του Γιώργου Συριόπουλου, δημοσιογράφου, μέλους της Ένωσης Ευρωπαίων Φεντεραλιστών. Το ζήτημα της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη με επαχθείς όρους, θα είναι διερευνητέο για πολλά χρόνια. Στην παραζάλη της χρηματιστηριακής φούσκας και των τελετών αποδοχής της ψωροκώσταινας στο κλαμπ των πρωτοπόρων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κανείς δεν αποτολμούσε να αμφισβητήσει τον ευρωπαϊκό σχεδιασμό, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι πολιτικές αποφάσεις που τον συνόδευαν χαρακτηρίζονταν από αταλάντευτη ορμητικότητα. Έτσι, το ευρώ, ακόμη και αν διατηρηθεί ως κοινό νόμισμα πλειάδας ευρωπαϊκών χωρών, θα παραμείνει στην οικονομική ιστορία ως ένα διαφιλονικούμενο… «case study».Κατ’ αρχήν διότι το εγχείρημα, παρότι θεωρητικώς θετικό, κατέληξε «κινούμενη άμμος» και για τη χώρα μας και για την Ευρωζώνη.
Δευτερευόντως, επειδή η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ έγινε με πολύ υψηλή ισοτιμία, μετά και την υποτίμηση της δραχμής κατά 14% τον Μάρτιο του 1998. Περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα είχε ως στρατηγικό εθνικό στόχο την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και ήταν ανοικτή σε επικείμενες συμβάσεις και δανεισμούς πάνω από 80 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να κατασκευάσει τις απαιτούμενες υποδομές. Σ’ εκείνο το «πάρτυ» η Ελλάδα έμπαινε τραυματισμένη από την υποτίμηση, παρότι αυτή κάθε αυτή η υποτίμηση μπορούσε να εξηγηθεί ως σημαντικό εργαλείο για την προώθηση του εξαγωγικού εμπορίου. Αλλά, το ισοζύγιο δεν έβγαινε διότι οι αναγκαστικές εισαγωγές (ελέω Ολυμπιάδας) ήταν βέβαιο πως θα προκαλούσαν ελλειμματικό ισοζύγιο, ακόμη και στα συναλλαγματικά μας αποθέματα.
Τρίτον, επειδή ενώ η Συνθήκη του Μάαστριχτ (στη βάση των εισηγήσεων της Επιτροπής Delors) και των επακόλουθων ECOFIN διατύπωναν συστάσεις προς τα κράτη μέλη, για μείωση του κρατικού ελλείμματος κάτω από 3% του ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους κάτω από 60% του ΑΕΠ, η Ευρωζώνη σχεδόν στο σύνολό της απεδείχθη αδύναμη να υπηρετήσει αυτούς τους στόχους.
Τέταρτον, επειδή οι εμπνευστές της «εισόδου» στο ευρώ δεν προέβλεψαν ούτε την άνοδο του τιμάριθμου λόγω των άκρατων και αλόγιστων «στρογγυλοποιήσεων», ούτε δικλίδα ασφαλείας για την έξοδο από το «πείραμα».
Πέμπτον, επειδή η προσδοκώμενη «ανάπτυξη» περιορίστηκε σε διακρατικές συμβάσεις προμήθειας εξοπλισμών ή άλλων τεχνολογικών υλικών με περισσότερες μίζες απ’ ότι κέρδη.
Έκτον, επειδή οι λαθεμένοι χειρισμοί της ΕΚΤ εισήγαγαν στην Ευρώπη κερδοσκοπικά χρηματο-οικονομικά εργαλεία άσχετα με τα αποτελέσματα της παραγωγικής διαδικασίας, προκαλώντας παραγωγή χρήματος από το ίδιο το χρήμα. Γεγονός που απομάκρυνε τους επενδυτές από την πραγματική οικονομία και έριξε τις χρηματιστηριακές αγορές (λόγω αρνητικών μερισματικών αποδόσεων) στον καιάδα της ύφεσης. Παράλληλα, μια σειρά αλγοριθμικών «προϊόντων» (όπως τα παράγωγα ή τα futures) και μέθοδοι ιπποδρομιακής αντίληψης (πχ. CDS) εξουθένωσαν το τραπεζικό σύστημα από ρευστότητα, καταδικάζοντας τα επιχειρηματικά σχέδια σε έναν ανηλεή ανταγωνισμό.
Έβδομον, επειδή οι γραφειοκρατικοί ευρωπαϊκοί μηχανισμοί αποδείχτηκαν αδύναμοι να διαχειριστούν με τόλμη και ταχύτητα τη χιονοστιβάδα της κρίσης χρέους.
Όγδοον, επειδή οι απρόσωποι μονεταριστές υπερκέρασαν (με τους επί χάρτου σχεδιασμούς τους) την Πολιτική, παρασύροντας τη λεγόμενη «διεθνή κοινή γνώμη» να διαμορφώνει απόψεις μάλλον υπό την επήρεια της μιντιοκρατίας, παρά υπό το πρίσμα της Δημοκρατίας. Καταρράκωσαν, δηλαδή, τους θεσμούς και τους λαϊκούς αντιπροσώπους μερικοί κομψεπίκομψοι κουμπαράδες που «παράγουν» οικονομία αφ’ υψηλού και με γνώμονα τις κοινωνικά απόμακρες στατιστικές.
Ένατον, επειδή ορισμένες χώρες φάνηκαν προνοϊτικότερες από άλλες, προς όφελος και του τελευταίου αποταμιευτή – πολίτη τους, ή και των κεντρικών τραπεζών τους καθώς οι τελευταίες θα μπορούν να εμφανίζουν, φράγκα, πεσέτες, εσκούδος κλπ. για όσο χρόνο θέλουν – χωρίς βεβαίως να δίνουν λογαριασμό «πού τα βρήκαν»!
Στη λίστα των παρατηρήσεων, των λαθών ή και των πολιτικών αστοχιών θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά ακόμη. Αλλά, νομίζω, πως αξίζει να σταθούμε στις εξόφθαλμες «λεπτομέρειες» που αποδομούν την επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν πως ο μονόδρομος του ευρώ στρώθηκε πάνω στην αρχή της ευρωπαϊκής ισονομίας, της αλληλεγγύης και της κοινής προοπτικής, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση από οικονομική οντότητα να μετεξελιχθεί σε ισχυρό ομοσπονδιακό συνασπισμό.
Ο πίνακας που ακολουθεί (δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΚΤ < http://www.ecb.int/euro/exchange/html/index.en.html>) εγείρει πολλά ερωτήματα και για τον τρόπο των διαπραγματεύσεων εισόδου της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, και την απρονοησία εργαλείων προστασίας κάποιων εθνικών οικονομιών, και – κυρίως αυτό – για την αντίληψη περί ανισονομίας των μελών του ευρωπαϊκού συνασπισμού.
Με απλή ανάγνωση, μοιάζει άδολος και πληροφοριακός. Με βαθύτερη οπτική, διακρίνει κανείς πως η δυνατότητα ανταλλαγής παλαιών (προ ευρώ) εθνικών νομισμάτων με την κλειδωμένη ισοτιμία σε ύστερο χρόνο συνιστά ή θα μπορούσε να συνιστά εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για τη μείωση του χρέους, την αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών ή την αύξηση των αποθεματικών της όποιας εθνικής οικονομίας. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση, για παράδειγμα, το «γιατί» η Γερμανία ή η Ιρλανδία ή Αυστρία έχουν διατηρήσει ες αεί το δικαίωμα ανταλλαγής των πρώην εθνικών νομισμάτων τους (χαρτονομίσματα και κέρματα) με ευρώπουλα, ενώ η Ελλάδα έπαυσε πλέον να έχει αυτή τη δυνατότητα – και μάλιστα πολύ νωρίτερα από την Κύπρο, τη Μάλτα, την Πορτογαλία ή την Ολλανδία! Κάθε απάντηση δεκτή. Αλλά, προσοχή: αν αυτό δεν είναι άνιση υπόσταση, τότε τι είναι;
To see which banknotes can be exchanged for euro, click on a country on the left-hand side of the screen and consult the time limits given in the table below. Several national central banks still exchange even older banknote series than those depicted.
(1) De Nederlandsche Bank will not exchange guilders in every case. Guilders obtained from commercial activities after 27 January 2002 will no longer be exchanged. For more information, please see the website of De Nederlandsche Bank.
Δευτερευόντως, επειδή η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ έγινε με πολύ υψηλή ισοτιμία, μετά και την υποτίμηση της δραχμής κατά 14% τον Μάρτιο του 1998. Περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα είχε ως στρατηγικό εθνικό στόχο την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και ήταν ανοικτή σε επικείμενες συμβάσεις και δανεισμούς πάνω από 80 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να κατασκευάσει τις απαιτούμενες υποδομές. Σ’ εκείνο το «πάρτυ» η Ελλάδα έμπαινε τραυματισμένη από την υποτίμηση, παρότι αυτή κάθε αυτή η υποτίμηση μπορούσε να εξηγηθεί ως σημαντικό εργαλείο για την προώθηση του εξαγωγικού εμπορίου. Αλλά, το ισοζύγιο δεν έβγαινε διότι οι αναγκαστικές εισαγωγές (ελέω Ολυμπιάδας) ήταν βέβαιο πως θα προκαλούσαν ελλειμματικό ισοζύγιο, ακόμη και στα συναλλαγματικά μας αποθέματα.
Τρίτον, επειδή ενώ η Συνθήκη του Μάαστριχτ (στη βάση των εισηγήσεων της Επιτροπής Delors) και των επακόλουθων ECOFIN διατύπωναν συστάσεις προς τα κράτη μέλη, για μείωση του κρατικού ελλείμματος κάτω από 3% του ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους κάτω από 60% του ΑΕΠ, η Ευρωζώνη σχεδόν στο σύνολό της απεδείχθη αδύναμη να υπηρετήσει αυτούς τους στόχους.
Τέταρτον, επειδή οι εμπνευστές της «εισόδου» στο ευρώ δεν προέβλεψαν ούτε την άνοδο του τιμάριθμου λόγω των άκρατων και αλόγιστων «στρογγυλοποιήσεων», ούτε δικλίδα ασφαλείας για την έξοδο από το «πείραμα».
Πέμπτον, επειδή η προσδοκώμενη «ανάπτυξη» περιορίστηκε σε διακρατικές συμβάσεις προμήθειας εξοπλισμών ή άλλων τεχνολογικών υλικών με περισσότερες μίζες απ’ ότι κέρδη.
Έκτον, επειδή οι λαθεμένοι χειρισμοί της ΕΚΤ εισήγαγαν στην Ευρώπη κερδοσκοπικά χρηματο-οικονομικά εργαλεία άσχετα με τα αποτελέσματα της παραγωγικής διαδικασίας, προκαλώντας παραγωγή χρήματος από το ίδιο το χρήμα. Γεγονός που απομάκρυνε τους επενδυτές από την πραγματική οικονομία και έριξε τις χρηματιστηριακές αγορές (λόγω αρνητικών μερισματικών αποδόσεων) στον καιάδα της ύφεσης. Παράλληλα, μια σειρά αλγοριθμικών «προϊόντων» (όπως τα παράγωγα ή τα futures) και μέθοδοι ιπποδρομιακής αντίληψης (πχ. CDS) εξουθένωσαν το τραπεζικό σύστημα από ρευστότητα, καταδικάζοντας τα επιχειρηματικά σχέδια σε έναν ανηλεή ανταγωνισμό.
Έβδομον, επειδή οι γραφειοκρατικοί ευρωπαϊκοί μηχανισμοί αποδείχτηκαν αδύναμοι να διαχειριστούν με τόλμη και ταχύτητα τη χιονοστιβάδα της κρίσης χρέους.
Όγδοον, επειδή οι απρόσωποι μονεταριστές υπερκέρασαν (με τους επί χάρτου σχεδιασμούς τους) την Πολιτική, παρασύροντας τη λεγόμενη «διεθνή κοινή γνώμη» να διαμορφώνει απόψεις μάλλον υπό την επήρεια της μιντιοκρατίας, παρά υπό το πρίσμα της Δημοκρατίας. Καταρράκωσαν, δηλαδή, τους θεσμούς και τους λαϊκούς αντιπροσώπους μερικοί κομψεπίκομψοι κουμπαράδες που «παράγουν» οικονομία αφ’ υψηλού και με γνώμονα τις κοινωνικά απόμακρες στατιστικές.
Ένατον, επειδή ορισμένες χώρες φάνηκαν προνοϊτικότερες από άλλες, προς όφελος και του τελευταίου αποταμιευτή – πολίτη τους, ή και των κεντρικών τραπεζών τους καθώς οι τελευταίες θα μπορούν να εμφανίζουν, φράγκα, πεσέτες, εσκούδος κλπ. για όσο χρόνο θέλουν – χωρίς βεβαίως να δίνουν λογαριασμό «πού τα βρήκαν»!
Στη λίστα των παρατηρήσεων, των λαθών ή και των πολιτικών αστοχιών θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά ακόμη. Αλλά, νομίζω, πως αξίζει να σταθούμε στις εξόφθαλμες «λεπτομέρειες» που αποδομούν την επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν πως ο μονόδρομος του ευρώ στρώθηκε πάνω στην αρχή της ευρωπαϊκής ισονομίας, της αλληλεγγύης και της κοινής προοπτικής, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση από οικονομική οντότητα να μετεξελιχθεί σε ισχυρό ομοσπονδιακό συνασπισμό.
Ο πίνακας που ακολουθεί (δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΚΤ < http://www.ecb.int/euro/exchange/html/index.en.html>) εγείρει πολλά ερωτήματα και για τον τρόπο των διαπραγματεύσεων εισόδου της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, και την απρονοησία εργαλείων προστασίας κάποιων εθνικών οικονομιών, και – κυρίως αυτό – για την αντίληψη περί ανισονομίας των μελών του ευρωπαϊκού συνασπισμού.
Με απλή ανάγνωση, μοιάζει άδολος και πληροφοριακός. Με βαθύτερη οπτική, διακρίνει κανείς πως η δυνατότητα ανταλλαγής παλαιών (προ ευρώ) εθνικών νομισμάτων με την κλειδωμένη ισοτιμία σε ύστερο χρόνο συνιστά ή θα μπορούσε να συνιστά εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για τη μείωση του χρέους, την αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών ή την αύξηση των αποθεματικών της όποιας εθνικής οικονομίας. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση, για παράδειγμα, το «γιατί» η Γερμανία ή η Ιρλανδία ή Αυστρία έχουν διατηρήσει ες αεί το δικαίωμα ανταλλαγής των πρώην εθνικών νομισμάτων τους (χαρτονομίσματα και κέρματα) με ευρώπουλα, ενώ η Ελλάδα έπαυσε πλέον να έχει αυτή τη δυνατότητα – και μάλιστα πολύ νωρίτερα από την Κύπρο, τη Μάλτα, την Πορτογαλία ή την Ολλανδία! Κάθε απάντηση δεκτή. Αλλά, προσοχή: αν αυτό δεν είναι άνιση υπόσταση, τότε τι είναι;
Exchanging national cash
Former national banknotes and coins, such as Deutsche Mark or Spanish pesetas, can in most cases still be exchanged for euro. This is done only by the national central banks. The ECB does not exchange any banknotes or coins.To see which banknotes can be exchanged for euro, click on a country on the left-hand side of the screen and consult the time limits given in the table below. Several national central banks still exchange even older banknote series than those depicted.
Περίοδος δυνατότητας ανταλλαγής εθνικών νομισμάτων (χαρτονομίσματα και κέρματα) με Ευρώ. | ||
Χώρα | Ανταλλαγή χαρτονομισμάτων έως | Ανταλλαγή κερμάτων έως |
Belgium | unlimited | 31 December 2004 |
Germany | unlimited | unlimited |
Estonia | unlimited | unlimited |
Ireland | unlimited | unlimited |
Greece | 1 March 2012 | 1 March 2004 |
Spain | unlimited | unlimited |
France | 17 February 2012 | 17 February 2005 |
Italy | 6 December 2011 | 6 December 2011 |
Cyprus | 31 December 2017 | 31 December 2009 |
Luxembourg | unlimited | 31 December 2004 |
Malta | 31 January 2018 | 1 February 2010 |
The Netherlands (1) | 1 January 2032 | 1 January 2007 |
Austria | unlimited | unlimited |
Portugal | 28 February 2022 | 31 December 2002 |
Slovenia | unlimited | 31 December 2016 |
Slovakia | unlimited | 31 December 2013 |
Finland | 29 February 2012 | 29 February 2012 |
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.