Select Menu


Μαθήματα από την Ισλανδία...

Του Ιωάννη Θεοδοσίου
Καθηγητή Οικονομικών, Πανεπιστήμιο του Αμπερντήν

Εισαγωγικά

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ προχώρησαν στην επιβολή ενός τρίτου γύρου βαριάς λιτότητας στο ελληνικό κράτος με την πλήρη συνεργασία της πλειονότητας του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου. Η καταστροφική λιτότητα έχει ήδη προκαλέσει μείωση του ελληνικού ΑΕΠ σε ποσοστό άνω του 25% μέσα σε 5 χρόνια, όταν το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης μειώθηκε κατά 20% και του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 11%. Οι βλαβερές συνέπειες για τον ελληνικό πληθυσμό είναι πρωτοφανείς, καθώς η ανεργία έχει φτάσει στο 28% και η ανεργία των νέων στο 70%, όσοι κατατάσσονται ως φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν να βρεθούν σ’ αυτή την κατηγορία αντιστοιχούν στο 56% των Ελλήνων, ενώ το 46% των συνταξιούχων βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και το ποσοστό της παιδικής φτώχειας ανέρχεται στο 41%. 

Οι εγκληματικές πράξεις και οι αυτοκτονίες έχουν πολλαπλασιαστεί, η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε απότομα και η διάδοση των ασθενειών έχει προκαλέσει χάος στο ελλιπώς χρηματοδοτούμενο και άκρως υποβαθμισμένο σύστημα υγείας. Έτσι, η μόνη εναπομένουσα πηγή πλούτου στην Ελλάδα, οι πολίτες της, υπονομεύεται σοβαρά. Τα πέντε τεράστια κακά που αναγνώρισε το 1942 ο σερ Ουίλιαμ Μπέβεριτζ, η ανάγκη, η ασθένεια, η άγνοια, η εξαθλίωση και η αδράνεια, έχουν πλέον ριζώσει βαθιά στην ελληνική κοινωνία του 2015. Αυτός ο πόλεμος εναντίον των φτωχών, όπου οι πιο ευπαθείς και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες υποφέρουν προς όφελος της χρηματοπιστωτικής και πολιτικής ελίτ, ονομάζεται, με βάση την οργουελιανή παράδοση, «υγιής οικονομική πολιτική”, η οποία συνιστά τον μόνο δρόμο προς την οικονομική ανάκαμψη, αποκαλούμενη ΤΙΝΑ «There Is No Alternative» (Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση).

Ωστόσο, η θεαματική οικονομική ανάκαμψη της Ισλανδίας ύστερα από τη διάρρηξη της δικής της χρηματοπιστωτικής φούσκας, το 2008, δείχνει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτή η εναλλακτική λύση απαιτεί συντονισμένες κυβερνητικές ενέργειες για να αναστραφούν οι καταστροφικές επιπτώσεις της λιτότητας και να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να υπάρξει μέριμνα για τις πιο ευάλωτες και ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας. Απαιτεί πολιτικές μείωσης της ανεργίας και της ανισότητας και προώθησης της οικονομικής μεγέθυνσης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ένας δρόμος για την πρόοδο της χώρας προς μια πιο ευημερούσα και πολιτισμένη κοινωνία. Είναι, λοιπόν, διαφωτιστικό το να παρακολουθήσουμε την ισλανδική εμπειρία: τη μετεωρική, αλλά εύθραυστη άνοδο της ισλανδικής οικονομίας με την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τη θεαματική και ταχύτατη πτώση της και, στη συνέχεια, την εξίσου ταχεία ανάκαμψή της, όταν οι πολιτικοί ηγέτες της Ισλανδίας έθεσαν ως προτεραιότητα τη δημοκρατία και ο λαός ψήφισε υπέρ της διαφύλαξης της κοινωνίας του αντί να ακολουθήσει το δρόμο που συνιστούσαν το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το δρόμο της ακραίας λιτότητας.

Η Ισλανδική Άνοδος

Όπως η Ελλάδα, η Ισλανδία, στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν μία από τις πιο φτωχές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1980 είχε επιτύχει επίπεδο και κατανομή εισοδήματος ίσα με το μέσο όρο των σκανδιναβικών χωρών (Wade and Sigurgeirsdottir, 2010). Εντούτοις, καθώς η οικονομική μεγέθυνση επιβραδυνόταν στη διάρκεια της εν λόγω δεκαετίας, διαδοχικές κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερη πολιτική σε ευθυγράμμιση με την κυρίαρχη οικονομική σκέψη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε πολύ πιο φανατικά μετά το 1994, όταν η Ισλανδία εντάχθηκε στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), με αποτέλεσμα να μετασχηματιστεί η ισλανδική οικονομία από μια οικονομία που βασιζόταν στην αλιεία και στον τουρισμό σε φορολογικό παράδεισο της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ. Ο ιδιωτικοποιημένος και απορυθμισμένος χρηματοπιστωτικός τομέας κυριάρχησε στην οικονομική δραστηριότητα.

Επιπλέον, οι νόμοι που επέτρεπαν τη συγχώνευση της εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής, κατά μίμηση της κατάργησης του Νόμου Γκλας-Στίγκαλ στις ΗΠΑ, διευκόλυναν τις τράπεζες να δανείζουν και να επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου και υψηλών αποδόσεων. Με αυτή την εισροή ρευστού, η ισλανδική οικονομία εκτοξεύτηκε: από το 2003 έως το 2007 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν της τάξης του 5,5% και το ποσοστό της ανεργίας έπεσε σε επίπεδα μόλις πάνω από το 2%, το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Το 2007, η Ισλανδία ήταν η 5η πλουσιότερη χώρα του κόσμου με το κατά κεφαλήν εισόδημα, το οποίο ήταν κατά 60% περισσότερο από αυτό των ΗΠΑ, να αντανακλά το ρυθμό μεγέθυνσης του ισλανδικού τραπεζικού συστήματος: στο τέλος του 2007, τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες, τα οποία το 2003 ισοδυναμούσαν με λιγότερο από το διπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας, ήταν πλέον οκταπλάσια του ΑΕΠ, ενώ το 2008 ήταν σχεδόν δεκαπλάσια του ΑΕΠ (Wade and Sigurgeirsdottir, 2012). Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι τράπεζες, προκειμένου να επεκταθούν, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο ξένο χρήμα και στις ξένες καταθέσεις, πουλώντας ομόλογα στην ευρωπαϊκή αγορά, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ολλανδία, με έμμεσες εγγυήσεις μέσω δανεισμού τους από ευρωπαϊκά ιδρύματα.

Στα τέλη του 2004, η Ισλανδία ήταν η πιο χρεωμένη χώρα του κόσμου βάσει του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους ως προς το ΑΕΠ (Olafsson, 2011). Δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ισλανδίας, οι Islandsbanki και Kaupthing, εγκατέστησαν επιχειρήσεις λιανικής τραπεζικής σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και μια τρίτη, η Landsbanki, εγκαινίασε τραπεζική υπηρεσία μέσω διαδικτύου, την «Icesave”, στο Ηνωμένο Βασίλειο , το 2006, και στην Ολλανδία, το 2008. Αυτό έδωσε στις τράπεζες τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στις ξένες καταθέσεις. Πάνω από 300.000 Βρετανοί και πολλά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, της Μητροπολιτικής Αστυνομίας και της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Ηνωμένου Βασιλείου, μιας ανεξάρτητης επιτροπής οικονομικής εποπτείας, κατέθεσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε λογαριασμούς της Icesave. Στην Ολλανδία, πάνω από 125.000 άνθρωποι κατέθεσαν τα χρήματά τους στην Icesave. Το 2008, Ευρωπαίοι επενδυτές διατηρούσαν σχεδόν 10,5 δισ. δολάρια σε λογαριασμούς της Icesave , πάνω από το ήμισυ του ισλανδικού ΑΕΠ (Wade and Sigurgeirsdottir, 2012).

Η εύκολη διαθεσιμότητα πίστωσης μαζί με την αύξηση της τιμής των μετοχών προκάλεσαν μια φούσκα στην αγορά στέγης, καθώς οι τιμές των σπιτιών αυξάνονταν ετησίως κατά 16,6%, κατά μέσο όρο, από το 2003 έως το 2007. Η αύξηση του πλούτου που συνδεόταν με τη στέγη έδωσε το έναυσμα για περαιτέρω δανεισμό και δαπάνες και συνέβαλε στην περαιτέρω οικονομική μεγέθυνση. Σε μια χώρα με περιορισμένη παραγωγή, όλα τα παραπάνω προκάλεσαν ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αυξήθηκε από 5% του ΑΕΠ, το 2003, σε 20%, το 2006.

Ωστόσο, παρά την εύθραυστη χρηματοπιστωτική κατάσταση αυτής της οικονομικής ανόδου, όλο το νεοφιλελεύθερο ιερατείο επαινούσε τη μετεωρική οικονομική άνοδο της Ισλανδίας ως μια μαρτυρία της εγκυρότητας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών: «η μεγαλύτερη ιστορία επιτυχίας στον κόσμο» (The Wall Street Journal, 2004).

Η Ισλανδική Πτώση

Με την κατάρρευση της Lehman Brothers άρχισε να ξηλώνεται το τραπεζικό σύστημα και η οικονομία της Ισλανδίας. Η Glitnir, η πιο αδύναμη από τις τρεις μεγαλύτερες τράπεζες, ζήτησε βοήθεια από την Κεντρική Τράπεζα η οποία, ανταποκρινόμενη, αγόρασε το 75% των μετοχών. Έτσι εξασθένησε η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα της Ισλανδίας. Άρχισε να εκδηλώνεται τραπεζικός πανικός πρώτα στην Icesave, αλλά μέσα σε δύο εβδομάδες, τον Οκτώβριο του 2008, και οι τρεις μεγάλες ισλανδικές τράπεζες χρεοκόπησαν, με αποτέλεσμα να τις αγοράσει το κράτος. Η «μεγαλύτερη ιστορία επιτυχίας στον κόσμο» άρχισε να καταρρέει καθώς η αθέτηση πληρωμών εκ μέρους των τραπεζών οδήγησε σε νομισματική κρίση, σε χρηματιστηριακή κρίση, σε κρίση πληρωμών, εκ μέρους επιχειρήσεων και νοικοκυριών, και σε στεγαστική κρίση.

Το 2008, η ισλανδική κορόνα έπεσε πάνω από 80% έναντι του ευρώ, και το χρηματιστήριο έπεσε κατά 90% (EuroStat, 2012). Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν 4,2% το 2008 και ακόμη 8% το 2009. Η ανεργία αυξήθηκε από 3 % το 2008 σε 7,6 % το 2010. Λόγω των ταχέως δημιουργημένων και επισφαλών βάσεων της ισλανδικής οικονομικής μεγέθυνσης, η χώρα υπέστη τεράστια οικονομική πτώση, με το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 13% από το 2008 έως το 2010 (Olafsson, 2011). Από τις μεταβολές της αξίας του νομίσματος επλήγησαν ιδίως τα νοικοκυριά. Από το 2008 έως το 2009, το χρέος των νοικοκυριών σε εγχώριο νόμισμα διπλασιάστηκε. Καθώς, στις αρχές του 2008 ισοδυναμούσε με το 225% του διαθέσιμου εισοδήματος και το 13% του χρέους ήταν σε αναπροσαρμοζόμενα σε ξένο νόμισμα δάνεια, πολλά νοικοκυριά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους και έχασαν αυτοκίνητα και σπίτια. Δεινά υπέστησαν και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, καθώς το χρέος τους στα τέλη του 2007 υπερέβαινε το 300% του ΑΕΠ.

Με το τραπεζικό σύστημα να παραπαίει και το εθνικό της νόμισμα να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, η ισλανδική κυβέρνηση στράφηκε προς την Ευρώπη για βοήθεια, η οποία βεβαίως την αρνήθηκε, καθώς η Ισλανδία είχε ταχύτατα μεταβληθεί σε παρία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 2008, προσεγγίστηκε το ΔΝΤ για παροχή βοήθειας. Το ΔΝΤ προσέφερε δάνειο 2,1 δισ. δολαρίων με βαρύτατους όρους, όπως η περικοπή των δημόσιων δαπανών κατά 15% και το να συμφωνήσει η ισλανδική κυβέρνηση σε μια επιπρόσθετη δόση λιτότητας προκειμένου να αποζημιωθούν οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ολλανδίας για τα ποσά με τα οποία είχαν καλύψει τις απώλειες των δικών τους καταθετών της Icesave. Τον Οκτώβριο του 2009, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ισλανδική κυβέρνηση παρουσίασε στο κοινοβούλιο τους όρους μιας συμφωνίας την οποία είχε διαπραγματευθεί και βάσει της οποίας δεσμευόταν να πληρώσει στις δύο ανωτέρω κυβερνήσεις 5,5 δισ. ευρώ (κατά προσέγγιση το 50% του ισλανδικού ΑΕΠ) σε μια περίοδο οκτώ ετών, από το 2016 μέχρι το 2023. Έχοντας απελπιστική ανάγκη για συνάλλαγμα, η ισλανδική κυβέρνηση τελικά συμφώνησε και έλαβε το δάνειο των 2,1 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ συν ένα δάνειο 3 δισ. δολαρίων από τις σκανδιναβικές χώρες και τη Ρωσία.

Ο Λαός και η Κυβέρνησή του: Η Διασφάλιση της Δημοκρατίας στην Ισλανδία

Όμως, λίγο πριν ολοκληρώσει η ισλανδική κυβέρνηση την εξέταση της δανειακής συμφωνίας με το ΔΝΤ, στις αρχές του 2010, ο υπουργός Υγείας παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος, και πέντε διαφωνούντες αρνήθηκαν να ψηφίσουν υπέρ της κυβέρνησης. Τελικά, ο πρόεδρος της Ισλανδίας απέρριψε το σχέδιο της συμφωνίας και ανήγγειλε δημοψήφισμα με το ερώτημα αν ο λαός ήθελε να πληρώσει το ιδιωτικό χρέος για να αποζημιώσει τους τραπεζίτες και τους ριψοκίνδυνους επενδυτές τους, με τίμημα ένα μεγάλο πακέτο επιβεβλημένης λιτότητας, περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και φορολογικών αυξήσεων ή θα έλεγε όχι στη διάσωση των τραπεζιτών και, αντ’ αυτού, θα ανοικοδομούσε την οικονομία.

Αυτή η σπουδαία δημοκρατική ενέργεια προωθήθηκε από μια σειρά δημόσιων διαμαρτυριών κατά των ισλανδικών κυβερνήσεων και των μέτρων λιτότητας, διαμαρτυριών που άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της κρίσης. Το κυβερνών Κόμμα Ανεξαρτησίας αναγκάστηκε να εξαγγείλει τη διεξαγωγή εκλογών για τον Απρίλιο του 2009. Στη συνέχεια, όταν ο εταίρος του στον κυβερνητικό συνασπισμό, η Σοσιαλδημοκρατική Συμμαχία, απέσυρε τη στήριξή της, η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Ανέλαβε μια προσωρινή κυβέρνηση της Σοσιαλδημοκρατικής Συμμαχίας και του Αριστερού-Πράσινου Κινήματος, η οποία και θριάμβευσε στις εκλογές του Απριλίου.
Εκκαθαρίζοντας το Χάος του Πειρατικού Καπιταλισμού

Η νέα προοδευτική κυβέρνηση της Ισλανδίας έλαβε, τα αμέσως επόμενα χρόνια, πολιτικά μέτρα ευθέως αντίθετα με εκείνα που υιοθετούσαν άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που αντιμετώπιζαν μια παρόμοια χρηματοπιστωτική κατάρρευση. Αντί να προσπαθήσει να διασώσει τις υφιστάμενες δομές μέσω λιτότητας, η κυβέρνηση παρενέβη ενεργά στη χρηματοπιστωτική αγορά και στις αγορές νομίσματος και στέγης, το σημαντικότερο δε ήταν ότι ενίσχυσε τα κοινωνικά προγράμματα που προστάτευαν τα συμφέροντα του ισλανδικού λαού. Επίσης σημαντικό ήταν ότι η ενάντια στη λιτότητα πολιτική αντίδραση στην κρίση της χώρας αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχής ως προς την προώθηση της οικονομικής ανάκαμψης και την προστασία της λαϊκής ευημερίας σε σχέση με τις πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

5.1. Τράπεζες και χρηματοπιστωτικός τομέας

Η Ισλανδία δεν έσωσε τις χρεοκοπημένες τράπεζες. Σε αντίθεση με τη δογματική στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι καμιά τράπεζα δεν πρέπει να χρεοκοπήσει στην Ευρωζώνη και κανένας μέτοχος δεν πρέπει να υποστεί ζημία, διότι αυτό θα υπέσκαπτε την εμπιστοσύνη στο ευρώ, η πρωθυπουργός της Ισλανδίας ανέφερε το 2009 ότι «καμιά υπεύθυνη κυβέρνηση δεν διακινδυνεύει το μέλλον του λαού της, ακόμη και όταν βρίσκεται σε κίνδυνο το τραπεζικό σύστημα» (Stuckler and Basu, 2013, p. 75). Τον Οκτώβριο του 2008, οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες της Ισλανδίας εθνικοποιήθηκαν και ανακεφαλαιοποιήθηκαν με ισχυρές κεφαλαιακές αναλογίες: άνω του 16% όλων των περιουσιακών στοιχείων, και το 90% χρηματοδοτήθηκε με καταθέσεις. Όλες οι καταθέσεις ήταν πλήρως εγγυημένες. Κάθε τράπεζα χωρίστηκε σε νέα και παλιά. Οι νέες κρατικές τράπεζες απέκτησαν όλες τις υποθήκες, τα άλλα τραπεζικά δάνεια και τις καταθέσεις των παλιών τραπεζών. Οι διεθνείς υποχρεώσεις παρέμειναν στις παλιές τράπεζες. Για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των νέων τραπεζών, τα δάνεια από τις παλιές τράπεζες μεταφέρθηκαν ως επί το πλείστον στις νέες, με μεγάλες μειώσεις. Οι πιστωτές των παλιών τραπεζών τελικά επανεπένδυσαν στις νέες τράπεζες (Hart-Landsberg, 2013).

Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βυθίστηκαν στην ύφεση ακολουθώντας το νεοφιλελεύθερο δόγμα, η Ισλανδία επιδόθηκε σε μια ευρεία και εκτεταμένη διαγραφή χρεών, τόσο για τις εταιρείες όσο και για τα άτομα (Daviosdottir, 2012). Η κυβέρνηση εξασφάλισε ελάφρυνση των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων από το βάρος του χρέους. Επιπλέον, το 2010, το Ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα δάνεια αυτοκινήτων σε ξένο νόμισμα ήταν άκυρα και το κοινοβούλιο πήρε μια παρόμοια απόφαση για τα ενυπόθηκα δάνεια. Το 2011, το Ανώτατο Δικαστήριο επέκτεινε αυτή την απόφαση και στις εταιρείες. Όλα αυτά τα δάνεια μετατράπηκαν σε εγχώριο νόμισμα, οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις μειώθηκαν σημαντικά, και τα επιτόκια υπολογίστηκαν ξανά, και αναδρομικά, χρησιμοποιώντας το πιο χαμηλό, μη αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της Ισλανδίας (Wade and Sigurgeirsdttir, 2012).

5.2. Συναλλαγματική ισοτιμία και εμπορικό ισοζύγιο

Η πολιτική της Ισλανδίας ως προς το νόμισμα παρέχει κάποια ενδιαφέροντα διδάγματα για τη νομισματική πολιτική. Η ισλανδική κορόνα ήταν ισχυρό νόμισμα πριν από την κρίση λόγω των μεγάλων εισροών ξένων κεφαλαίων. Όμως, με την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, οι εισροές σταμάτησαν και η ισοτιμία άρχισε να πέφτει ανεξέλεγκτα. Αυτή η πτώση επιδείνωσε τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, καθώς πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις είχαν χρέη αναπροσαρμοζόμενα σε ξένο νόμισμα, τα οποία αυξάνονταν σε όρους εγχώριας αγοραστικής δύναμης. Ωστόσο, αυτό βελτιώθηκε εν μέρει καθώς οι εθνικοποιημένες τράπεζες αναδιάρθρωσαν τα δάνεια μετατρέποντάς τα σε εγχώριο νόμισμα. Επιπλέον, όταν συνεπεία της υποτίμησης προκλήθηκε αύξηση στο κόστος των φαρμάκων και υπηρεσιών υγείας, η κυβέρνηση το αντιστάθμισε με την αύξηση των αντιστοίχων δαπανών της (Hart-Landsberg, 2013).

Αναπόφευκτα, σημειώθηκε μία θετική επίδραση της πτώσης του νομίσματος, εφόσον αυτή κατέστησε δυνατή την ταχεία ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας και της ισχύος της οικονομικής πολιτικής. Η Ισλανδία κατέγραψε πλεόνασμα στις τρέχουσες συναλλαγές το 2009, που επιτεύχθηκε εν μέρει μέσω της ανάκαμψης των εξαγωγών. Η ανάκαμψη των εξαγωγών ωθήθηκε από την μειωμένη συναλλαγματική ισοτιμία. Μεταξύ των 34 χωρών για τις οποίες δημοσιεύει στοιχεία η Eurostat όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές, η Ισλανδία ήταν η μόνη που σημείωσε αύξηση το 2009 σε σχέση με το 2008 (Darvas, 2012). Σημαντικό ήταν το ότι οι υψηλότερες τιμές των εισαγόμενων προϊόντων ενθάρρυναν την αναζωογόνηση των ισλανδικών οικονομικών κλάδων που παράγουν προϊόντα τα οποία υποκαθιστούν τα εισαγόμενα. Η εμπειρία της ισλανδικής κρίσης θα μπορούσε να συγκριθεί με την κρίση στην Ιρλανδία, στη Λετονία ακόμη και στην Ελλάδα. Σε όλες αυτές τις χώρες η οικονομική μεγέθυνση βασιζόταν κυρίως στον ξένο δανεισμό και σε φούσκες χρέους και όλες υπέστησαν μεγάλη οικονομική κατάρρευση ουσιαστικά για τον ίδιο λόγο. 

Όμως, η Ιρλανδία και η Λετονία υπέστησαν πολύ μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση από ό,τι η Ισλανδία, και η ανάκαμψή τους υπήρξε πολύ πιο αδύναμη, ρηχή και επώδυνη, ενώ στην Ελλάδα ακόμη δεν παρατηρείται ανάκαμψη. Ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της έκβασης είναι πως καμιά από αυτές τις τρεις χώρες δεν ήταν σε θέση να προσαρμόσει τη συναλλαγματική ισοτιμία της, καθώς η Ιρλανδία και η Ελλάδα έχουν ως νόμισμά τους το ευρώ και η Λετονία ήταν δεσμευμένη σε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν και οι τρεις χώρες να ακολουθήσουν υποχρεωτικά την πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» με περικοπή μισθών και κοινωνικών προγραμμάτων, ελπίζοντας ότι θα αυξήσουν την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Σημαντικό είναι επίσης ότι η νομισματική πολιτική της Ισλανδίας περιλάμβανε και τη χρήση αυστηρών ελέγχων στις ροές χρηματικών κεφαλαίων που καθιστούσαν παράνομες τις περισσότερες υπερεθνικές κινήσεις κεφαλαίων. Οι έλεγχοι αυτοί απέτρεψαν τη φυγή από τη χώρα ενός ποσού που εκτιμάται στα 8 δισ. δολάρια και το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν το 50% του ισλανδικού ΑΕΠ. Η απουσία κεφαλαιακών ελέγχων θα μπορούσε να καταλήξει σε μεγάλη εκροή κεφαλαίων που θα είχε οδηγήσει αναμφίβολα στην πλήρη κατάρρευση του νομίσματος (Hart-Landsberg, 2013) .

5.3. Ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το βάρος του χρέους

Η κυβέρνηση έλαβε ισχυρά μέτρα για να ελαχιστοποιήσει την απειλή που συνιστούσε για τα νοικοκυριά η κατάρρευση της φούσκας στην αγορά ακινήτων και για να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην εν λόγω αγορά. Επίσης έλαβε εσπευσμένα μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι οικογένειες δεν θα έχαναν τα σπίτια τους. Αυτή η στάση απέτρεψε τη χιονοστιβάδα κατασχέσεων που παρατηρήθηκε σε άλλες πληγείσες από την κρίση χώρες. Τα μέτρα περιλάμβαναν μορατόριουμ στις κατασχέσεις, προσωρινή αναστολή της εξυπηρέτησης του χρέους για δάνεια αναπροσαρμοζόμενα βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, και αναδιάρθρωση του χρέους των νοικοκυριών. Χονδρικά, τα μισά νοικοκυριά που εκπλήρωναν τις προϋποθέσεις είχαν το πλεονέκτημα της ρύθμισης των πληρωμών, πράγμα που μείωσε την τρέχουσα εξυπηρέτηση του χρέους κατά 15% με 20% και κατά 30% με 40% για δάνεια αναπροσαρμοζόμενα βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αντιστοίχως (IMF, 2012). Αυτό το πρόγραμμα ανακούφισης από το χρέος ήταν βασικό εργαλείο για την ελαχιστοποίηση των κατασχέσεων και, έτσι, η Ισλανδία δεν βίωσε σημαντική αύξηση του αριθμού των αστέγων.

Ένα παράλληλο σύνολο κυβερνητικών πρωτοβουλιών στόχευσε στη μείωση του χρέους των νοικοκυριών και των τόκων σε υποθήκες ενθαρρύνοντας τους ιδιοκτήτες των σπιτιών να διαπραγματεύονται απευθείας με τους δανειστές, συχνά με τη βοήθεια ενός συνηγόρου του πολίτη. Επιπροσθέτως, καταρτίστηκε σχέδιο παραγραφής χρεών για τα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια, τα οποία ήταν μεγαλύτερα από την αξία των ακινήτων και αντιστοιχούσαν στο 110% των περιουσιακών στοιχείων του νοικοκυριού. Για να διασφαλιστεί ότι από το μέτρο αυτό θα ωφελούνται όσοι είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη, το ποσό της ανακούφισης συνδέθηκε με την αξία της μέσης οικίας και με το μέσο μέγεθος της οικογένειας. Η κυβέρνηση αύξησε επίσης κατά 108% τις επιδοτήσεις πληρωμής των τόκων για υποθήκες, υπερβαίνοντας κατά πολύ την κατά 40,6% αύξηση του κόστους των υποθηκών (Hart-Landsberg, 2013).

Εφόσον η κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα αναπροσαρμοζόμενα σε ξένο νόμισμα ενυπόθηκα δάνεια ήταν παράνομα, τα νοικοκυριά δεν ανέμεναν πλέον αύξηση των δαπανών εξυπηρέτησης των δανείων εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος. Πρόσφερε επίσης κρατική βοήθεια, φορολογικές εκπτώσεις όσον αφορά το επιτόκιο των υποθηκών ή ειδικές επιδοτήσεις για να βοηθήσει τους ιδιοκτήτες σπιτιών που περνούσαν δυσκολίες να ανταποκριθούν στην πληρωμή των τόκων. Αυτά τα μέτρα χρηματοδοτήθηκαν μέσω ενός ειδικού φόρου που επιβλήθηκε στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Τέλος, η κυβέρνηση αύξησε σημαντικά τις εκπτώσεις επί των ενοικίων για τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα (Hart-Landsberg, 2013).

Σημαντικό είναι το ότι η κυβέρνηση εφάρμοσε επίσης μια πολιτική που επέτρεψε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αιτηθούν ελάφρυνση των χρεών τους. Επιπλέον, εάν οι επιχειρήσεις μπορούσαν έτσι να επιδείξουν θετική ροή ρευστού στην αμέσως επόμενη περίοδο μπορούσαν να διαπραγματευτούν την παραγραφή μέρους του χρέους τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι εργοδότες να έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τους απασχολούμενους και περιστασιακά να προσλαμβάνουν νέους στη διάρκεια της περιόδου της κρίσης.

5.4. Επεκτατική δημοσιονομική πολιτική

Σε αντίθεση με τις τυποποιημένες συνταγές οικονομικής πολιτικής της νεοφιλελεύθερης επωδού, οι οποίες υποδεικνύουν ότι η λιτότητα αποτελεί το κλειδί για την οικονομική ανάκαμψη, η ισλανδική κυβέρνηση εφάρμοσε δημοσιονομική επέκταση, η οποία αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική για την ταχεία ανάκαμψη της Ισλανδίας. Το 2007, οι δαπάνες της ισλανδικής κυβέρνησης αντιστοιχούσαν στο 42,3% του ΑΕΠ. Το 2008, αυξήθηκαν στο 57,7%, και στο εξής διατηρήθηκαν σε ποσοστό άνω του 10% από τα προ κρίσης επίπεδα. Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία αυξήθηκαν από 21% στο 25% του ΑΕΠ τα έτη 2007-2009. Οι επιχειρήσεις ενθαρρύνθηκαν να αποφεύγουν τις απολύσεις μετακινώντας εργατικό δυναμικό σε μειωμένα ωράρια. Η κυβέρνηση ενίσχυσε όλα τα βασικά κοινωνικά προγράμματα, συμπεριλαμβάνοντας αύξηση του επιδόματος ανεργίας για τα έτη 2007-2010 και αύξηση του κατώτερου μισθού διπλάσια από την αύξηση των μέσων μισθών, η οποία σχεδόν αντιστοιχούσε στην αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Η περίοδος του επιδόματος ανεργίας αυξήθηκε από 3 σε 4 χρόνια και υπήρξε σημαντική αύξηση των επιδομάτων κρατικής πρόνοιας και των κατώτερων συντάξεων (Hart-Landsberg, 2013).

Ακόμη, σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι οι αυξημένες κρατικές δαπάνες θα οδηγήσουν σε ογκώδες χρέος, η ισλανδική κυβέρνηση κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική πρόκληση. Το 2009, το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν 13,5% του ΑΕΠ, αλλά το 2011 είχε μειωθεί στο 2,3% του ΑΕΠ. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ σταμάτησε στα τέλη του 2010 στο επίπεδο του 11% κάτω από την προηγούμενη κορύφωσή του, η ανεργία ήταν κάτω από το 9% από το 2009 (χαμηλή εάν συγκριθεί με άλλες χώρες που επλήγησαν από την κρίση και εφάρμοσαν προγράμματα λιτότητας) και ο πληθωρισμός κυμαινόταν γύρω στο 5% (Wade and Sigurgeirsdottir, 2012). Εν κατακλείδι, η ισλανδική κυβερνητική πολιτική πέτυχε να προστατεύσει τα συμφέροντα των πιο ευάλωτων και ευπαθών κοινωνικών κατηγοριών κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά από αυτή. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που στην πρώτη «Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την Παγκόσμια Ευτυχία» (World Happiness Report), του Ρίτσαρντ Λάγιαρντ, το 2012, η Ισλανδία διατήρησε τη θέση της ως η υπ’ αριθμόν 1 χώρα του κόσμου στον «Δείκτη Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας» (GNHI) παρά την παρατεινόμενη κρίση (Stuckler and Basu (2013).

Η Αντίδραση των «Αγορών»

Παρόλο που στα αρχικά στάδια η Ισλανδία έγινε κράτος παρίας, οι χρηματοπιστωτικές αγορές επέδειξαν την εμπιστοσύνη τους στην ισλανδική ανάκαμψη ύστερα από τις πρώτες επιτυχίες. Και ενώ πιστευόταν ευρέως ότι η Ισλανδία δεν θα μπορούσε να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές όσο διατηρούσε τους κεφαλαιακούς ελέγχους και αρνιόταν να επιλύσει το πρόβλημα των χρεών της Icesave, «η χώρα φαίνεται ήδη να έχει συγχωρηθεί από τις αγορές. Η ισλανδική κυβέρνηση εξέδωσε 1 δισ. δολάρια κρατικού χρέους τον Ιούνιο [2011] με επιτόκιο γύρω στο 6%. Και αυτό το ποσό υπερκαλύφθηκε δύο φορές από τους επενδυτές» (Chu (2011). Όσον αφορά το 2012, κόστιζε κατά προσέγγιση «το ίδιο η διασφάλιση έναντι μιας ισλανδικής αθέτησης πληρωμών με την προστασία έναντι ενός πιστωτικού γεγονότος στο Βέλγιο» (Valdimarsson, 2013).

Απηχώντας αυτό το γεγονός, το Bloomberg View επισήμαινε ότι «ελάχιστες χώρες κατέρρευσαν πιο θεαματικά από την Ισλανδία κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 … Έκτοτε, η Ισλανδία σημείωσε μια πολύ εντυπωσιακή επίδοση. Αποπλήρωσε τα δάνεια διάσωσης προς το ΔΝΤ πριν από τη λήξη τους. Η οικονομική μεγέθυνση φέτος [2012] θα είναι περίπου 2,5%, καλύτερη από τις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες. Η ανεργία έχει μειωθεί στο μισό. Τον Φεβρουάριο, ο οίκος αξιολόγησης Fitch αποκατέστησε την επενδυτική βαθμίδα της χώρας, παραθέτοντας επιδοκιμαστικά την «ανορθόδοξη πολιτική αντίδρασή της στην κρίση»».

Το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι η ασυνήθιστη, ενάντια στη λιτότητα, ισλανδική προσέγγιση για την οικονομική μεγέθυνση εξασφάλισε μια «απροσδόκητα» ισχυρή ανάκαμψη. Θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι η λέξη «απροσδόκητα» αντανακλούσε τα συναισθήματα των επιτελών του Ταμείου που, βάσει της πεποίθησής τους πως «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση» στις πολιτικές της λιτότητας, δεν ήταν και τόσο ευτυχείς που υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν την ισλανδική επιτυχία – για λόγους οι οποίοι είναι προφανείς. Εντούτοις, παραδέχθηκαν ότι τα «κοινωνικά οφέλη διαφυλάχτηκαν βάσει του μετά την κρίση αντικειμενικού σκοπού των Αρχών της χώρας που ήταν το να διατηρήσουν τα βασικά στοιχεία του ισλανδικού κράτους πρόνοιας. Αυτό επιτεύχθηκε σχεδιάζοντας τη δημοσιονομική σταθεροποίηση με τρόπο που επιδίωκε να προστατεύσει τις πιο ευάλωτες ομάδες, με περικοπές δαπανών που δεν υπονόμευαν τις κοινωνικές παροχές και αυξάνοντας τα έσοδα με υψηλότερη φορολόγηση των ομάδων με τα μεγαλύτερα εισοδήματα μέσω προοδευτικού φόρου εισοδήματος» (IMF, 2012).

Συμπερασματικές Παρατηρήσεις

Δεδομένης της επίδοσής της, δεν πρέπει να εκπλήσσει το ότι η Ισλανδία έχει γίνει μοντέλο και εμπνέει πολλούς αντιπάλους του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας. Η Ισλανδία προέβη σε δύο σημαντικές ενέργειες για να προστατεύσει τον πληθυσμό της, πρώτον απορρίπτοντας το σχέδιο ακραίας λιτότητας του ΔΝΤ και παρέχοντας στήριξη στις πιο ευάλωτες και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και, δεύτερον, δεν ισοσκέλισε τον προϋπολογισμό της μέσω μεγάλων περικοπών στις κοινωνικές υπηρεσίες και στην υγεία. Με μια αντίδραση μοναδική σε όλη την Ευρώπη, ο ισλανδικός λαός ανάγκασε τους πολιτικούς ηγέτες που ήταν υπεύθυνοι για το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα να παραιτηθούν, εξέλεξε δημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού που παρενέβη επιθετικά στις χρηματοπιστωτικές αγορές καθώς και στις αγορές συναλλάγματος και κατοικιών, και εφάρμοσε στοχευμένη επέκταση βασικών κοινωνικών προγραμμάτων. Ως αποτέλεσμα, τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ισλανδία σημείωσε την πιο ταχεία και ευρεία οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη. Η εμπειρία της Ισλανδίας έδειξε ότι «Υπάρχει Εναλλακτική Λύση» στον μισάνθρωπο και καταστροφικό πόλεμο εναντίον των φτωχών και των μεσαίων τάξεων, όπου οι πιο ευπαθείς και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες υποφέρουν τα πάνδεινα προς όφελος της χρηματοπιστωτικής και πολιτικής ελίτ.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αναφορές

Chu, B. (2011) ‘Iceland: The Broken Economy that Got Out of Jail’, The Independent, 6 September.

Darvas, Z. (2012) ‘A Tale of three Countries: Recovery after Banking Crises’, Bruegal Policy Contribution, 11/19, 7.

EuroStat (2012) ‘Hundreds in Iceland Protest Foreclosures’, Agence France Presse, 2010.

Hart-Landsberg, M. (2013) ‘Lessons from Iceland: Capitalism, Crisis and Resistance’,Monthly Review, 65.05.

IMF (2012) ‘Iceland: Ex Post Evaluation of Exceptional Access Under the 2008 Stand-By Arrangement’, Country Report No 12/91.

Olafsson, S. (2011) ‘Icelandic Capitalism – From Statism to Neoliberalism and Financial Collapse’, in L. Mjoset (Ed.) The Nortic Variaties of Capitalism (Comparative Social Research, vol. 28, Emerlad Croup).

Stuckler, D. and Basu, S. (2012) ‘The Body Economic; Why Austerity Kills’, Penguin Books, London.

Valdimarsson, O. (2013) ‘Laureate Phelps Warns Against EU as Iceland Drops Bid’,Bloomberg. Com, 23 May.

Wade, R. and Sigurgeirsdttir, S. (2010) ‘Lessons from Iceland’, New Left Review, 65, 10.

Wade, R. and Sigurgeirsdottir, S. (2012) ‘Iceland’s Rise, Fall, Stabilisation and Beyond’,Cambridge Journal of Economics, 36, 127-144.

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top