Συγχρόνως, ο Βασιλιάς δρομολογεί τις διαδικασίες για το σχηματισμό μίας κυβέρνησης πιστής στο Στέμμα. Η πόλωση είναι εμφανής. Για άλλη μια φορά, στη νεοελληνική ιστορία, εγκαινιάζεται μία μακρά περίοδος πολιτικής αστάθειας και συνταγματικού εκτροχιασμού. Για άλλη μια φορά στον πολυτάραχο βίο της, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα του εσωτερικού διχασμού. Και για άλλη μια φορά, στο επίκεντρο του πολιτικού αναβρασμού βρίσκεται η αντιπαράθεση της πολιτικής ηγεσίας και των Ανακτόρων αναφορικά με τη δικαιοδοσία του Στέμματος να παρεμβαίνει στη διακυβέρνηση της χώρας.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου επιτυγχάνει έναν εκλογικό θρίαμβο, συγκεντρώνοντας το ποσοστό του 52,72% και σχηματίζοντας μία αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Η άνοδος της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία – της πρώτης Κεντρώας κυβέρνησης μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου – θορυβεί τους Αμερικανούς, το Παλάτι, αλλά και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, αυτό που φοβίζει περισσότερο τους προαναφερθέντες είναι η ανάδειξη του Ανδρέα Παπανδρέου, υιού του Γεωργίου, σε ισχυρό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου, καθώς και η καταλυτική επιρροή που ασκεί στον Πρωθυπουργό της Χώρας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνωστός για τις αντιαμερικανικές του απόψεις και ένθερμος υποστηρικτής του απογαλακτισμού της Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις, δεν δίσταζε να καταδικάζει τη μετριοπαθή πολιτική του πατέρα του, τον φανατικό αντικομουνισμό του, καθώς και τη δουλικότητα του στις απαιτήσεις του Βασιλιά και της Αμερικής σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής αντίστοιχα. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν τον Ανδρέα Παπανδρέου άμεσο κίνδυνο για το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου της εποχής.
Πολλοί απείθαρχοι αξιωματικοί, γνωστοί για τα αντιδημοκρατικά τους φρονήματα, παραγκωνίζονται από την κυβέρνηση Παπανδρέου και ανησυχούν για το μέλλον τους στο στράτευμα. Συγχρόνως, παρόμοια αναταραχή παρατηρείται ακόμη και μέσα στους κόλπους της ίδιας της Ένωσης Κέντρου, ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη και επίδοξους διαδόχους της ηγεσίας του κόμματος, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τα οποία φοβούνται πως θα χάσουν την εσωκομματική πρωτοκαθεδρία λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου.
Όλα αυτά τα γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν προανάκρουσμα της αποστασίας του 1965, καθώς ήταν προφανές από τη δυσαρμονία της Ένωσης Κέντρου με τα συμφέροντα του τότε πολιτικού κατεστημένου και από την έκδηλη ανομοιογένεια που επικρατούσε εντός του κόμματος, πως αυτή η κυβέρνηση δε θα επιβίωνε για πολύ.
Τα αίτια της κρίσης των “Ιουλιανών” εντάσσονται στη γενικότερη επικρατούσα νοοτροπία της Χώρας, αναφορικά με τη λειτουργία των Ανακτόρων στο συνταγματικό πλαίσιο. Διάφορες κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες με πολύχρονες, ιστορικές καταβολές, προκαλούσαν συνεχώς ανασφάλειες στο Στέμμα, σχετικά με τη θέση και την ασφάλεια του μέσα στην πολιτική ζωή της Χώρας. Συχνά αυτές οι ανασφάλειες παρακινούσαν τους βασιλείς περισσότερο να κυβερνούν παρά να βασιλεύουν και η ορκωμοσία της Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 δεν αποτελούσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Ευθύς εξ αρχής, ο Βασιλιάς Παύλος απαίτησε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, εμμέσως πλην σαφώς, τον έλεγχο καίριων υπουργείων, με την παράδοση των χαρτοφυλακίων σε ορισμένα πρόσωπα που έχαιραν της απόλυτης εμπιστοσύνης και επιρροής των Ανακτόρων, κάτι που ο Πρωθυπουργός δεν αρνήθηκε.
Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Γεωργίου Παπανδρέου να αποφύγει τη ρήξη με το Βασιλιά, αυτή έμοιαζε αναπόφευκτη. Τον Ιούλιο του 1965, η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να απομακρύνει τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Πέτρο Γαρουφαλιά και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Γεννηματά, κατηγορώντας τους ως εντολοδόχους του Παλατιού, καθώς και η προσπάθεια του να εκκαθαρίσει τις Ένοπλες Δυνάμεις από αντιδημοκρατικά στοιχεία προσέκρουσαν στη σθεναρή αντίσταση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, που είχε προηγουμένως διαδεχθεί τον πατέρα του.
Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος το νευραλγικό Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ο Βασιλιάς αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προφασιζόμενος πως θα είχε άμεσο διαπλεκόμενο συμφέρον, εφόσον εκκρεμούσε κατηγορία σε βάρος του γιου του, Ανδρέα, για ανάμειξη στην παραστρατιωτική οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ που είχε εξαρθρωθεί δύο μήνες νωρίτερα.
Η ενέργεια του Βασιλιά συνιστούσε συνταγματική εκτροπή. Ο Παπανδρέου υπέβαλλε προφορικά την παραίτησή του και κήρυξε εκ νέου τον ανένδοτο αγώνα για τη Δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος δεν έχασε χρόνο και διόρισε Πρωθυπουργό της Κυβέρνησης τον Αθανασιάδη-Νόβα. Παράλληλα, η Χώρα παραλυόταν καθημερινά από συμπλοκές μεταξύ της Αστυνομίας και χιλιάδων διαμαρτυρόμενων πολιτών που ζητούσαν την επαναφορά της λαϊκής κυριαρχίας.
Η Κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή στις 4 Αυγούστου χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να την αποσπάσει και έτσι κατέρρευσε. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος παρέδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος προσπάθησε, επίσης ανεπιτυχώς, να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στις 18 Αυγούστου.
Συγχρόνως, ο Βασιλιάς εξωθούσε πολυάριθμους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου να αποσκιρτήσουν από το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου να στηρίξουν και να στελεχώσουν μία κυβέρνηση φίλα προσκείμενη στο Παλάτι. Οι πιέσεις του Κωνσταντίνου απέφεραν καρπούς και στις 24 Σεπτεμβρίου, η Κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου, στον οποίο είχε ανατεθεί η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με τη στήριξη των Βουλευτών της ΕΡΕ, του κόμματος του Σπύρου Μαρκεζίνη και των αποστατών Βουλευτών της Ένωσης Κέντρου.
Ο όρος “αποστάτες” αποδόθηκε στους αποσχισθέντες Βουλευτές της Ένωσης Κέντρου καθώς, όπως αποδείχθηκε μεταγενέστερα, η αποστασία τους υπήρξε προϊόν παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, χρηματισμού και υποσχέσεων παράδοσης υπουργικών θώκων. Το τελευταίο επεισόδιο των “Ιουλιανών” τελέστηκε το Δεκέμβριο του 1965, όταν ο Βασιλιάς, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Αρχηγός της ΕΡΕ, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συμφώνησαν για το διορισμό μίας υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα οδηγούσε τη Χώρα σε εκλογές το Μάιο του 1967.
Κρίνοντας από τις άμεσες, αλλά και μακροπρόθεσμες, επιπτώσεις τους, τα Ιουλιανά υπήρξαν αναντίρρητα η σημαντικότερη μετεμφυλιακή κρίση της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός πως τα Ιουλιανά προκάλεσαν το πραξικόπημα του 1967 σίγουρα δεν είναι εσφαλμένος, ούτε όμως και ακριβής. Στην πραγματικότητα, ένα σύμπλεγμα παραγόντων οδήγησε τη Χώρα στην απριλιανή δικτατορία.
Η αποστασία του 1965, με τη διαφθορά και την αδυναμία που επέδειξαν οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες της εποχής, προκάλεσε την απαξίωση των πολιτικών και συνακόλουθα την άμβλυνση των αμυντικών μηχανισμών της πολιτειακής ομαλότητας.
Ταυτοχρόνως, η μεταχείριση των ζωηρών και εξτρεμιστικά δεξιών αξιωματικών ως εφεδρεία για την καταστολή μίας ενδεχόμενης ανόδου της αριστεράς στο μέλλον επέτρεψε την επώαση της 21ης Απριλίου. Ενδεικτικά παραδείγματα του καθεστώτος ατιμωρησίας που επικρατούσε για τους αντιδημοκρατικούς αξιωματικούς αποτελούν η απόπειρα πραξικοπήματος της ΕΕΝΑ και το σαμποτάζ του Έβρου. Και στις δύο υποθέσεις ενεπλάκησαν δύο κατοπινοί δικτάτορες, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Δημήτριος Ιωαννίδης, οι οποίοι παρά τη σωρεία των πειθαρχικών παραπτωμάτων που είχαν διαπράξει, ουδέποτε αποστρατεύθηκαν, ούτε δικάστηκαν.
Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου ανέμενε μία στρατιωτική δικτατορία. Και αυτό διότι η φιλοβασιλική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και το παλάτι εποφθαλμιούσαν από καιρό μία στρατιωτική επέμβαση στα πολιτικά πράγματα της Χώρας, θεωρώντας τη ως μόνη λύση στο παρατεινόμενο πολιτικό αδιέξοδο.
Ο αιφνιδιασμός οφειλόταν περισσότερο στο χρόνο, αλλά και στα άτομα που ανέλαβαν την πρωτοβουλία της εκδήλωσης του πραξικοπήματος. Η τριανδρία των μικρομεσαίων αξιωματικών που βρισκόταν στην ηγεσία της δικτατορίας προδίδει και τα κίνητρα της συγκεκριμένης ενέργειας. Η ανυπαρξία ενός σοβαρού εξωτερικού κινδύνου είχε περιθωριοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, προκαλώντας μείωση των οικονομικών τους απολαβών και συμφόρηση στις μικρομεσαίες βαθμίδες. Με το απριλιανό πραξικόπημα οι περισσότεροι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί επεδίωξαν την αύξηση των οικονομικών τους αποδοχών και την προαγωγή και αποστράτευση τους με υψηλότερους βαθμούς από το Ελληνικό Στράτευμα. Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι αξιωματικοί που βρίσκονταν στον πυρήνα της 21ης Απριλίου, δεν είχαν προλάβει να διακριθούν στον Εμφύλιο.
Εν κατακλείδι, τα Ιουλιανά θα μπορούσαν δικαίως να χαρακτηρισθούν ως ο προθάλαμος της στρατιωτικής δικτατορίας. Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ο κίνδυνος για το τότε πολιτικό κατεστημένο, της διαφαινόμενης νίκης της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του Μαΐου αποσοβήθηκε και η νοσηρή μετεμφυλιακή μας δημοκρατία έπαψε πια να υπάρχει.
Θανάσης Γουρνάς για το www.logiosermis.net
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου επιτυγχάνει έναν εκλογικό θρίαμβο, συγκεντρώνοντας το ποσοστό του 52,72% και σχηματίζοντας μία αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Η άνοδος της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία – της πρώτης Κεντρώας κυβέρνησης μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου – θορυβεί τους Αμερικανούς, το Παλάτι, αλλά και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, αυτό που φοβίζει περισσότερο τους προαναφερθέντες είναι η ανάδειξη του Ανδρέα Παπανδρέου, υιού του Γεωργίου, σε ισχυρό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου, καθώς και η καταλυτική επιρροή που ασκεί στον Πρωθυπουργό της Χώρας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνωστός για τις αντιαμερικανικές του απόψεις και ένθερμος υποστηρικτής του απογαλακτισμού της Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις, δεν δίσταζε να καταδικάζει τη μετριοπαθή πολιτική του πατέρα του, τον φανατικό αντικομουνισμό του, καθώς και τη δουλικότητα του στις απαιτήσεις του Βασιλιά και της Αμερικής σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής αντίστοιχα. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν τον Ανδρέα Παπανδρέου άμεσο κίνδυνο για το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου της εποχής.
Πολλοί απείθαρχοι αξιωματικοί, γνωστοί για τα αντιδημοκρατικά τους φρονήματα, παραγκωνίζονται από την κυβέρνηση Παπανδρέου και ανησυχούν για το μέλλον τους στο στράτευμα. Συγχρόνως, παρόμοια αναταραχή παρατηρείται ακόμη και μέσα στους κόλπους της ίδιας της Ένωσης Κέντρου, ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη και επίδοξους διαδόχους της ηγεσίας του κόμματος, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τα οποία φοβούνται πως θα χάσουν την εσωκομματική πρωτοκαθεδρία λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου.
Όλα αυτά τα γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν προανάκρουσμα της αποστασίας του 1965, καθώς ήταν προφανές από τη δυσαρμονία της Ένωσης Κέντρου με τα συμφέροντα του τότε πολιτικού κατεστημένου και από την έκδηλη ανομοιογένεια που επικρατούσε εντός του κόμματος, πως αυτή η κυβέρνηση δε θα επιβίωνε για πολύ.
Τα αίτια της κρίσης των “Ιουλιανών” εντάσσονται στη γενικότερη επικρατούσα νοοτροπία της Χώρας, αναφορικά με τη λειτουργία των Ανακτόρων στο συνταγματικό πλαίσιο. Διάφορες κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες με πολύχρονες, ιστορικές καταβολές, προκαλούσαν συνεχώς ανασφάλειες στο Στέμμα, σχετικά με τη θέση και την ασφάλεια του μέσα στην πολιτική ζωή της Χώρας. Συχνά αυτές οι ανασφάλειες παρακινούσαν τους βασιλείς περισσότερο να κυβερνούν παρά να βασιλεύουν και η ορκωμοσία της Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 δεν αποτελούσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Ευθύς εξ αρχής, ο Βασιλιάς Παύλος απαίτησε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, εμμέσως πλην σαφώς, τον έλεγχο καίριων υπουργείων, με την παράδοση των χαρτοφυλακίων σε ορισμένα πρόσωπα που έχαιραν της απόλυτης εμπιστοσύνης και επιρροής των Ανακτόρων, κάτι που ο Πρωθυπουργός δεν αρνήθηκε.
Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Γεωργίου Παπανδρέου να αποφύγει τη ρήξη με το Βασιλιά, αυτή έμοιαζε αναπόφευκτη. Τον Ιούλιο του 1965, η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να απομακρύνει τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Πέτρο Γαρουφαλιά και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Γεννηματά, κατηγορώντας τους ως εντολοδόχους του Παλατιού, καθώς και η προσπάθεια του να εκκαθαρίσει τις Ένοπλες Δυνάμεις από αντιδημοκρατικά στοιχεία προσέκρουσαν στη σθεναρή αντίσταση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, που είχε προηγουμένως διαδεχθεί τον πατέρα του.
Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος το νευραλγικό Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ο Βασιλιάς αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προφασιζόμενος πως θα είχε άμεσο διαπλεκόμενο συμφέρον, εφόσον εκκρεμούσε κατηγορία σε βάρος του γιου του, Ανδρέα, για ανάμειξη στην παραστρατιωτική οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ που είχε εξαρθρωθεί δύο μήνες νωρίτερα.
Η ενέργεια του Βασιλιά συνιστούσε συνταγματική εκτροπή. Ο Παπανδρέου υπέβαλλε προφορικά την παραίτησή του και κήρυξε εκ νέου τον ανένδοτο αγώνα για τη Δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος δεν έχασε χρόνο και διόρισε Πρωθυπουργό της Κυβέρνησης τον Αθανασιάδη-Νόβα. Παράλληλα, η Χώρα παραλυόταν καθημερινά από συμπλοκές μεταξύ της Αστυνομίας και χιλιάδων διαμαρτυρόμενων πολιτών που ζητούσαν την επαναφορά της λαϊκής κυριαρχίας.
Η Κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή στις 4 Αυγούστου χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να την αποσπάσει και έτσι κατέρρευσε. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος παρέδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος προσπάθησε, επίσης ανεπιτυχώς, να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στις 18 Αυγούστου.
Συγχρόνως, ο Βασιλιάς εξωθούσε πολυάριθμους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου να αποσκιρτήσουν από το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου να στηρίξουν και να στελεχώσουν μία κυβέρνηση φίλα προσκείμενη στο Παλάτι. Οι πιέσεις του Κωνσταντίνου απέφεραν καρπούς και στις 24 Σεπτεμβρίου, η Κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου, στον οποίο είχε ανατεθεί η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με τη στήριξη των Βουλευτών της ΕΡΕ, του κόμματος του Σπύρου Μαρκεζίνη και των αποστατών Βουλευτών της Ένωσης Κέντρου.
Ο όρος “αποστάτες” αποδόθηκε στους αποσχισθέντες Βουλευτές της Ένωσης Κέντρου καθώς, όπως αποδείχθηκε μεταγενέστερα, η αποστασία τους υπήρξε προϊόν παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, χρηματισμού και υποσχέσεων παράδοσης υπουργικών θώκων. Το τελευταίο επεισόδιο των “Ιουλιανών” τελέστηκε το Δεκέμβριο του 1965, όταν ο Βασιλιάς, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Αρχηγός της ΕΡΕ, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συμφώνησαν για το διορισμό μίας υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα οδηγούσε τη Χώρα σε εκλογές το Μάιο του 1967.
Κρίνοντας από τις άμεσες, αλλά και μακροπρόθεσμες, επιπτώσεις τους, τα Ιουλιανά υπήρξαν αναντίρρητα η σημαντικότερη μετεμφυλιακή κρίση της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός πως τα Ιουλιανά προκάλεσαν το πραξικόπημα του 1967 σίγουρα δεν είναι εσφαλμένος, ούτε όμως και ακριβής. Στην πραγματικότητα, ένα σύμπλεγμα παραγόντων οδήγησε τη Χώρα στην απριλιανή δικτατορία.
Η αποστασία του 1965, με τη διαφθορά και την αδυναμία που επέδειξαν οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες της εποχής, προκάλεσε την απαξίωση των πολιτικών και συνακόλουθα την άμβλυνση των αμυντικών μηχανισμών της πολιτειακής ομαλότητας.
Ταυτοχρόνως, η μεταχείριση των ζωηρών και εξτρεμιστικά δεξιών αξιωματικών ως εφεδρεία για την καταστολή μίας ενδεχόμενης ανόδου της αριστεράς στο μέλλον επέτρεψε την επώαση της 21ης Απριλίου. Ενδεικτικά παραδείγματα του καθεστώτος ατιμωρησίας που επικρατούσε για τους αντιδημοκρατικούς αξιωματικούς αποτελούν η απόπειρα πραξικοπήματος της ΕΕΝΑ και το σαμποτάζ του Έβρου. Και στις δύο υποθέσεις ενεπλάκησαν δύο κατοπινοί δικτάτορες, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Δημήτριος Ιωαννίδης, οι οποίοι παρά τη σωρεία των πειθαρχικών παραπτωμάτων που είχαν διαπράξει, ουδέποτε αποστρατεύθηκαν, ούτε δικάστηκαν.
Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου ανέμενε μία στρατιωτική δικτατορία. Και αυτό διότι η φιλοβασιλική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και το παλάτι εποφθαλμιούσαν από καιρό μία στρατιωτική επέμβαση στα πολιτικά πράγματα της Χώρας, θεωρώντας τη ως μόνη λύση στο παρατεινόμενο πολιτικό αδιέξοδο.
Ο αιφνιδιασμός οφειλόταν περισσότερο στο χρόνο, αλλά και στα άτομα που ανέλαβαν την πρωτοβουλία της εκδήλωσης του πραξικοπήματος. Η τριανδρία των μικρομεσαίων αξιωματικών που βρισκόταν στην ηγεσία της δικτατορίας προδίδει και τα κίνητρα της συγκεκριμένης ενέργειας. Η ανυπαρξία ενός σοβαρού εξωτερικού κινδύνου είχε περιθωριοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, προκαλώντας μείωση των οικονομικών τους απολαβών και συμφόρηση στις μικρομεσαίες βαθμίδες. Με το απριλιανό πραξικόπημα οι περισσότεροι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί επεδίωξαν την αύξηση των οικονομικών τους αποδοχών και την προαγωγή και αποστράτευση τους με υψηλότερους βαθμούς από το Ελληνικό Στράτευμα. Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι αξιωματικοί που βρίσκονταν στον πυρήνα της 21ης Απριλίου, δεν είχαν προλάβει να διακριθούν στον Εμφύλιο.
Εν κατακλείδι, τα Ιουλιανά θα μπορούσαν δικαίως να χαρακτηρισθούν ως ο προθάλαμος της στρατιωτικής δικτατορίας. Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ο κίνδυνος για το τότε πολιτικό κατεστημένο, της διαφαινόμενης νίκης της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του Μαΐου αποσοβήθηκε και η νοσηρή μετεμφυλιακή μας δημοκρατία έπαψε πια να υπάρχει.
Θανάσης Γουρνάς για το www.logiosermis.net
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.