στον εγκέφαλο και στις νευρωνικές του συνάψεις.
Το νόημα συνεπώς, μπορεί να εννοηθεί ως: η αναδυόμενη ιδιότητα που θα ενισχύσει, θα αποδυναμώσει ή θα τροποποιήσει το νοητικό «παράδειγμα» (όπως στη θεωρία του Kuhn) που συγκροτεί το υπόβαθρο της ενσώματης γνώσης που βρίσκεται δομημένη στο νευρωνικό επίπεδο.
Αυτό που μας ανήκει είναι το «παράδειγμα», ο τρόπος, η θεωρία βάσει της οποίας νοηματοδοτούμε. Το νόημα το ίδιο δεν μας ανήκει. Συνανήκει στο σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι και μπορεί να επιδράσει αιτιακά, κατωφερώς, στο νευρωνικό λειτουργικό μας υπόβαθρο.
Καταληκτικά θα έλεγα, ότι αν επιθυμούμε να διαφυλάξουμε την υλιστική και φυσιοκρατική θεμελίωση της νόησης και του νοητικού περιεχομένου, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο εγκέφαλος αποτελεί μόνο ένα δομικό επίπεδο οργάνωσης της ύλης. Όμως, το σύνολο του οργανισμού, το νευρικό σύστημα, οι αισθήσεις, το σώμα, ο κόσμος – ως περιβάλλον και ως γλωσσική κοινότητα – ως σύστημα- είναι απαραίτητοι όροι για μια φυσιοκρατική ερμηνεία.
Πηγή: Μια υπόθεση φυσιοκρατικής θεμελίωσης της ανθρώπινης νόησης. Περίληψη της διδακτορικής διατριβής του Άλκη Γούναρη όπως υποστηρίχθηκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών τον Μάιο του 2010. - http://alkisgounaris.com

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top