Select Menu


Το κρίσιμο ερώτημα για κάθε κρίση χρέους είναι αν μπορεί να βρεθεί ένας αξιόπιστος δρόμος επιστροφής στη φερεγγυότητα. Για την Ελλάδα, αυτό μοιάζει τώρα πολύ απίθανο. Το ίδιο ισχύει σε μικρότερο βαθμό για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

Προκύπτουν, επομένως, τρία περαιτέρω ερωτήματα. Πρώτον, πόσο μεγάλη θα είναι η απαιτούμενη αναδιάρθρωση; Δεύτερον, ποιος θα αναλάβει το κόστος; Τέλος, αρκεί η αναδιάρθρωση; Εάν η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα είναι όχι, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν θα διατηρηθεί η νομισματική ένωση με την παρούσα μορφή της.

Ως προς  το πρώτο από αυτά τα ερωτήματα, μία ανάλυση της Citigroup προβληματίζει.  Όπως αναφέρεται, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας θα έχει φτάσει το 2014 στο 180%, της Ιρλανδίας στο 145% και της Πορτογαλίας στο 135%. Σε καμία από αυτές τις τρεις χώρες δεν προβλέπεται τάση μείωσης της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ ως το 2014. Η Ισπανία είναι σε καλύτερη κατάσταση, με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στο 90% το 2014, αλλά ούτε γι’ αυτήν προβλέπεται έναρξη μείωσης του χρέους.

Οι υποθέσεις γι’ αυτές τις προβλέψεις είναι οι εξής: συνολική δημοσιονομική λιτότητα μεταξύ 2011 και 2014 που θα φτάσει το 10,8% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, το 8,3% στην Πορτογαλία, το 7,3% στην Ιρλανδία και το 5,7% στην Ισπανία, κόστος δανεισμού για κάθε χρηματοδότηση από 5% έως 5,6% για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (προσδιορισμένο με βάση το σταθμισμένο μέσο όρο επιτοκίων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) αλλά υψηλότερα επιτόκια για την Ισπανία, αφού χρηματοδοτείται ακόμη από τις αγορές και, τέλος, ιδιωτικοποιήσεις και πακέτα στήριξης. Η ανάλυση συμπεριλαμβάνει την υπόθεση ότι για κάθε ποσοστιαία μονάδα δημοσιονομικής σύσφιξης η ανάπτυξη θα μειώνεται κατά ένα ήμισυ της μονάδας.

Ας υποθέσουμε ότι αυτές οι χώρες μπορούν να δανειστούν από τις αγορές με όρους που να αντέχουν σε μια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 80%. Ας υποθέσουμε επίσης ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διασφαλίζουν ότι το ΔΝΤ δεν θα υποστεί ζημίες. Τότε, η μείωση της ονομαστικής αξίας του υπόλοιπου χρέους που χρειάζεται για να πιαστεί το 80% είναι  65% για την Ελλάδα, 50% για την Ιρλανδία και 45% για την Πορτογαλία. Το συνολικό ‘κούρεμα’ δηλαδή θα ήταν 423 δις ευρώ, εκ των οποίων 224 δις για την Ελλάδα, 107 δις για την Ιρλανδία και 92 δις για την Πορτογαλία.

Μπορεί να έχει κανείς αντιρρήσεις στα νούμερα – ίσως είναι πολύ απαισιόδοξα. Αλλά δίχως μια μεγάλη αναδιάρθρωση, δεν είναι πιθανό οι τρεις αυτές χώρες να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν από την αγορά με ανεκτούς όρους.  Κι αυτό είναι που μας λένε και οι αγορές: τα σπρεντ των 10ετών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων γερμανικών έφτασαν χτες στις 1.389 μονάδες βάσης για την Ελλάδα, στις 950 μονάδες βάσης για την Ιρλανδία και στις 1.014 μονάδες βάσης για την Πορτογαλία. Για αυτό και οι χώρες αυτές χρηματοδοτούνται από επίσημους πιστωτές. Ανησυχητικό είναι επίσης  πως και τα σπρεντ της Ισπανίας εκτινάχθηκαν σε άβολα υψηλά επίπεδα, στις 269 μονάδες βάσης, ενώ της Ιταλίας πήγαν στις 220. Με δυο λόγια, η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει μία ανησυχητική πρόκληση δημόσιου χρέους, που επιδεινώνεται αφενός από την εξάρτηση των τραπεζών από τη στήριξη των κρατών και αφετέρου από τη εξάρτηση των κρατών από τη χρηματοδότηση των τραπεζών.

Ας δούμε τώρα το δεύτερο ερώτημα: ποιος θα πρέπει να αναλάβει το κόστος; Εάν το σύνολο του ‘κουρέματος’ ‘έπεφτε στους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα, τότε οι ζημιές του το 2014 θα έφταναν στο 97% των τοποθετήσεών τους σε ελληνικά ομόλογα, στο 63% των τοποθετήσεων σε ιρλανδικά και στο 60% σε πορτογαλικά. Οι επίσημοι πιστωτές, στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να αναλάβουν ένα σημαντικό μέρος των συνολικών ζημιών. Καθώς οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να διασώσουν μια μερίδα των κατόχων ομολόγων του αναδιαρθρωμένου χρέους, ιδίως τις τράπεζες, η Ευρωζώνη θα εμφανιζόταν σαν μια ‘ένωση μεταβιβάσεων’.  Ας σημειωθεί επίσης ότι αυτό μπορεί να συμβεί παρά τις προσπάθειες δρακόντειας λιτότητας στις υπερχρεωμένες χώρες. Δυστυχώς όμως ακόμη κι αυτά δεν θα κατάφερναν να αντιστρέψουν την αρνητική δυναμική του χρέους μεσοπρόθεσμα, εν μέρει επειδή η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ αδύναμη.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι προτάσεις για μετακύλιση του χρέους από τις τράπεζες, ανεξαρτήτως του θα κριθούν τεχνικά χρεοκοπία ή όχι, δεν δίνει καμιά λύση. Πιο εύστοχη θα ήταν η επαναγορά του χρέους σε επίπεδα κοντά στις τρέχουσες τιμές της αγοράς, όπως συζητήθηκε στις πρόσφατες ανακοινώσεις για την Ελλάδα του Institute for International Finance, που αντιπροσωπεύει τις μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες. Αυτό θα αποτύπωνε τις ζημιές. Τέλος πάντων, ας αναγνωρίσουμε εν τέλει την πραγματικότητα. Τα επιχειρήματα για μια σειρά από επιλογές με μερικές εγγυήσεις, στα πρότυπα των ομολόγων Μπράντι με τα οποία αναδιαρθρώθηκε το χρέος της Λατινικής Αμερικής – που έχουν υποστηρίξει οι Financial Times – είναι πλέον πολύ ισχυρά.

Το ερώτημα είναι αν ένα τέτοιο εθελοντικό σχήμα μείωσης του χρέους αρκεί, ειδικά για την Ελλάδα. Η απάντηση είναι όχι. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν, είτε αποδεχόμενες ζημιές στην ονομαστική αξία των δικών τους δανείων είτε εξασφαλίζοντας χαμηλότερα επιτόκια, όπως πρότεινε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια Τζέφρυ Σακς. Αυτοί είναι απλά δυο τρόποι για να μειωθεί η παρούσα καθαρή αξία της εξυπηρέτησης του χρέους.

Οι κίνδυνοι μιας μείωσης του χρέους είναι μεγάλοι. Αλλά οι πιθανότητες επιτυχίας με την διαρκή άρνηση είναι μηδενικές. Είναι αλήθεια ότι τα κράτη μπορεί να αναλάβουν ακόμη μεγαλύτερο μέρος του χρέους στηρίζοντας κάποια στιγμή τις τράπεζες τους. Τελικά όμως, το κόστος του χρέους που οφείλεται στους επίσημους πιστωτές (κράτη και ΔΝΤ)  θα πρέπει να μειωθεί, είτε με μείωση του επιτοκίου, είτε με μείωση του οφειλόμενου ποσού.

Το ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να γίνουν τέτοιες ρυθμίσεις αλλά το πότε. Η ιστορία ανάλογων κρίσεων στο παρελθόν δείχνει ότι είναι καλύτερα να γίνουν σύντομα παρά αργότερα. Μόνο εάν το χρέος μπει σε βιώσιμη πορεία, θα επιστρέψει η εμπιστοσύνη. Αφήνοντας τους ανόητους πιστωτές, τις ανίκανες εποπτικές αρχές και τους ανοικοκύρευτους πολιτικούς να κρύβουν τα λάθη του παρελθόντος έχουμε μια κακή δικαιολογία για ατέλειωτες αναβολές.

Οι διάφορες αμφισβητήσεις δεν αφορούν στην ανάγκη μείωσης της παρούσας αξίας  εξυπηρέτησης του χρέους. Τα πραγματικά ερωτήματα βρίσκονται αλλού. Ένα ζήτημα είναι το πώς θα διαχειριστούμε μία αναδιάρθρωση χρέους που απαιτεί συνεργασία. Ένα άλλο είναι η ανταγωνιστικότητα και η επιστροφή στην ανάπτυξη.

Ορισμένοι υποδεικνύουν την επιτυχία της Λετονίας στη διαχείριση της αποκαλούμενης εσωτερικής υποτίμησης. Όμως το ΑΕΠ της είναι σήμερα κατά 23% χαμηλότερο από τα υψηλά του προ κρίσης. Κι αυτό είναι ύφεση. Επιπλέον, όσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία που καταγράφει μια χώρα στη μείωση του κόστους της, τόσο χειροτερεύει το βάρος του χρέους. Κατά συνέπεια, η αναδιάρθρωση του χρέους είναι απλά μία προϋπόθεση για την έξοδο από το παρόν αδιέξοδο. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί. Ορισμένες οικονομίες μπορεί απλά να σβήσουν.

Εναλλακτικά, οι πολιτικοί μπορεί να αποσύρουν τις χώρες τους από την Ευρωζώνη, ανεξάρτητα από το βραχυπρόθεσμο κόστος. Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να υποθέτουμε ότι αυτή θα είναι η κατάληξη, αν και ορισμένοι ήδη το κάνουν. Για να έχουμε όμως κάποιες πιθανότητες να την αποφύγουμε χρειάζεται ρεαλισμός. Κάποια στιγμή η αξία του χρέους θα πρέπει να μειωθεί δραστικά. Αυτό δεν πρέπει να γίνει σήμερα. Αλλά θα πρέπει να γίνει αρκετά σύντομα για να υπάρξει ελπίδα. Διαφορετικά, η αποτυχία δεν είναι απλώς πιθανή, είναι σχεδόν βέβαιη.


Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top