Είναι εννιά το βράδυ. Από τις πιο ζεστές μέρες του Ιουλίου. Της έχουν φέρει ένα κοκαλιασμένο άλογο που γέννησε πριν μερικές μέρες ένα μικρό και έχει μέρες να φάει και να πιεί νερό. Τα περισσότερα βράδια μένει μέχρι αργά να το ταΐζει με το μπιμπερό και να το χαϊδεύει να ηρεμήσει.
«Πολλές φορές μπορεί να περάσουν δυο μήνες μέχρι να βεβαιωθούν ότι δεν θέλεις να τους κάνεις κακό και να σε αφήσουν να τα πλησιάσεις», εξηγεί. «Είναι τόσο βασανισμένα από το ξύλο, την πείνα, τις ατέλειωτες ώρες στον ήλιο που φοβούνται και την σκιά τους».
Ο πατέρας της είχε έρθει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήθελε να τους δείξει τα μέρη που πολέμησε. «Την αγάπησα αμέσως». Και μαζί αγάπησε και τον άντρα της, Φάνη Δουλγεράκη. Έφυγε για Νέα Ζηλανδία και μερικούς μήνες αργότερα, βρήκε αφορμή με μια φίλη να κάνει τον γύρο της Ευρώπης και βέβαια, να περάσει από Κρήτη. Δεκαεννιά χρόνων παντρεύτηκαν και αποφάσισαν να μείνουν στο Ζαρό.
Εκείνη δεν μιλούσε ελληνικά οι χωριανοί δεν μιλούσαν αγγλικά. Δουλειές δεν υπήρχαν για τον άντρα της που ήταν φωτογράφος και μερικά χρόνια αργότερα αποφασίζουν να φύγουν για Νέα Ζηλανδία όπου μένουν 15 χρόνια και αποκτούν τρία παιδιά.
Το πήραν στο κτήμα μαζί με τις κότες, τα σκυλιά, τις γάτες και τα παγόνια τους. Τίποτα σπουδαίο. Σιγά-σιγά, το έμαθε ο κόσμος και άρχισαν να τους φέρνουν και άλλα. Τα περισσότερα άρρωστα, καχεκτικά, γέρικα, με παράσιτα και προβλήματα στα πόδια και τα δόντια από τα χρόνια δουλειάς και αδιαφορίας. Σχεδόν ετοιμοθάνατα. Το ένα γαϊδούρι της αρχής έγιναν δυο και αργότερα, δέκα. Σήμερα έχει 22 και αν είχε και άλλη έκταση δίπλα στο σπίτι της θα ήταν υπερπολλαπλάσια.
Μαζί με την Μπάρμπαρα και τον άντρα της κάνουν τον γύρο των χωριών και μαζεύουν όλα τα γαϊδούρια που έχουν εγκαταλειφθεί.
Από εκεί αρχίζει ο αγώνας για την επιβίωση. Ωρες δουλειάς, πολύ φροντίδα με φάρμακα, μασάζ για τα πόδια, ειδική διατροφή-όταν επιστρέφει τα μεσάνυχτα στο σπίτι της κάθεται σχεδόν μέχρι τις δυο για να φτιάξει μια υγρή θρεπτική τροφή αφού τα περισσότερα έχουν τέτοιες φθορές στα δόντια που δεν μπορούν να μασήσουν. Για όλα έχει μια ιστορία και ένα όνομα. Όταν την ρωτάει κανείς γιατί δεν τα πουλάει όταν γίνονται καλά της φαίνεται αδιανόητο. «Εδώ θα ζήσουν ελεύθερα μέχρι το τέλος της ζωής τους. Έχουν βασανιστεί αρκετά», λέει.
Στην Ελλάδα υπάρχουν και άλλα καταφύγια, όλα με την φροντίδα μερικών τρελών όπως η Μπάρμπαρα αλλά η κατάσταση επιδεινώνεται. «Τα προβλήματα είναι μεγάλα», εξηγεί, «και δεν υπάρχει φροντίδα από πουθενά». Το 2012, παράδειγμα, την πήρε μια φοιτήτρια τηλέφωνο που τάιζε ένα εγκαταλελειμμένο γαϊδούρι στην Ερέτρια.
Επειδή ήταν αδύνατον να συνεχίζει γιατί έπρεπε να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο ήλπιζε στην βοήθειά της. Σε αυτή την βοήθεια φίλων και γνωστών και στην ενίσχυση της αγγλικής οργάνωσης Caring for the Animals Trust στηρίχτηκε και η Μπάρμπαρα για να μεταφέρει την Ερμιόνη -όπως ονομάστηκε τελικά το γαϊδούρι- στο κτήμα της.
Όλα τα έξοδα που είναι πολλά–κάθε γαϊδούρι θέλει 800 ευρώ το χρόνο για τροφή-τα έχει αναλάβει η ίδια με την οικογένεια της, φίλους από το εξωτερικό και ορισμένους από την Ελλάδα που υιοθετούν ένα γαϊδούρι εξασφαλίζοντας φάρμακα ή μέρος της τροφής του. «Η εγγονή μου που σπουδάζει στην Σκοτία, ήρθε το καλοκαίρι για διακοπές και όλη την μέρα είναι δίπλα στα γαϊδούρια», λέει με περηφάνεια. «Είναι αδύνατον να τα εγκαταλείψω. Όταν έρχονται και σκύβουν το κεφάλι για ένα χάδι μετά από μήνες φόβου αξίζει όλο τον κόπο».
www.vice.com
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.