Ελλιπής ως προς τον κρίκο-άγκιστρο ανάρτησης. Σε όλη την επιφάνεια υπόλευκο στρώμα από τη οξείδωση του μολύβδου και σημειακές αποκρούσεις, κυρίως στο δακτύλιο έδρασης και στο σώμα. Το αντικείμενο εμφανίζει κωδωνόσχημη τομή, λόγω κοίλανσης στο εσωτερικό της βάσης του. Στην επίπεδη άνω όψη του έχουν διανοιχθεί δύο μικρές, τετράγωνες εγκοπές για το μη σωζόμενο στοιχείο ανάρτησής του. Το πάχος του επιπέδου δακτυλίου έδρασής του κυμαίνεται μεταξύ 0,014-0,03 μ. Σε ύψος 0,027 μ. από τη βάση του, σειρά 4 μικρών διαμπερών οπών για ένθεση ήλων. Η καλύτερα διαμορφωμένη από αυτές, πλευράς 0,007 μ., παρουσιάζει την τετράγωνη διατομή των στελεχών ήλων.
Βάσει αυτών των χαρακτηριστικών το αντικείμενο ταυτίζεται με βολίδα για τη μέτρηση του βάθους του θαλάσσιου βυθού και τον έλεγχο της φύσης του και εντάσσεται μάλλον στον κοινό τύπο 2Β κατά τη διάκριση του J.-P. Oleson, o οποίος συστηματοποίησε σχετική απόπειρα του πρωτοπόρου G. Kapitan. Αυτό το ταπεινό ―πλην ζωτικής σημασίας― εργαλείο για ασφαλή ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο, τουλάχιστον από τον 6o αι. π.Χ., ανασύρεται από ναυάγια αρχαίων πλοίων αλλά και ως μεμονωμένο θαλάσσιο εύρημα από απώλεια, απόρριψη ή εγκατάλειψη. Αν και μαρτυρούνται λίγες λίθινες βολίδες, στην πλειονότητά τους είναι μολύβδινες. Oι ιδιότητες του συγκεκριμένου μετάλλου (αντιοξειδωτικό και βαρύ) και ο φθηνός προσπορισμός του προέκριναν την αποκλειστική χρήση του για το συγκεκριμένο σκοπό. Κατά κανόνα δεν σώζονται οι, λοξά προσαρμοσμένοι, στις οπές ήλοι.
Τέσσερις οπές είναι, πάντως, συνήθης αριθμός για τα αντικείμενα του είδους αυτού. Δεν είναι επίσης διαθέσιμες αρχαιολογικές μαρτυρίες για το σχοινί ανάρτησης και πόντισης των βολίδων, το οποίο θα έπρεπε με κάποια σήμανση, κατά τη νεώτερη πρακτική, να επέτρεπε την άμεση και ακριβή διαπίστωση του εκάστοτε βάθους. Χωρίο του Ηροδότου (2.5.28, περί το 440 π.Χ.), το οποίο αναφέρεται στη λειτουργία του, μνημονεύει την ενδεικτική της χρήσης αρχαία ονομασία στην ιωνική διάλεκτο, καταπειρητηρίη.
Το αρχαίο ρήμα βολίζειν (Πράξ. Αποστ. 27.28, Ευστάθ. 563.30) αποδίδει την πράξη της πόντισής της. Τη δειγματοληψία από το βυθό εξυπηρετούσε η κοίλανση στη βάση με τους ήλους από σίδηρο ή χαλκό, οι οποίοι προέβαλλαν στο εσωτερικό της και παγίδευαν λασπώδη άμμο, λίθους, ιζήματα κλπ.. Επειδή σε ναυάγιο της Γέλας του 500 π.Χ. έχει βρεθεί μολύβδινη καταπειρατηρία, εικάζεται ότι ο Ηρόδοτος περιγράφει όργανο από μόλυβδο και όχι από λίθο και ότι η διάδοση του συγκεκριμένου οργάνου συνδέεται με τις θαλάσσιες επιχειρήσεις και τον αποικισμό των Ελλήνων κατά τον 8o και 7o αι. π.Χ. Ποσοστό 82% των καταπειρατηριών χρονολογούνται από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. έως και τον 2ο αι. μ.Χ., δηλ. στην περίοδο κορύφωσης του υπερπόντιου εμπορίου. Η ανεύρεσή τους, μάλιστα, σε ναυάγια εμπορικών πλοίων μεγάλων αποστάσεων αποκαλύπτει την ιδιαίτερη χρησιμότητά τους σε άγνωστες περιοχές και περιπτώσεις περιορισμών στους ελιγμούς ή την αγκυροβόληση.
Σε λίγες περιπτώσεις καταπειρατηρίες έχουν περισυλλεχθεί κατά ζεύγη -όχι κατ' ανάγκην ομοίων μεταξύ τους- ή και σε ομάδες περισσοτέρων (έως 5). Μεταξύ των ανελκυσθέντων κατά το 1900-1901 ευρημάτων από το ναυάγιο των Αντικυθήρων συμπεριλαμβάνεται άλλο ένα παρόμοιο αλλά ελαφρύτερο δείγμα (βάρους 7,5 οκάδων=9,615 κιλών). Τα βάρη των δύο αυτών βολίδων, μεγάλης και μεσαίας τάξης συμφώνως προς την κατάταξη του Oleson, είναι ευλόγως ενδεικτικά ποντοπόρων πλοίων. Την ίδια διαφορά βάρους παρουσιάζουν και οι δύο βολίδες από το ναυάγιο της Μahdia (16.9 και 12,82 κιλών).
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.