Select Menu

Γράφει ο Ερανιστής

Το γκούι ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο παιδικό παιχνίδι, γνωστό και ως λακουβίτσα. Παιζόταν με βόλους. Θα αναφερθώ παρακάτω σε μερικές λέξεις και φράσεις που έχουν σχέση με αυτό. Το γκούι, λοιπόν,  ήταν μια τρύπα στο χώμα, την οποία άνοιγαν συνήθως με σκληρό τακούνι στο κατάλληλο έδαφος. Σε πολλές γειτονιές θυμάμαι υπήρχε μόνιμο γκούι, κάτι  ανάλογο με την ποδοσφαιρική έδρα της γειτονιάς. Υπήρχε και φωτιζόμενο γκούι, κοντά σε κολόνα της ΔΕΗ.

Γκαρντέζος λεγόταν το ακαριαίο δυνατό χτύπημα στο κέντρο της μπίλιας. Αν ο γκαρντέζος εκτελούνταν άψογα, η μπίλια που κινούνταν έπαιρνε σχεδόν ακριβώς τη θέση της μπίλιας που έδιωχνε, όσο πιο κοντά στο γκούι, τόσο καλύτερα. Ένα τέτοιο μακρινό και επιδέξιο χτύπημα καθάριζε γρήγορα το παιχνίδι. Το τσουρουφλί, μάλλον από το ρήμα τσουρουφλίζω μεταφορικά, ήταν επίσης εύστοχη  βολή, αλλά έβρισκε τη μπίλια-στόχο κάπως στο πλάι και οι τροχιές σχημάτιζαν γωνία. Για να ρίξεις γκαρντέζο καταλληλότερος ήταν ο λουμάς, η καλύτερη μπίλια του παίχτη, η αγαπημένη του, η πιο πολύτιμη, η γούρικη. Ο λουμάς ήταν στρωμένη μπίλια, δουλεμένη,  δε γλιστρούσε κι έδινε καλό χέρι. Ήταν συνήθως εισαγόμενος, μακαρονάς, αν είχε χρωματιστές ταινίες, μονόχρωμος με φυλλαράκι, χρωματιστός ή κοκαλένιος. Πολλές ευρωπαϊκής προέλευσης μπίλιες κυκλοφορούσαν τα καλοκαίρια, τις έφερναν ως δώρο οι ομογενείς.  Με έκπληξη διαπίστωσα πρόσφατα ότι θυμάμαι αρκετά κομμάτια, αν και έχουν περάσει πάνω από δυο δεκαετίες. Οι γονείς πολλών από μας ήταν μετανάστες  και η ατίθαση πιτσιρικαρία μεγάλωνε με τις γιαγιάδες.

Η έκφραση πάρε το λουμά  (ή το ….μαλού) είναι μεταφορικά υβριστική. Για την ετυμολογία της λέξης έψαξα λιγάκι, πλην η αναζήτηση στα λεξικά  Τριανταφυλίδη και Κριαρά δεν απέδωσε τίποτα. Γνωρίζω εμπειρικά ότι ήταν μάλλον άγνωστη στην Κοζάνη, στην πόλη, την ξέρουμε όμως δεκάδες παιδικοί φίλοι και συμμαθητές που ζήσαμε στην επαρχία. Πεντούλια ήταν οι μπίλιες, τα βόλια, τα οποία αγοράζονταν  για ένα πεντούλι, για μισή δραχμή. Οι μπίλιες γενικότερα ονοματίζονταν ανάλογα με την αξία τους.

Το κουρσούμι ήταν μεταλλικό σφαιρίδιο, γενικά δε βόλευε για πολλά παιχνίδια, συνήθως με μεσαία και μεγάλα κουρσούμια παίζαμε το γνωστό μπάζ: από μια σχετικά μακρινή απόσταση τα ρίχναμε όρθιοι με την παλάμη. Οι μπίλιες θύματα στήνονταν στη σειρά, κορδόνι.

Η έκφραση νούρος σήμαινε θα παίξω τελευταίος κατά το ξεκίνημα του παιχνιδιού, αυτό θεωρούνταν και ήταν πλεονέκτημα. Λεγόταν και νούρος πάντα, προφανώς έχει σχέση με την ουρά.

Η λέξη-παράγγελμα μούμουλος δήλωνε ότι ο αντίπαλος θα εκτελούσε κανονικά τη βολή με τα δάχτυλα, ενώ το εξωτερικό μέρος της παλάμης του έπρεπε να είναι σε επαφή με το χώμα. Μερικοί, παραδόξως, έριχναν τη μπίλια με το νύχι, αυτοί λέγονταν νυχιάηδες.

Υπήρχαν ακόμη τα παραγγέλματα ακάθαρτος και καθαρός, τα οποία έδιναν ή όχι το δικαίωμα στον παίχτη να καθαρίσει το χώρο από πετραδάκια, ξυλαράκια και άλλα φυσικά εμπόδια. Γενικώς τα παραγγέλματα τα έλεγε όποιος προλάβαινε κάθε φορά. Βολή με μπίλια, συνήθως μακρινή,  εκτελούσαμε και από το ύψος μιας όρθιας παλάμης ή και  από το γόνατο και το στήθος. Η παλάμη στηριζόταν σχεδόν κάθετα στο έδαφος. Το παιχνίδι διαρκούσε ώρες και αυτό είναι άλλη μια απόδειξη ότι για να παίξεις ελάχιστη σημασία έχουν τα μέσα, τα παιχνίδια, χρειάζεται απλώς μια γειτονιά, μερικοί φίλοι, και μια ντουζίνα βόλια. Θυμάμαι  ακόμη το δελτάκι, τη ντάμα, και το γκούι, λίγα μέτρα από το σπίτι,  που το φρεσκοσκάβαμε τακτικά με το τακούνι.

Η έκφραση «ούτε γκούι ούτε γραμμή» λέγονταν με δυνατή φωνή, αφού κάθε παιδί ή  ομάδα είχε συγκεντρώσει, ανά 5, εκατό πόντους. Οι παίκτες έπαιζαν πλέον παντού στο χώρο, και εκτός δηλαδή των ορίων που σημείωναν το γκούι και η γραμμή εκκίνησης. Ο τελευταίος και καθοριστικός κανόνας ήταν να κάψεις τον αντίπαλο.

Αθώα παιδικά χρόνια.

eranistis

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top