Select Menu


Τα Freak Shows που συνήθιζαν να διασκεδάζουν τον αμερικανικό λαό (και όχι μόνο) μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, έκρυβαν την πιο σκληρή και αποτρόπαιη αλήθεια. Ανθρωποι με γενετικές ασθένειες και παραμορφώσεις γίνονταν αντικείμενα εκμετάλλευσης από αδίστακτους «θιασάρχες» οι οποίοι πούλαγαν την διαφορετικότητα σαν μια ανωμαλία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αδίστακτος P.T. Barnum, εκείνο που «απογείωσε» τα θεάματα αυτά κάνοντάς τα αγαπημένα στο αμερικανικό κοινό.

Η αυλαία άνοιγε, η παράσταση ξεκινούσε και έπρεπε να παρουσιάσει τα «θηρία» του. Διηγούμενος μία δική του εκδοχή για κάθε σπάνιο «είδος», όπως τα αποκαλούσε, έκρυβε την πραγματικότητα από το κοινό, το οποίο διψούσε να μάθει την «αλήθεια».

Το 1860, μάλιστα, σε απάντηση μίας κριτικής που του έγινε δήλωσε πως δεν πρόκειται για εξαπάτηση, αλλά για ένα είδος προσέλκυσης και έπειτα ευχαρίστησης, προσθέτοντας πως η κοινωνία χρειάζεται λίγη μαγεία.


Η αρχή και η άνοδος των Freak Shows
Τα «freakshows» ή «side shows» ξεκίνησαν στην Αγγλία το 1550 και μέχρι το 1935 δεν είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό.

Αυτό γιατί οι δοξασίες για το «κακό πνεύμα» κυριάρχησαν στην ανθρώπινη κουλτούρα για αιώνες και οι γενετικές ανωμαλίες μεταφράζονταν ως κακοί οιωνοί.

Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα οι πεποιθήσεις αυτές είχαν αρχίσει να εξασθενίζουν και τότε εμφανίστηκαν διαβόητοι επιχειρηματίες οι οποίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους εκμεταλλευόμενοι ανθρώπους με δυσπλασίες και περιφέροντάς τους σε πολλές περιοχές του κόσμου.

Η ιστορία του Barnum
Στο Κονέκτικατ το όνομα του Barnum απογειώθηκε και καθιερώθηκε, όταν εκείνος εργαζόταν ως λαμπρός έμπορος της εποχής. Ωστόσο, η κυβέρνηση έθεσε νέο νόμο για τις λοταρίες και τους εμπόρους, με αποτέλεσμα να χάσει την δουλειά του και να μετακομίσει στην Νέα Υόρκη.

Τότε ήταν που άκουσε για τα διάσημα σόου της Αγγλίας και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Ξεχύθηκε στους δρόμους και αγόρασε μία τυφλή και παράλυτη γυναίκα, χτίζοντας μία ψεύτικη ιστορία γύρω από την ύπαρξή της (ισχυριζόμενος πως είναι 160 ετών και πρώην νοσοκόμα του προέδρου των ΗΠΑ George Washington), χρεώνοντας τους θεατές ένα ποσό. Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα η γυναίκα πέθανε και το πόρισμα έδειξε πως η πραγματική της ηλικία ήταν 80 ετών, όμως το κοινό, που είχε γοητευτεί από την «ψεύτικη» αλήθεια, δεν είχε σκοπό να το πιστέψει.


Το 1842 παρουσίασε την γοργόνα «Feejee», ένα πλάσμα το οποίο είχε κρανίο μαϊμούς και σώμα ψαριού. Το πλάσμα αυτό είχε πουληθεί από τους Ιάπωνες σε έναν Αγγλο στην εξωφρενική τιμή των 6.000 δολάρια (σημερινά 74.330 ευρώ). Ο ίδιος έμεινε για λίγο διάστημα στην Αγγλία και έπειτα επέστρεψε στην Νέα Υόρκη όπου κατάφερε να το νοικιάζει για περίπου 10 ευρώ. Προσπαθώντας να πείσει τον κόσμο με κάθε μέσο πως πρόκειται για ένα πλάσμα, που κάποτε ήταν αληθινό.

Ταυτόχρονα, ο ίδιος αγόρασε το American Museum on Broadway στη Νέα Υόρκη προσθέτοντας στις παραστάσεις του εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης όπως αλμπίνους, νάνους ή γίγαντες αλλά και εξωτικά ζώα.


Ενας τέτοιος νάνος ήταν ο μακρινός ξάδελφός του Charles Stratton, ο οποίος είχε 63,5 εκατοστά και δεν ξεπερνούσε τα 7 κιλά. Κάνοντας συμφωνία με τον πατέρα του, τον εκπαίδευσε να μιμείται, να τραγουδάει και να χορεύει για να τον πάρει μαζί του στην πρώτη περιοδεία το 1844 στις Πολιτείες. Το όνομα που του έδωσε ήταν «General Tom Thumb», ενώ έλεγε στο κοινό πως ήταν 11 ετών.


Το μικρό κεφάλι του William Henry Johnson ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή στον Barnum, ο οποίος τον μεταμόρφωσε στον πασίγνωστο «Zip» της εποχής. Οι θεατές μπορούσαν από κοντά να παρακολουθήσουν μία «διαφορετική φυλή της ανθρώπινης φύσης κοντά στην Γκάμπια», να γρυλίζει πίσω από ένα κλουβί. Ο Barnum όμως για να μην αποκαλύψει τίποτα το «θύμα» του, τον πλήρωνε ένα δολάριο την ημέρα. Σύντομα έγινε αγαπητός και αύξησε τις αποδοχές του ιδιοκτήτη του κατά 100 δολάρια την παράσταση, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούσαν και τις 10 την εβδομάδα.


Γεννημένος το 1836, ο George Costentenus, ισχυριζόταν πως ήταν Ελληνο-Αλβανός, που μεγάλωσε σε τούρκικο χαρέμι. Τα τατουάζ που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το σώμα του ήταν συνολικά 338 ήταν η ιδιαιτερότητα του και για αυτό αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Barnum, την δεκαετία του 1870, έχοντας εβδομαδιαίο κέρδος 1.000 δολάρια (σημερινά 26.570 ευρώ). Μετά τον θάνατό του, ο Costentenus δώρισε την μισή περιουσία του στην ελληνική εκκλησία και την υπόλοιπη σε άσημους συναδέλφους των «freakshows».


Κληρονόμησε την ασθένεια του πατέρα του, που ήταν γνωστός στην Ευρώπη με το όνομα «The Siberian Dog-Man». Πατέρας και γιος πίστευαν πως η ασθένεια τους ήταν κάποιου είδους θεία τιμωρία. Σε μία παράστασή του τον είδε ο Barnum και αποφάσισε να εξαγοράσει το συμβόλαιό του το 1884 στις Η.Π.Α.


Ομως στην διάρκεια της δεκαετίας του 1890, το ενδιαφέρον του κοινού άρχισε να φθίνει και μαζί και η δημοτικότητα των «freakshows» μέχρι το 1950 όταν οριστικά έπεσε η αυλαία. Οι εξελίξεις στην ιατρική έκαναν το κοινό να μην πιστεύει πλέον τις παράξενες ιστορίες των φρικιών, στα οποία διαγνώστηκαν και επίσημα ασθένειες.

Η λάμψη χάθηκε και μαζί της ο ενθουσιασμός του περίεργου έως τότε κοινού, η παρακμή των «freakshows» είχε ήδη ξεκινήσει πριν καν το καταλάβουν, αφού ο κινηματογράφος και η τηλεόραση είχαν κάνει τα πρώτα βήματά τους.


iefimerida

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top