Η Περσική Αυτοκρατορία ζητά «γην και ύδωρ» |
Έτσι, ενώ, από τη μια μεριά απομάκρυνε τον Μαρδόνιο από την αρχιστρατηγία, αφού η εκστρατεία του είχε αποτύχει, διόρισε, στη συνέχεια, άλλους στρατηγούς· και αυτούς απέστειλε εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας, συγκεκριμένα τον μηδικής καταγωγής Δάτη και τον Αρταφέρνη, γιο του Αρταφέρνη και ανιψιό του ίδιου του Δαρείου. Σ’ αυτούς έδωσε τις εντολές του ο Πέρσης βασιλιάς και τους απέστειλε, με σκοπό να υποδουλώσουν την Αθήνα και την Ερέτρια αλλά και να παρουσιάσουν ενώπιόν του ως δούλους τους κατοίκους των παραπάνω πόλεων.
Οι εν λόγω, λοιπόν, διορισμένοι από τον βασιλιά στρατηγοί κατά την πορεία τους έφτασαν στην Αλήια πεδιάδα της Κιλικίας, οδηγώντας συγχρόνως πεζικό στράτευμα και πολυάριθμο όσο και άρτια εξοπλισμένο· και μ’ αυτό όταν στρατοπέδευσαν εκεί, αφίχθηκαν και τους συνάντησαν και όλες οι ναυτικές δυνάμεις για την ετοιμασία των οποίων είχε πάρει εντολές καθεμιά από τις κατά τόπους εθνότητες. Κατέφθασαν επίσης και τα σκάφη τα ειδικά για τη μεταφορά των αλόγων, για την προετοιμασία των οποίων είχε δώσει εκ των προτέρων διαταγές ο Δαρείος – από την προηγούμενη χρονιά – στους φόρου υποτελείς του λαούς, ώστε να του τα έχουν έτοιμα. Φόρτωσαν, επομένως, τα άλογα στα σκάφη αυτά, επιβίβασαν και το πεζικό στράτευμα στα άλλα πλοία και έβαλαν πλώρη με εξακόσια πλοία για την Ιωνία. Από εκεί εξάλλου δεν πα-ρέπλεε ο στόλος τις ηπειρωτικές ακτές με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο και τη Θράκη, αλλά ξεκινώντας τα καράβια από τη Σάμο αρμένιζαν δίπλα από την Ικαρία και ανάμεσα από τα νησιά· και τούτο, γιατί, κατά τη γνώμη μου, φοβήθηκαν πάρα πολύ να περιπλεύσουν τη χερσόνησο του Άθω, αφού κατά το προηγούμενο έτος, ακολουθώντας αυτήν τη διαδρομή, υπέστησαν μεγάλες απώλειες· εκτός απ’ αυτό όμως, και η Νάξος τους ανάγκαζε να ακολουθήσουν την πορεία αυτή, μια και δεν είχε υποταχθεί προηγουμένως.
Καθώς, πράγματι, διασχίζοντας το Ικάριο πέλαγος συνάντησαν μετά τη Νάξο, αυτή αποτέλεσε, ακριβώς, και τον πρώτο στόχο της περσικής εκστρατείας. Έχοντας υπόψη τους, από την άλλη μεριά, οι Νάξιοι προηγούμενες περιπτώσεις, δεν πρόβαλαν αντίσταση, παρά έφυγαν αναζητώντας προστασία στα βουνά· έτσι, οι Πέρσες αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους της Νάξου συνέλαβαν, και εν συνεχεία πυρπόλησαν και τα ιερά και την πόλη. Σ’ αυτές τις ενέργειες προέβησαν οι Πέρσες και κατόπιν έβαλαν πλώρη για άλλα νησιά.
Ενώ πάλι αυτοί δραστηριοποιούνται κατά τον ως άνω τρόπο, οι κάτοικοι της Δήλου εγκατέλειψαν και αυτοί το νησί τους και πήγαν στην Τήνο, όπου και βρήκαν καταφύγιο. Όταν όμως κατέφθασε στην περιοχή με τα πλοία το περσικό στράτευμα, ο Δάτης, ο οποίος με το σκάφος του αφίχθηκε πρώτος, δεν επέτρεπε τα καράβια να προσεγγίζουν τις ακτές της Δήλου, παρά τα διέταζε να κατευθύνονται απέναντι στη Ρήνεια· όσον αφορά επίσης τον ίδιο, όταν πληροφορήθηκε πού βρίσκονταν οι κάτοικοι της Δήλου, έστειλε κήρυκα και τους μεταβίβασε το εξής μήνυμα: «Άνθρωποι εσείς, αφιερωμένοι στην υπηρεσία του θεού, για ποιο λόγο σηκωθήκατε και φύγατε, καταλογίζοντας σε βάρος μου όχι αγαθές προθέσεις; Εγώ, αντίθετα, και ο ίδιος αντιλαμβάνομαι αυτό το ελάχιστο, αλλά και από μέρους του βασιλιά, μου έχουν δοθεί οι παρακάτω οδηγίες: στον τόπο αυτόν γεννήθηκαν οι δύο θεοί, και αυτόν να μην τον πειράξω, ούτε το νησί αυτό ούτε και όσους το κατοικούν. Επιστρέψτε λοιπόν τώρα στα νοικοκυριά σας και διαφεντέψτε το νησί σας». Αυτό το μήνυμα έστειλε με κήρυκα στους κατοίκους της Δήλου· και στη συνέχεια, συσσώρευσε επάνω στο βωμό τριάντα τάλαντα λιβάνι και το έκαψε τελώντας έτσι προσφορά με θυμίαμα.
Ύστερα από τις ενέργειές του αυτές ο Δάτης συνέχισε την θαλάσσια μετακίνησή του μαζί με το στράτευμα κατευθυνόμενος στην Ερέτρια, ενώ ταυτόχρονα κουβαλούσε μαζί του και τους Ίωνες και τους Αιολείς. Μετά πάντως την αναχώρηση του Δάτη από τη Δήλο, το νησί το ταρακούνησε σεισμός, ενώ, όπως διηγούνταν οι κάτοικοί του, η Δήλος στη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση χτυπήθηκε από σεισμό – αλλά και για πρώτη και τελευταία φορά – μέχρι τα χρόνια μου. Όσον αφορά στο συγκεκριμένο σεισμό, αυτόν, δίχως άλλο, τον έστειλε ο θεός ως προειδοποιητικό σημάδι για όσα δεινά επρόκειτο να επακολουθήσουν· καθώς, στα χρόνια του Δαρείου, γιου του Υστάσπη, και κατά την εποχή του Ξέρξη, γιου του Δαρείου, όπως και επί Αρταξέρξη, γιου του Ξέρξη, στη διάρκεια των τριών αυτών διαδοχικών γενεών, δεινοπάθησε περισσότερο η Ελλάδα από όσο κατά το χρονικό διάστημα των άλλων είκοσι γενεών που προηγήθηκαν της εποχής του Δαρείου.
Και επρόκειτο για συμφορές από τις οποίες άλλες προξενήθηκαν στη χώρα από την πλευρά των Περσών, και άλλες από μέρους των ίδιων των ισχυρότερων ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες μάχονταν μεταξύ τους για το ποια θα υπερισχύσει. Έτσι, δεν αποτέλεσε καθόλου περίεργο γεγονός να ταρακουνηθεί η κατά τα προηγούμενα χρόνια ανεπηρέαστη από σεισμό Δήλος. Αλλά και σε κάποιο χρησμό ήταν καταγεγραμμένο, για το νησί αυτό, το εξής: «και την ανέγγιχτη από σεισμό, τη Δήλο, θα κουνήσω». Εξάλλου, και στην ελληνική γλώσσα τα ονόματα Δαρείος, Ξέρξης και Αρταξέρξης ισοδυναμούν αντίστοιχα με το «δραστήριος», «πολεμιστής» και «μέγας πολεμιστής». Και αυτούς βέβαια τους βασιλείς θα μπορούσαν σωστά να τους ονοματίζουν έτσι οι Έλληνες στη γλώσσα τους.
Οι βάρβαροι, στη συνέχεια, όταν απέπλευσαν από τη Δήλο, προσορμίζονταν στα νησιά και από εκεί ενισχύονταν με στρατιωτικά τμήματα αλλά και έπαιρναν μαζί τους ως ομήρους τα παιδιά των νησιωτών. Όταν όμως, περνώντας με τα καράβια τους ένα γύρο τα νησιά, αγκυροβόλησαν και στην Κάρυστο, οι Καρυστινοί ούτε ομήρους ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν ούτε δέχονταν να στρατευθούν εναντίον γειτονικών πόλεων – και αναφέρονταν στην Ερέτρια και στην Αθήνα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανάγκασε στην περίπτωση εκείνη τους Πέρσες να επιδοθούν σε πολιορκία της Καρύστου και σε καταστροφή της υπαίθρου, μέχρις ότου οι Καρυστινοί υπέκυψαν στα περσικά σχέδια.
Οι Ερετριείς, εξάλλου, καθώς έφταναν σ’ αυτούς οι πληροφορίες ότι το περσικό στράτευμα κατευθυνόταν διά θαλάσσης εναντίον τους, παρακάλεσαν την Αθήνα να σπεύσει σε βοήθειά τους. Και οι Αθηναίοι βέβαια δεν αρνήθηκαν την αποστολή βοήθειας, αλλά έστειλαν, ως συμπαραστάτες των Ερετριέων, τους τέσσερις χιλιάδες κληρούχους οι οποίοι ήσαν εγκαταστημένοι στα κτήματα όσων Χαλκιδέων ανήκαν στην τάξη των «ιπποβοτών».
Αλλά και οι Ερετριείς δεν είχαν κατασταλάξει σε καθόλου σαφείς αποφάσεις, αφού, από τη μια, ζητούσαν ακριβώς τη βοήθεια των Αθηναίων, από την άλλη όμως οι επιδιώξεις τους ήταν διαφορετικές· γιατί άλλοι απ’ αυτούς σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στα βουνά της Εύβοιας, και άλλοι τους, αποβλέποντας την ικανοποίηση προσωπικών τους ωφελημάτων από τους Πέρσες, ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν σε πράξεις προδοσίας. Από την άλλη όμως, ο Αισχίνης, γιος του Νόθωνα – πολίτης ανάμεσα στους επιφανέστερους Ερετριείς – πληροφορήθηκε τι σχεδίαζε η καθεμιά από τις δύο αυτές κατηγορίες των συμπολιτών του και εκθέτει στους Αθηναίους, που είχαν καταφθάσει, πώς είχε η τότε κατάσταση στην Ερέτρια· έδινε μάλιστα στους Αθηναίους το ελεύθερο να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους, προκειμένου να μην κινδυνέψουν να χάσουν και εκείνοι τη ζωή τους. Όσον αφορά στους Αθηναίους λοιπόν, υπάκουσαν στις εν λόγω συμβουλές του Αισχίνη.
Και αυτοί, έτσι, πέρασαν απέναντι στον Ωρωπό και διασώθηκαν. Από την άλλη, οι Πέρσες κατέφθασαν διά θαλάσσης, και τα πλοία τους αγκυροβόλησαν στην περιοχή της Ερέτριας όπου βρίσκονται οι θέσεις Ταμύνες, Χοιρέες και Αιγίλια. Άραξαν λοιπόν σ’ αυτές τις τοποθεσίες και αμέσως αποβίβασαν ιππικές δυνάμεις και προπαρασκευάζονταν, για να επιτεθούν εναντίον των εχθρών τους. Από τη δική τους όμως πλευρά, οι Ερετριείς δεν είχαν τη διάθεση να αντιπαραταχθούν στους Πέρσες και να δώσουν μάχη, αλλά εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν το πώς θα διατηρούσαν ανέπαφα τα τείχη τους, καθώς είχε επικρατήσει η άποψη να μην εγκαταλείψουν την πόλη. Έτσι, οι Πέρσες πραγματοποίησαν ισχυρή επίθεση εναντίον του τείχους, με αποτέλεσμα επί έξι μέρες να υπάρχουν πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Τέλος, κατά την έβδομη μέρα, ο Εύφορβος, ο γιος του Αλκιμάχου, και ο Φίλαγρος, γιος του Κυνέα, οι οποίοι συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πολίτες, παρέδωσαν με προδοσία την Ερέτρια στους Πέρσες. Κι οι άλλοι, μόλις μπήκαν στην πόλη, λεηλάτησαν, από τη μια μεριά, τους ναούς και τους πυρπόλησαν – ανταποδίδοντας έτσι την πυρπόληση των ναών στις Σάρδεις – και από την άλλη, μετέβαλαν τους κατοίκους σε δούλους, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν πάρει από τον Δαρείο.
Έθεσαν, με τον τρόπο αυτόν, υπό τον έλεγχό τους την Ερέτρια οι Πέρσες, παρέμειναν κάποιες μέρες εκεί και στη συνέχεια κατευθύνονταν με τα πλοία τους στα εδάφη της Αττικής· κι έφερναν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους, για τους οποίους είχαν την εντύπωση ότι θα κάνουν και εναντίον τους, επίσης, τα ίδια με εκείνα που πραγματοποίησαν σε βάρος των Ερετριέων. Και καθώς αποτελούσε ο Μαραθώνας την πιο πρόσφορη περιοχή της Αττικής για τη χρησιμοποίηση του ιππικού, αλλά και επειδή βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην Ερέτρια, στον Μαραθώνα τους οδήγησε ο Ιππίας, ο γιος του Πεισιστράτου.
Και οι Αθηναίοι, όταν πληροφορήθηκαν τα παραπάνω, έσπευδαν και οι ίδιοι στον Μαραθώνα, για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες και να υπερασπιστούν έτσι την πατρίδα τους. Επικεφαλής τους εξάλλου βρίσκονταν δέκα στρατηγοί, από τους οποίους ο δέκατος ήταν ο Μιλτιάδης, που ο πατέρας του, ο Κίμων – γιος του Στησαγόρα – υποχρεώθηκε λόγω της πολιτικής κατάστασης να εγκαταλείψει την πατρίδα του εξαιτίας του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη. Αλλά όσον αφορά σ’ αυτόν, ζώντας στην εξορία, συνέβη να νικήσει στην Ολυμπιάδα σε αγώνες αρμάτων τα οποία σύρονταν από τέσσερα άλογα, ενώ κερδίζοντας αυτήν τη νίκη τιμήθηκε ισάξια με τον, από την ίδια μητέρα αδελφό του, Μιλτιάδη. Και εν συνεχεία, κατά την επόμενη Ολυμπιάδα, νικώντας με τις ίδιες φοράδες, παρέδωσε τη θέση του στον Πεισίστρατο, ώστε να ανακηρυχθεί αυτός νικητής, και, μετά την παραχώρηση της νίκης σ’ εκείνον, επέστρεψε στην πατρίδα του προστατευμένος από τη σύναψη σχετικής συμφωνίας. Νίκησε πάντως, με τα ίδια άλογα, και σε επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες· αργότερα όμως πρόλαβαν και τον σκότωσαν τα παιδιά του Πεισιστράτου, όταν ο ίδιος ο Πεισίστρατος δε βρισκόταν πλέον στη ζωή. Ανέθεσαν μάλιστα σε άλλους ανθρώπους να διαπράξουν το φόνο, οι οποίοι τον εξόντωσαν νύχτα κοντά στο πρυτανείο. Τέλος, είναι θαμμένος ο Κίμωνας έξω από την πόλη, πέρα από τον δρόμο τον ονομαζόμενο της Κοίλης, ο οποίος διασχίζει τον ομώνυμο οικισμό· και απέναντι από τον Κίμωνα έχουν ταφεί οι φοράδες εκείνες οι οποίες κέρδισαν τις τρεις Ολυμπιάδες.
Πέτυχαν βέβαια και άλλες, εν τω μεταξύ, φοράδες τις ίδιες με τις παραπάνω νίκες, όπως του Ευαγόρα του Λάκωνα, περισσότερες όμως νίκες απ’ αυτές δεν πέτυχαν άλλες φοράδες. Το μεγαλύτερο, βέβαια, από τα παιδιά του Κίμωνα, ο Στησαγόρας, ζούσε, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, κοντά στον από τον πατέρα θείο του, τον Μιλτιάδη, ο οποίος τον ανέτρεφε στη Χερσόνησο· και ο νεότερος γιος του ζούσε κοντά στον ίδιο τον Κίμωνα, στην Αθήνα, και ονομαζόταν Μιλτιάδης, παίρνοντας δηλαδή το όνομα του Μιλτιάδη εκείνου ο οποίος είχε αποικίσει τη Χερσόνησο
Πηγή: Ηρόδοτος, βιβλίο ΣΤ' Ερατώ Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Γαβριήλ Συντομόρου Εκδόσεις: Ζήτρος
Πηγή
Οι εν λόγω, λοιπόν, διορισμένοι από τον βασιλιά στρατηγοί κατά την πορεία τους έφτασαν στην Αλήια πεδιάδα της Κιλικίας, οδηγώντας συγχρόνως πεζικό στράτευμα και πολυάριθμο όσο και άρτια εξοπλισμένο· και μ’ αυτό όταν στρατοπέδευσαν εκεί, αφίχθηκαν και τους συνάντησαν και όλες οι ναυτικές δυνάμεις για την ετοιμασία των οποίων είχε πάρει εντολές καθεμιά από τις κατά τόπους εθνότητες. Κατέφθασαν επίσης και τα σκάφη τα ειδικά για τη μεταφορά των αλόγων, για την προετοιμασία των οποίων είχε δώσει εκ των προτέρων διαταγές ο Δαρείος – από την προηγούμενη χρονιά – στους φόρου υποτελείς του λαούς, ώστε να του τα έχουν έτοιμα. Φόρτωσαν, επομένως, τα άλογα στα σκάφη αυτά, επιβίβασαν και το πεζικό στράτευμα στα άλλα πλοία και έβαλαν πλώρη με εξακόσια πλοία για την Ιωνία. Από εκεί εξάλλου δεν πα-ρέπλεε ο στόλος τις ηπειρωτικές ακτές με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο και τη Θράκη, αλλά ξεκινώντας τα καράβια από τη Σάμο αρμένιζαν δίπλα από την Ικαρία και ανάμεσα από τα νησιά· και τούτο, γιατί, κατά τη γνώμη μου, φοβήθηκαν πάρα πολύ να περιπλεύσουν τη χερσόνησο του Άθω, αφού κατά το προηγούμενο έτος, ακολουθώντας αυτήν τη διαδρομή, υπέστησαν μεγάλες απώλειες· εκτός απ’ αυτό όμως, και η Νάξος τους ανάγκαζε να ακολουθήσουν την πορεία αυτή, μια και δεν είχε υποταχθεί προηγουμένως.
Καθώς, πράγματι, διασχίζοντας το Ικάριο πέλαγος συνάντησαν μετά τη Νάξο, αυτή αποτέλεσε, ακριβώς, και τον πρώτο στόχο της περσικής εκστρατείας. Έχοντας υπόψη τους, από την άλλη μεριά, οι Νάξιοι προηγούμενες περιπτώσεις, δεν πρόβαλαν αντίσταση, παρά έφυγαν αναζητώντας προστασία στα βουνά· έτσι, οι Πέρσες αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους της Νάξου συνέλαβαν, και εν συνεχεία πυρπόλησαν και τα ιερά και την πόλη. Σ’ αυτές τις ενέργειες προέβησαν οι Πέρσες και κατόπιν έβαλαν πλώρη για άλλα νησιά.
Ενώ πάλι αυτοί δραστηριοποιούνται κατά τον ως άνω τρόπο, οι κάτοικοι της Δήλου εγκατέλειψαν και αυτοί το νησί τους και πήγαν στην Τήνο, όπου και βρήκαν καταφύγιο. Όταν όμως κατέφθασε στην περιοχή με τα πλοία το περσικό στράτευμα, ο Δάτης, ο οποίος με το σκάφος του αφίχθηκε πρώτος, δεν επέτρεπε τα καράβια να προσεγγίζουν τις ακτές της Δήλου, παρά τα διέταζε να κατευθύνονται απέναντι στη Ρήνεια· όσον αφορά επίσης τον ίδιο, όταν πληροφορήθηκε πού βρίσκονταν οι κάτοικοι της Δήλου, έστειλε κήρυκα και τους μεταβίβασε το εξής μήνυμα: «Άνθρωποι εσείς, αφιερωμένοι στην υπηρεσία του θεού, για ποιο λόγο σηκωθήκατε και φύγατε, καταλογίζοντας σε βάρος μου όχι αγαθές προθέσεις; Εγώ, αντίθετα, και ο ίδιος αντιλαμβάνομαι αυτό το ελάχιστο, αλλά και από μέρους του βασιλιά, μου έχουν δοθεί οι παρακάτω οδηγίες: στον τόπο αυτόν γεννήθηκαν οι δύο θεοί, και αυτόν να μην τον πειράξω, ούτε το νησί αυτό ούτε και όσους το κατοικούν. Επιστρέψτε λοιπόν τώρα στα νοικοκυριά σας και διαφεντέψτε το νησί σας». Αυτό το μήνυμα έστειλε με κήρυκα στους κατοίκους της Δήλου· και στη συνέχεια, συσσώρευσε επάνω στο βωμό τριάντα τάλαντα λιβάνι και το έκαψε τελώντας έτσι προσφορά με θυμίαμα.
Ύστερα από τις ενέργειές του αυτές ο Δάτης συνέχισε την θαλάσσια μετακίνησή του μαζί με το στράτευμα κατευθυνόμενος στην Ερέτρια, ενώ ταυτόχρονα κουβαλούσε μαζί του και τους Ίωνες και τους Αιολείς. Μετά πάντως την αναχώρηση του Δάτη από τη Δήλο, το νησί το ταρακούνησε σεισμός, ενώ, όπως διηγούνταν οι κάτοικοί του, η Δήλος στη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση χτυπήθηκε από σεισμό – αλλά και για πρώτη και τελευταία φορά – μέχρι τα χρόνια μου. Όσον αφορά στο συγκεκριμένο σεισμό, αυτόν, δίχως άλλο, τον έστειλε ο θεός ως προειδοποιητικό σημάδι για όσα δεινά επρόκειτο να επακολουθήσουν· καθώς, στα χρόνια του Δαρείου, γιου του Υστάσπη, και κατά την εποχή του Ξέρξη, γιου του Δαρείου, όπως και επί Αρταξέρξη, γιου του Ξέρξη, στη διάρκεια των τριών αυτών διαδοχικών γενεών, δεινοπάθησε περισσότερο η Ελλάδα από όσο κατά το χρονικό διάστημα των άλλων είκοσι γενεών που προηγήθηκαν της εποχής του Δαρείου.
Και επρόκειτο για συμφορές από τις οποίες άλλες προξενήθηκαν στη χώρα από την πλευρά των Περσών, και άλλες από μέρους των ίδιων των ισχυρότερων ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες μάχονταν μεταξύ τους για το ποια θα υπερισχύσει. Έτσι, δεν αποτέλεσε καθόλου περίεργο γεγονός να ταρακουνηθεί η κατά τα προηγούμενα χρόνια ανεπηρέαστη από σεισμό Δήλος. Αλλά και σε κάποιο χρησμό ήταν καταγεγραμμένο, για το νησί αυτό, το εξής: «και την ανέγγιχτη από σεισμό, τη Δήλο, θα κουνήσω». Εξάλλου, και στην ελληνική γλώσσα τα ονόματα Δαρείος, Ξέρξης και Αρταξέρξης ισοδυναμούν αντίστοιχα με το «δραστήριος», «πολεμιστής» και «μέγας πολεμιστής». Και αυτούς βέβαια τους βασιλείς θα μπορούσαν σωστά να τους ονοματίζουν έτσι οι Έλληνες στη γλώσσα τους.
Οι βάρβαροι, στη συνέχεια, όταν απέπλευσαν από τη Δήλο, προσορμίζονταν στα νησιά και από εκεί ενισχύονταν με στρατιωτικά τμήματα αλλά και έπαιρναν μαζί τους ως ομήρους τα παιδιά των νησιωτών. Όταν όμως, περνώντας με τα καράβια τους ένα γύρο τα νησιά, αγκυροβόλησαν και στην Κάρυστο, οι Καρυστινοί ούτε ομήρους ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν ούτε δέχονταν να στρατευθούν εναντίον γειτονικών πόλεων – και αναφέρονταν στην Ερέτρια και στην Αθήνα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανάγκασε στην περίπτωση εκείνη τους Πέρσες να επιδοθούν σε πολιορκία της Καρύστου και σε καταστροφή της υπαίθρου, μέχρις ότου οι Καρυστινοί υπέκυψαν στα περσικά σχέδια.
Οι Ερετριείς, εξάλλου, καθώς έφταναν σ’ αυτούς οι πληροφορίες ότι το περσικό στράτευμα κατευθυνόταν διά θαλάσσης εναντίον τους, παρακάλεσαν την Αθήνα να σπεύσει σε βοήθειά τους. Και οι Αθηναίοι βέβαια δεν αρνήθηκαν την αποστολή βοήθειας, αλλά έστειλαν, ως συμπαραστάτες των Ερετριέων, τους τέσσερις χιλιάδες κληρούχους οι οποίοι ήσαν εγκαταστημένοι στα κτήματα όσων Χαλκιδέων ανήκαν στην τάξη των «ιπποβοτών».
Αλλά και οι Ερετριείς δεν είχαν κατασταλάξει σε καθόλου σαφείς αποφάσεις, αφού, από τη μια, ζητούσαν ακριβώς τη βοήθεια των Αθηναίων, από την άλλη όμως οι επιδιώξεις τους ήταν διαφορετικές· γιατί άλλοι απ’ αυτούς σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στα βουνά της Εύβοιας, και άλλοι τους, αποβλέποντας την ικανοποίηση προσωπικών τους ωφελημάτων από τους Πέρσες, ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν σε πράξεις προδοσίας. Από την άλλη όμως, ο Αισχίνης, γιος του Νόθωνα – πολίτης ανάμεσα στους επιφανέστερους Ερετριείς – πληροφορήθηκε τι σχεδίαζε η καθεμιά από τις δύο αυτές κατηγορίες των συμπολιτών του και εκθέτει στους Αθηναίους, που είχαν καταφθάσει, πώς είχε η τότε κατάσταση στην Ερέτρια· έδινε μάλιστα στους Αθηναίους το ελεύθερο να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους, προκειμένου να μην κινδυνέψουν να χάσουν και εκείνοι τη ζωή τους. Όσον αφορά στους Αθηναίους λοιπόν, υπάκουσαν στις εν λόγω συμβουλές του Αισχίνη.
Και αυτοί, έτσι, πέρασαν απέναντι στον Ωρωπό και διασώθηκαν. Από την άλλη, οι Πέρσες κατέφθασαν διά θαλάσσης, και τα πλοία τους αγκυροβόλησαν στην περιοχή της Ερέτριας όπου βρίσκονται οι θέσεις Ταμύνες, Χοιρέες και Αιγίλια. Άραξαν λοιπόν σ’ αυτές τις τοποθεσίες και αμέσως αποβίβασαν ιππικές δυνάμεις και προπαρασκευάζονταν, για να επιτεθούν εναντίον των εχθρών τους. Από τη δική τους όμως πλευρά, οι Ερετριείς δεν είχαν τη διάθεση να αντιπαραταχθούν στους Πέρσες και να δώσουν μάχη, αλλά εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν το πώς θα διατηρούσαν ανέπαφα τα τείχη τους, καθώς είχε επικρατήσει η άποψη να μην εγκαταλείψουν την πόλη. Έτσι, οι Πέρσες πραγματοποίησαν ισχυρή επίθεση εναντίον του τείχους, με αποτέλεσμα επί έξι μέρες να υπάρχουν πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Τέλος, κατά την έβδομη μέρα, ο Εύφορβος, ο γιος του Αλκιμάχου, και ο Φίλαγρος, γιος του Κυνέα, οι οποίοι συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πολίτες, παρέδωσαν με προδοσία την Ερέτρια στους Πέρσες. Κι οι άλλοι, μόλις μπήκαν στην πόλη, λεηλάτησαν, από τη μια μεριά, τους ναούς και τους πυρπόλησαν – ανταποδίδοντας έτσι την πυρπόληση των ναών στις Σάρδεις – και από την άλλη, μετέβαλαν τους κατοίκους σε δούλους, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν πάρει από τον Δαρείο.
Έθεσαν, με τον τρόπο αυτόν, υπό τον έλεγχό τους την Ερέτρια οι Πέρσες, παρέμειναν κάποιες μέρες εκεί και στη συνέχεια κατευθύνονταν με τα πλοία τους στα εδάφη της Αττικής· κι έφερναν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους, για τους οποίους είχαν την εντύπωση ότι θα κάνουν και εναντίον τους, επίσης, τα ίδια με εκείνα που πραγματοποίησαν σε βάρος των Ερετριέων. Και καθώς αποτελούσε ο Μαραθώνας την πιο πρόσφορη περιοχή της Αττικής για τη χρησιμοποίηση του ιππικού, αλλά και επειδή βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην Ερέτρια, στον Μαραθώνα τους οδήγησε ο Ιππίας, ο γιος του Πεισιστράτου.
Και οι Αθηναίοι, όταν πληροφορήθηκαν τα παραπάνω, έσπευδαν και οι ίδιοι στον Μαραθώνα, για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες και να υπερασπιστούν έτσι την πατρίδα τους. Επικεφαλής τους εξάλλου βρίσκονταν δέκα στρατηγοί, από τους οποίους ο δέκατος ήταν ο Μιλτιάδης, που ο πατέρας του, ο Κίμων – γιος του Στησαγόρα – υποχρεώθηκε λόγω της πολιτικής κατάστασης να εγκαταλείψει την πατρίδα του εξαιτίας του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη. Αλλά όσον αφορά σ’ αυτόν, ζώντας στην εξορία, συνέβη να νικήσει στην Ολυμπιάδα σε αγώνες αρμάτων τα οποία σύρονταν από τέσσερα άλογα, ενώ κερδίζοντας αυτήν τη νίκη τιμήθηκε ισάξια με τον, από την ίδια μητέρα αδελφό του, Μιλτιάδη. Και εν συνεχεία, κατά την επόμενη Ολυμπιάδα, νικώντας με τις ίδιες φοράδες, παρέδωσε τη θέση του στον Πεισίστρατο, ώστε να ανακηρυχθεί αυτός νικητής, και, μετά την παραχώρηση της νίκης σ’ εκείνον, επέστρεψε στην πατρίδα του προστατευμένος από τη σύναψη σχετικής συμφωνίας. Νίκησε πάντως, με τα ίδια άλογα, και σε επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες· αργότερα όμως πρόλαβαν και τον σκότωσαν τα παιδιά του Πεισιστράτου, όταν ο ίδιος ο Πεισίστρατος δε βρισκόταν πλέον στη ζωή. Ανέθεσαν μάλιστα σε άλλους ανθρώπους να διαπράξουν το φόνο, οι οποίοι τον εξόντωσαν νύχτα κοντά στο πρυτανείο. Τέλος, είναι θαμμένος ο Κίμωνας έξω από την πόλη, πέρα από τον δρόμο τον ονομαζόμενο της Κοίλης, ο οποίος διασχίζει τον ομώνυμο οικισμό· και απέναντι από τον Κίμωνα έχουν ταφεί οι φοράδες εκείνες οι οποίες κέρδισαν τις τρεις Ολυμπιάδες.
Πέτυχαν βέβαια και άλλες, εν τω μεταξύ, φοράδες τις ίδιες με τις παραπάνω νίκες, όπως του Ευαγόρα του Λάκωνα, περισσότερες όμως νίκες απ’ αυτές δεν πέτυχαν άλλες φοράδες. Το μεγαλύτερο, βέβαια, από τα παιδιά του Κίμωνα, ο Στησαγόρας, ζούσε, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, κοντά στον από τον πατέρα θείο του, τον Μιλτιάδη, ο οποίος τον ανέτρεφε στη Χερσόνησο· και ο νεότερος γιος του ζούσε κοντά στον ίδιο τον Κίμωνα, στην Αθήνα, και ονομαζόταν Μιλτιάδης, παίρνοντας δηλαδή το όνομα του Μιλτιάδη εκείνου ο οποίος είχε αποικίσει τη Χερσόνησο
Πηγή: Ηρόδοτος, βιβλίο ΣΤ' Ερατώ Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Γαβριήλ Συντομόρου Εκδόσεις: Ζήτρος
Πηγή
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.