Σκηνές καθημερινής ζωής στην αρχαία Ελλάδα |
Τη διαίρεση της ημέρας – τις ώρες – δεν μπορούμε να την υπολογίσουμε με ακρίβεια στην αρχαία Ελλάδα. Στα παλιά χρόνια όριζαν κατά τρόπο πολύ γενικό τις διάφορες στιγμές της ημέρας μιλώντας για αυγή, για αγοράν πλήθουσαν (περίπου στη μέση του πρωινού, 10-11 μ’ άλλα λόγια), για μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ. Ωστόσο, από τα μέσα του πέμπτου αιώνα οι Έλληνες διέθεταν δύο συσκευές για τη μέτρηση του χρόνου: το ηλιακό ρολόι και την κλεψύδρα (αμμωρολόγιον με νερό) που έδειχνε το χρόνο με την κανονική ροή μιας ορισμένης ποσότητας υγρού. Το υδραυλικό ρολόι, που στηριζόταν στην ίδια αρχή με την κλεψύδρα, δεν υπήρχε ακόμη στην κλασσική εποχή. Πρακτικά, στην Αθήνα, η κάθετη βελόνα υψωμένη επάνω στην οριζόντια πλάκα του γνώμονος που είχε κάμει ο αστρονόμος Μέτωνας στην Πνύκα, ή οι βελόνες που είχαν τα άλλα ηλιακά ρολόγια, που μερικά ήταν φορητά, έδειχναν με το διαφορετικό μήκος της σκιάς που έρριχναν, την ορισμένη ώρα για ένα ραντεβού ή μια πρόσκληση. Μετρούσαν με τα πόδια το μήκος αυτής της σκιάς. Στις «Εκκλησιάζουσες» η Πραξαγόρα λέει στον άντρα της:
Μιαν έγνοια εσύ θα ’χεις·
το βραδάκι, που οι ίσκιοι μακραίνουνε πια,
να τραβάς στολισμένος για δείπνο.
Ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Ευβούλου μας μιλάει για έναν κοιλιόδουλο που «προσκαλεσμένος από κάποιον να δειπνήση στο σπίτι του, ενώ ο φίλος του τον κάλεσε να έλθη όταν η σκιά θα ήταν είκοσι πόδια, πήρε για μέτρο το σήκωμα του ήλιου και πήγε όταν η σκιά ήταν πιο μακριά από δυο μόνο πόδια· τότε εξήγησε πως έφτασε λιγάκι αργά, γιατί είχε μια δουλειά, ενώ είχε φτάσει πρωί - πρωί».
Επειδή όλα τα γεύματα όταν είχαν καλεσμένους τα έδιναν το βράδυ, τον είχαν προσκαλέσει για τις οκτώ το βράδυ, και πήγε στις οκτώ το πρωί. Ακόμη κι όταν πολλαπλασιάστηκαν οι γνώμονες, οι Έλληνες δεν φαίνεται να απόχτησαν τη συνήθεια να μετράνε τις ώρες αρχίζοντας από την ανατολή του ηλίου, όπως θα κάνουν οι Ρωμαίοι. Οι διαιρέσεις της ημέρας έμειναν λοιπόν πάντα γι’ αυτούς πολύ αόριστες. Οπωσδήποτε αυτό θα είχε επίδραση και στο ρυθμό της ζωής τους.
Προς το μεσημέρι ή προς το απόγευμα οι Έλληνες έπαιρναν ένα γεύμα πολύ απλό, στα γρήγορα (άριστον). Μερικοί απ’ αυτούς προς το βράδυ ξανατρώνε κάτι (εσπέρισμα), μα το γεύμα το πιο πολυτελές το παίρνουν κανονικά στο τέλος της ημέρας, ή αφού έχει πια νυχτώσει: είναι το δείπνον.
Ποια ήταν τα συνηθισμένα φαγητά των Ελλήνων; Οι περισσότεροι, κυρίως οι Αθηναίοι, ήταν φημισμένοι για τη λιτότητά τους, που την εξηγούν κατά το μεγαλύτερο μέρος το κλίμα κι η φτώχεια τους εδάφους. Ωστόσο οι κάτοικοι της εύφορης Βοιωτίας περνούσαν για φαγάδες, και τους κορόιδευαν για τη λαιμαργία τους όπως και για το κουτό και χοντρό μυαλό τους. Μα το ότι μόνο αυτοί αγαπούσαν το καλό κρέας και μεθούσαν, ίσως δεν είναι παρά αποτέλεσμα της προκατάληψης κακόβουλων γειτόνων. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες περνούσαν για πιο λιτοδίαιτοι ακόμη και από τους Αθηναίους, αλλά δεν αποκλείεται αυτή η γνώμη να προερχόταν από μια αντίστροφη γοητεία.
Ήδη ο Όμηρος ονόμαζε τους ανθρώπους «ψωμοφάγους». Τα δημητριακά, ουσιαστικά το σιτάρι και το κριθάρι, που καθώς είπαμε οι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να εισάγουν σε μεγάλες ποσότητες, αποτελούσαν τη βάση της τροφής τους. Όταν ο Πλάτων, στην «Πολιτεία» θέλη να χαράξη τον πίνακα μιας υγιεινής και πρωτόγονης ζωής, γράφει:
Οι άνθρωποι, για να τραφούν, θα φτιάχνουν οπωσδήποτε ή με κριθάρι ή με σιτάρι, αλεύρι που θα το ψήνουν ή θα το ζυμώνουν· θα κάνουν μ’ αυτό ωραίες γαλέττες και ψωμιά που θα τα σερβίρουν επάνω σε καλάμια ή σε φύλλα πολύ καθαρά.
Το αλεύρι από κριθάρι ζυμωμένο σε γαλέττα είναι η μάζα, τροφή βασική για τις καθημερινές. Σύμφωνα μ’ ένα παράγγελμα του Σόλωνος, το ψωμί από σιτάρι (άρτος), το καθαυτό δηλαδή ψωμί, σε στρογγυλό σχήμα (καρβέλι) δεν έπρεπε να το τρώνε παρά μονάχα στις γιορτές.
Αλλ’ ασφαλώς στην Αθήνα, στον αιώνα του Περικλή, έβρισκε κανείς όλες τις μέρες σταρένιο ψωμί στο φούρνο με την ίδια ευκολία που έβρισκε και τη μάζα (άλλοτε κάθε οικογένεια έψηνε μόνη της το ψωμί της), αλλά η μάζα κόστιζε πολύ λιγότερο, και οι φτωχοί τις περισσότερες φορές αγόραζαν αυτή.
Κάθε στερεή τροφή που συνοδεύει στο γεύμα το ψωμί ονομάζεται όψον: χόρτα, κρεμμύδια, ελιές, κρέας, ψάρια, φρούτα και γλυκίσματα. Τα χόρτα ήταν σπάνια και στην πόλη σχετικά ακριβά, εκτός από τα κουκιά και τις φακές που τα έτρωγαν συνήθως σαν πουρέ (έτνος). Αυτή ήταν η βαρειά και θρεπτική τροφή που άρεσε πολύ στον Ηρακλή – τρομερό φαγά – όπως τουλάχιστον λέει ο Αριστοφάνης. Έτρωγαν επίσης πολλά σκόρδα, τυρί και κρεμμύδια, κυρίως στο στρατό, όπου οι λεπτεπίλεπτοι έβρισκαν αυτή τη διατροφή μονότονη και χωριάτικη. Οι ελιές ήταν άφθονες στην Αττική, τουλάχιστον πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ήταν βέβαια χρήσιμες κυρίως για το λάδι, μα τις έτρωγαν κιόλας.
Το κρέας ήταν ακριβό, εκτός από το χοιρινό (ένα γουρουνόπουλο του γάλακτος, στοίχιζε τρεις δραχμές). Οι φτωχοί άνθρωποι, που κατοικούσαν στην πόλη, έτρωγαν κρέας πού και πού, όταν γίνονταν θυσίες, γιατί όλες σχεδόν οι θρησκευτικές γιορτές περιελάμβαναν και σκηνές σφαγείου και κρεοπωλείου και τελείωναν με ευωχία. Αλλά στην ύπαιθρο οι εύποροι ιδιοκτήτες έτρωγαν συχνά πουλερικά, χοιρινό, κατσίκια, αρνιά, κι εκτός απ’ αυτά και κυνήγι.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας έτρωγαν πολύ συχνότερα ψάρι από κρέας. Είναι χαρακτηριστικό πως η λέξη όψον που σημαίνει, καθώς είπαμε, ό,τι τρώμε μαζί με το ψωμί, σιγά - σιγά πήρε ειδική σημασία και κατέληξε να σημαίνη ειδικά ψάρι, έτσι που η λέξη που σημαίνει ιχθύς στα νέα ελληνικά προέρχεται από κει (ψάρι). Μαζί με το ψωμί, το ψάρι ήταν – είναι πολύ πιθανόν – η βασική τροφή του αστικού πληθυσμού. Κάθε αύξηση της τιμής της σαρδέλλας και της αντζούγιας του Φαλήρου έβαζε σε ανησυχία το φτωχόκοσμο, που φοβόταν ότι έτσι δε θα μπορούσε να αγοράση ένα από τα πιο συνηθισμένα και τα πιο καλά του φαγητά.
Η ψαραγορά ήταν ένα από τα πιο γεμάτα από πελάτες και τα πιο γραφικά μέρη της Αγοράς. Μερικά ψάρια πολύ γευστικά που πολύ τα εκτιμούσαν στοίχιζαν πολύ για να είναι στο τραπέζι των φτωχών, λόγου χάρη τα περίφημα χέλια της λίμνης Κωπαΐδας, γιατί οι Αθηναίοι έκαναν σαν τρελλοί για τα ψάρια του γλυκού νερού, καθώς και για ψάρια της θάλασσας, όπως ο τόννος. Αγαπούσαν επίσης τα θαλασσινά: κοχύλια και μαλάκια, όπως οι σουπιές και τα καλαμάρια που αφθονούσαν στις ακτές της Εύβοιας και που αποτελούσαν πηγή πλούτου τόσο σπουδαία για τους ψαράδες της Ερέτριας, που αυτή ως πόλη έβαζε σα διακριτικό της σήμα, επάνω στα νομίσματά της, ένα καλαμάρι. Έμποροι παστών (τάριχος) πουλούσαν ψάρια και κρέας διατηρημένα μέσα στη σαλαμούρα ή καπνιστά.
Το δείπνο τελείωνε – αλλά δεν ήταν απαραίτητο – με επιδόρπια (τράγημα): φρούτα φρέσκα ή ξερά, κυρίως σύκα, καρύδια και σταφύλια ή γλυκά με μέλι.
Μαγείρευαν οι γυναίκες του σπιτιού, κυρίως οι δούλες. Από τον τέταρτον ωστόσο αιώνα βλέπουμε να κάνουν την εμφάνισή τους επαγγελματίες μάγειροι και ζαχαροπλάστες. Μερικοί απ’ αυτούς γράφουν και «Μαγειρικές».
Ο Πλάτων αναφέρει κάπου: «ο Θεαρίων ο ζαχαροπλάστης και ο Μίθαικος, ο συγγραφέας μιας πραγματείας για τη Σικελική κουζίνα, και ο Σάραμβος, ο έμπορος κρασιών, τρεις έξοχοι γνώστες των γλυκών, της κουζίνας και των κρασιών».
Τα περισσότερα φαγητά τα έτρωγαν με τα δάχτυλα γιατί δεν ήξεραν τη χρήση των πηρουνιών. Οι γαλέττες από «μάζα» ή τυρί έπαιρναν και τη θέση πιάτου, αλλά χρησιμοποιούσαν και ξύλινα, πήλινα ή μετάλλινα πιάτα, και για να φάνε πουρέδες ή βραστά χρησιμοποιούσαν κουτάλια που έμοιαζαν αρκετά με τα δικά μας, και που το χερούλι τους ήταν καμμιά φορά πλούσια διακοσμημένο. Για το κρέας, ήταν απαραίτητα τα μαχαίρια.
Εφημερίδα Το Ποντίκι
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.