Διαβάστε το παρακάτω κείμενο του Αλέκου Α. Ανδρικάκη όπου αξηγεί τι έκανε ο Βενιζέλος (ο Ελευθέριος, για να μη παρεξηγιόμαστε) το 1909-1910 που ανέλαβε για πρώτη φορά πρωθυπουργός.
Ένα μάθημα ιστορίας που απευθύνεται σε όλους μας...
Το ανορθωτικό πρόγραμμα, όπως παρουσιάστηκε σε ομιλία στη Λάρισα στις 14 Νοεμβρίου, προέβλεπε ακόμη, εκκίνηση της παραγωγικής – αναπτυξιακής μηχανής, μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, απόδοση γης στους ακτήμονες αγρότες
Η «απάντηση» στη σημερινή σφοδρή κρίση από την ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα επικεντρώνεται διαρκώς σε φορολόγηση των νοικοκυριών, κυρίως των πιο αδύναμων οικονομικά, γεγονός που προκαλεί όλο και πιό έντονες αντιδράσεις. Τακτικές και έκτακτες φορολογίες, κεφαλικά και άλλα χαράτσια, κατάργηση, στην ουσία, των εργασιακών σχέσεων και της σταθερής εργασίας…
Ανεργία, αβεβαιότητα, εκατομμύρια Ελλήνων ζουν ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας… Θυσίες μονομερείς και υπερβολικές, χωρίς να φαίνεται κάποιο φως ελπίδας… Συνταγή αποτυχημένη, υποστηρίζουν οικονομολόγοι, καθώς δεν δίνει προοπτικές ανάπτυξης στη χώρα και αντιθέτως με την ύφεση η κρίση βαθαίνει. Αλλά κυρίως οι άνθρωποι δυστυχούν. Κι όλα αυτά, την ώρα που η απόγνωση αλλά και η διαμαρτυρία του απλού κόσμου κορυφώνεται, μαζί με την απέχθειά του για το πολιτικό σύστημα… Πριν από σχεδόν έναν αιώνα, τον Οκτώβριο του 1910, μπροστά σε μια ανάλογη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναλάμβανε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας. Ενδιαφέρον έχει ότι η «συνταγή» που χρησιμοποίησε είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή: φορολογικές ελαφρύνσεις για τους φτωχούς, φορολόγηση των πλουσίων, μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, απόδοση γης στους ακτήμονες, εκκίνηση της παραγωγικής διαδικασίας στη χώρα, με την ενίσχυση της βιομηχανίας, αλλά και της βιοτεχνίας. Και πέτυχε! Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πιθανώς τα προβλήματα ήταν πολύ οξύτερα από τα σημερινά, ενώ η χώρα βρισκόταν σε διεθνή οικονομικό έλεγχο από τα τέλη του 19ου αιώνα…
Αδύναμη χώρα…
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα η Ελλάδα ήταν μια αδύναμη χώρα, χωρίς να μπορεί να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο στην περιοχή, με τη φαυλοκρατία των παλαιών πολιτικών κομμάτων να συντρίβει κάθε προσπάθεια προόδου. Το «εθνικό ζήτημα» ήταν κυρίαρχο και συνδεόταν με την πορεία του Ανατολικού Ζητήματος και με τα «αλυτρωτικά οράματα», που παρέμεναν «ζωντανά», παρά την πρόσφατη, μόλις, ταπεινωτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιμα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, τα κοινωνικά προβλήματα, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος), επέτεινε ένα γενικευμένο κλίμα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κομμάτων, του στέμματος και της βασιλικής αυλής. Η εκδήλωση του κινήματος των Νεοτούρκων το 1908, που υποσχόταν ισοπολιτεία και ισονομία στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το συνακόλουθο κλίμα εκσυγχρονισμού δημιουργούσαν αυτομάτως σύγκριση με το «τέλμα» που υπήρχε στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για την κατάληψη επιτελικών θέσεων από τους πρίγκιπες και της γενικής διοίκησης από τον Διάδοχο, καθώς και για τη σκανδαλώδη ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό.
Η άθλια πολιτική κατάσταση στη χώρα οδήγησε κορυφαίους στρατιωτικούς να εξεγερθούν τη νύκτα της 14ης προς 15η Αυγούστου 1909. Ήταν το «κίνημα στο Γουδί» από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο με αρχηγό το συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, με το οποίο οι επίλεκτοι αξιωματικοί ζήτησαν από τον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη, ο οποίος στις 4 Ιουλίου είχε διαδεχθεί τον παραιτηθέντα Γεώργιο Θεοτόκη, την ανανέωση της πολιτικής ζωής, την αναδιοργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων, ώστε η χώρα να καταστεί πολεμικά αξιόμαχη, και την εκκαθάριση των κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες είχαν διαφθαρεί από τη λειτουργία των παλαιών κομμάτων και τον ακόλαστο και ευτελισμένο, όπως χαρακτηριζόταν, κοινοβουλευτικό βίο. Στους στρατώνες στο Γουδί συγκεντρώθηκαν 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες μαζί με χωροφύλακες και πολίτες, καλώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου, που δεν διακρινόταν, πάντως, από επαναστατικά αιτήματα. Οι βασικές θέσεις του αφορούσαν αλλαγές στο στράτευμα, εξέφραζαν δηλαδή μάλλον επαγγελματικά συμφέροντα και εξοπλιστικά σχέδια, ενώ διατυπωνόταν μάλλον η ευχή για τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στην εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την οικονομία και τη διοίκηση. Ο Σύνδεσμος εξέφραζε απλώς τον πόθο του όπως «ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ν΄ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων, ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής». Δηλωνόταν εξάλλου κατηγορηματικά ότι στόχος δεν ήταν το πολίτευμα και ο βασιλιάς, ούτε η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας.
Τα αιτήματα των στρατιωτικών, που προβλήθηκαν με εντυπωσιακό τρόπο από τις εφημερίδες της εποχής, δεν εισακούστηκαν από την αυλή και τους πολιτικούς, αλλά γρήγορα έγιναν κτήμα του πενόμενου λαού. Ο αθηναϊκός και ο πειραϊκός λαός στις 14 Σεπτεμβρίου πραγματοποίησε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο Πεδίον του Άρεως, ενώ ανάλογα συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα. Οι εφημερίδες υπολόγισαν ότι στην Αθήνα οι συγκεντρωμένοι κυμάνθηκαν από 70.000 μέχρι 100.000. Οι διαδηλώσεις έδειξαν ότι το στρατιωτικό κίνημα είχε πάρει πλέον παλλαϊκή μορφή, με αίτημα την ανόρθωση του κράτους και την απομάκρυνση των παλαιών προσωποκεντρικών κομμάτων, τα οποία ο λαός θεωρούσε υπεύθυνα για τη φαυλοκρατία.
Η πρόσκληση στον Βενιζέλο
Το κίνημα και τα αιτήματά του δεν άφησαν ασυγκίνητη την Κρήτη, που και πάλι βρισκόταν σε ετοιμότητα για να διεκδικήσει την ένωση. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αρχηγός της αντιπολίτευσης τότε, χαιρέτισε την εξέγερση με άρθρα στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων. Ο ξεσηκωμός αυτός, εκτιμούσαν πολλοί, χρειαζόταν έναν πολιτικό ηγέτη για να πάρει την πολιτική μορφή που ήταν απαραίτητη, καθώς οι στρατιωτικοί από την ίδια τη θέση τους δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Κι αυτός ο ηγέτης, όπως πρώτος έγραψε ο Άγγλος δημοσιολόγος Δίλλων, ήταν ο Βενιζέλος, ο οποίος αρχικά απέφυγε την ενεργό ανάμειξη. Τον Δεκέμβριο του 1909 ο Ζορμπάς έστειλε στη Χαλέπα το λοχαγό Κονταράτο μαζί με μια πρόσκληση προς τον Βενιζέλο να μεταβεί στην Αθήνα και να συνομιλήσει με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο αρχηγός του κινήματος ήθελε τις απόψεις του Κρητικού επαναστάτη και πολιτικού πιστεύοντας ότι θα τον έπειθε να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη του ανορθωτικού αγώνα.
Ο Βενιζέλος πείστηκε τελικά να συναντηθεί με τους εκπροσώπους του κινήματος. Βρέθηκε στην Αθήνα στις 26 Δεκεμβρίου 1909. Η παρουσία του φυσικά δεν έμεινε μυστική, καθώς οι επαφές του δεν έγιναν μόνο με τους στρατιωτικούς του συνδέσμου, αλλά και με τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων. Οι εφημερίδες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, έγραφαν ακόμη και ότι πήγε στην Αθήνα προκειμένου να αρχίσει αγώνα κατά της βασιλείας. Ο Βενιζέλος αφού μίλησε αναλυτικά για την κατάσταση με την επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου, τάχθηκε υπέρ μιας αναθεωρητικής, κι όχι συντακτικής, βουλής καθώς, όπως έλεγε, δεν είχε στόχο να αλλάξει τα πάντα στο πολίτευμα. Με αυτό τον τρόπο καθησύχαζε και το παλάτι.
Τελικά ο Βενιζέλος δεν δέχτηκε τότε την ανάληψη της ευθύνης της χώρας, αλλά με δική του πρόταση ανατέθηκε η πρωθυπουργία στον Στέφανο Δραγούμη, σε μια κυβέρνηση που στήριξε και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, έχοντας ως υπουργό Άμυνας τον Νικόλαο Ζορμπά.
Ο Κρητικός πολιτικός επέστρεψε στο νησί, τον Μάιο του 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία του, αλλά λίγο μετά επέστρεψε στην Ελλάδα. Στις πρώτες εκλογές για την αναθεωρητική βουλή, στις 8 Αυγούστου 1910, εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου εκλέχτηκαν άλλοι 4 Κρήτες, σε μια συμβολική πολιτική κίνηση των Κρητών και των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, ώστε να εμφανιστούν τα δύο κοινοβούλια ενιαία. Εκτός από τον Βενιζέλο εκλέχτηκαν βουλευτές και οι άλλοι τέσσερις Κρήτες που εντάχθηκαν στους ελληνικούς συνδυασμούς: Αντώνιος Μιχελιδάκης, Μανούσος Κούνδουρος, Γεώργιος Παπαμαστοράκης και Χαράλαμπος Πωλογεώργης. Στην έκθεση των υποψηφιοτήτων αντέδρασε η Τουρκία, θεωρώντας casus belli τις πέντε υποψηφιότητες και δια στόματος του Μεγάλου Βεζύρη Χακή – βέη απείλησε ότι αν τελικά ήταν υποψήφιοι τότε θα καταλάμβανε τη Θεσσαλία.
Κάτω από αυτή την απειλή απέσυραν τις υποψηφιότητες τους οι Μιχελιδάκης, Κούνδουρος και Παπαμαστοράκης, ενώ παρέμειναν αυτές των Βενιζέλου και Πωλογεώργη οι οποίοι είχαν και την ελληνική υπηκοότητα. Από τα ψηφοδέλτια όμως δεν πρόλαβαν να σβηστούν τα ονόματα των 3. Έτσι εξελέγησαν και οι πέντε βουλευτές. Παρέμειναν όμως μόνο οι Βενιζέλος και Πωλογεώργης, ενώ οι άλλοι τρεις παραιτήθηκαν.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από τα αξιώματά του στην Κρήτη και στις 4 Σεπτεμβρίου 1910 βρέθηκε στην Αθήνα.
Η ομιλία στο Σύνταγμα
Στις 5 Σεπτεμβρίου εκφώνησε την πρώτη ομιλία του στο Σύνταγμα, με την οποία απέδειξε σε πανελλήνιο πλέον επίπεδο τις ηγετικές του ικανότητες. Ενώπιον χιλιάδων λαού έκανε τις πρώτες αναφορές του για την προσπάθεια να ανανεωθεί η πολιτική ζωή και να ανορθωθεί η χώρα. Χαρακτηριστικό σ’ αυτό το λόγο που εκφώνησε ήταν το γεγονός ότι ενώ μιλούσε σε ένα άγνωστο στον ίδιο κοινό, δεν δίστασε να διαφωνήσει μαζί του και να επιβάλλει τη δική του θέση: οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν συντακτική βουλή και ο Βενιζέλος απαντούσε αναθεωρητική. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, μέχρι που το πλήθος συνάχτηκε με την άποψη του ομιλητή.
Στις 6 Οκτωβρίου σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση, αλλά για να ενισχύσει τη θέση του στο κοινοβούλιο παραιτήθηκε λίγες ημέρες αργότερα και ζήτησε από το βασιλιά Γεώργιο να προκηρύξει νέες εκλογές για αναθεωρητική βουλή. Στις 28 Νοεμβρίου 1910 οι Έλληνες ανέδειξαν στην πρωθυπουργία τον Βενιζέλο, δίνοντάς του 307 από τις 362 έδρες της βουλής.
Το ανορθωτικό πρόγραμμα
Δύο εβδομάδες πριν την εκλογική διαδικασία, στις 14 Νοεμβρίου, μίλησε στη Λάρισα σε μια μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση. Η ομιλία του μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική, καθώς ήταν ο πρώτος προγραμματικός του λόγος, με τον οποίο σκιαγράφησε το ανορθωτικό του πρόγραμμα. «Λέγοντες ανόρθωσιν και επιδιώκοντες αυτήν - εξηγούσε- ζητούμεν να παράσχωμεν εις τον Ελληνικόν Λαόν το ποσόν της ευμαρείας, εις το οποίον έχει δικαίωμα ο Ελληνικός Λαός, ο οποίος από μακρού χρόνου φορολογηθείς βαρέως, επί τη ελπίδι καλλιτέρας διαρρυθμίσεως των πραγμάτων του δημοσίου, εύρε εαυτόν εξαπατώμενον εκάστοτε εις τας προσδοκίας του».
Το ανορθωτικό πρόγραμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως ανέφερε για πρώτη φορά στην ομιλία του στη Λάρισα, προέβλεπε:
-Τη φορολογική ελάφρυνση «των απορωτέρων τάξεων», τόσο από τους άμεσους όσο και τους έμμεσους φόρους, ώστε ένα μέρος των δημοσίων βαρών, όπως έλεγε, να μετατοπιστεί «εις τους ισχυροτέρους ώμους των ευπορωτέρων τάξεων».
-Ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας, με την αλλαγή του δασμολογίου.
-Την ίδρυση του υπουργείου Εμπορίου και Γεωργίας, ως καθοδηγητικού μέσου για τη στήριξη της ελληνικής παραγωγής και την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας.
-Τη σύνταξη κτηματικού βιβλίου για την εξασφάλιση της ακίνητης περιουσίας. Είναι το γνωστό μας κτηματολόγιο που εφαρμόζεται σχεδόν ένα αιώνα μετά!
-Την αντιμετώπιση του αγροτικού προβλήματος με την απόδοση στους ακτήμονες γεωργούς μικρών ιδιοκτησιών. Η αναφορά του είχε τότε ιδιαίτερη σημασία, καθώς στο θεσσαλικό κάμπο είχαν ξεσηκωθεί οι ακτήμονες κατά των τσιφλικάδων, ενώ στο Κιλελέρ είχε δολοφονηθεί ο μάρτυρας των αγροτικών αγώνων Μαρίνος Αντύπας.
-Την προστασία της εργασίας από τις αυθαιρεσίες των εργοδοτών.
-Τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
-Την επιστροφή στο θεσμό των κοινοτήτων, ως πρωτοβάθμιας μορφής αυτοδιοίκησης. Τότε ο Βενιζέλος είχε εντοπίσει στη λειτουργία των δήμων ένα πρόβλημα το οποίο θα διαπιστώναμε 80 χρόνια αργότερα, με την εφαρμογή του προγράμματος «Καποδίστριας»: την αναποτελεσματικότητα και την ανομοιογένεια των τοπικών κοινωνιών σε αναγκαστικές συνενώσεις των κοινοτήτων για την διαμόρφωση των δήμων.
-Την εδραίωση του κλίματος της δημόσιας ασφάλειας και την αναβάθμιση της δικαιοσύνης, με την αναμόρφωση, μεταξύ άλλων, του αστικού και ποινικού κώδικα.
-Μια πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με την οργάνωση δημοτικών σχολείων και την ίδρυσή τους στις αγροτικές κοινότητες, την διεύρυνση του χρόνου φοίτησης στη μέση εκπαίδευση και στο πανεπιστήμιο, στο οποίο εισήγαγε τις ετήσιες εξετάσεις.
-Τον εκσυγχρονισμό και την ανασυγκρότηση του στρατεύματος.
«Το έργον της ανορθώσεως είναι χρόνιον και μακρόν. Τ’ αποτελέσματα όμως θ’ αρχίσουν να φαίνωνται ευθύς άμα τη εφαρμογή του προγράμματος», κατέληγε ο Βενιζέλος εκείνο το βροχερό απόγευμα στη Λάρισα, μιλώντας από τον εξώστη της Λέσχης της πόλης.
Αναδημοσιεύουμε από τις εφημερίδες της εποχής ολόκληρο το κείμενο ομιλίας, που χαρακτηρίζεται ιστορικό.
Ένα μάθημα ιστορίας που απευθύνεται σε όλους μας...
Με φόρους στους πλουσίους κτύπησε την κρίση του 1910 ο Βενιζέλος
Με φορολογικές ελαφρύνσεις στους φτωχούς και φορολόγηση των πλουσίων ξεπέρασε ο Βενιζέλος την κρίση του 1910Το ανορθωτικό πρόγραμμα, όπως παρουσιάστηκε σε ομιλία στη Λάρισα στις 14 Νοεμβρίου, προέβλεπε ακόμη, εκκίνηση της παραγωγικής – αναπτυξιακής μηχανής, μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, απόδοση γης στους ακτήμονες αγρότες
Η «απάντηση» στη σημερινή σφοδρή κρίση από την ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα επικεντρώνεται διαρκώς σε φορολόγηση των νοικοκυριών, κυρίως των πιο αδύναμων οικονομικά, γεγονός που προκαλεί όλο και πιό έντονες αντιδράσεις. Τακτικές και έκτακτες φορολογίες, κεφαλικά και άλλα χαράτσια, κατάργηση, στην ουσία, των εργασιακών σχέσεων και της σταθερής εργασίας…
Ανεργία, αβεβαιότητα, εκατομμύρια Ελλήνων ζουν ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας… Θυσίες μονομερείς και υπερβολικές, χωρίς να φαίνεται κάποιο φως ελπίδας… Συνταγή αποτυχημένη, υποστηρίζουν οικονομολόγοι, καθώς δεν δίνει προοπτικές ανάπτυξης στη χώρα και αντιθέτως με την ύφεση η κρίση βαθαίνει. Αλλά κυρίως οι άνθρωποι δυστυχούν. Κι όλα αυτά, την ώρα που η απόγνωση αλλά και η διαμαρτυρία του απλού κόσμου κορυφώνεται, μαζί με την απέχθειά του για το πολιτικό σύστημα… Πριν από σχεδόν έναν αιώνα, τον Οκτώβριο του 1910, μπροστά σε μια ανάλογη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναλάμβανε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας. Ενδιαφέρον έχει ότι η «συνταγή» που χρησιμοποίησε είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή: φορολογικές ελαφρύνσεις για τους φτωχούς, φορολόγηση των πλουσίων, μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, απόδοση γης στους ακτήμονες, εκκίνηση της παραγωγικής διαδικασίας στη χώρα, με την ενίσχυση της βιομηχανίας, αλλά και της βιοτεχνίας. Και πέτυχε! Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πιθανώς τα προβλήματα ήταν πολύ οξύτερα από τα σημερινά, ενώ η χώρα βρισκόταν σε διεθνή οικονομικό έλεγχο από τα τέλη του 19ου αιώνα…
Αδύναμη χώρα…
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα η Ελλάδα ήταν μια αδύναμη χώρα, χωρίς να μπορεί να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο στην περιοχή, με τη φαυλοκρατία των παλαιών πολιτικών κομμάτων να συντρίβει κάθε προσπάθεια προόδου. Το «εθνικό ζήτημα» ήταν κυρίαρχο και συνδεόταν με την πορεία του Ανατολικού Ζητήματος και με τα «αλυτρωτικά οράματα», που παρέμεναν «ζωντανά», παρά την πρόσφατη, μόλις, ταπεινωτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιμα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, τα κοινωνικά προβλήματα, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος), επέτεινε ένα γενικευμένο κλίμα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κομμάτων, του στέμματος και της βασιλικής αυλής. Η εκδήλωση του κινήματος των Νεοτούρκων το 1908, που υποσχόταν ισοπολιτεία και ισονομία στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το συνακόλουθο κλίμα εκσυγχρονισμού δημιουργούσαν αυτομάτως σύγκριση με το «τέλμα» που υπήρχε στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για την κατάληψη επιτελικών θέσεων από τους πρίγκιπες και της γενικής διοίκησης από τον Διάδοχο, καθώς και για τη σκανδαλώδη ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό.
Η άθλια πολιτική κατάσταση στη χώρα οδήγησε κορυφαίους στρατιωτικούς να εξεγερθούν τη νύκτα της 14ης προς 15η Αυγούστου 1909. Ήταν το «κίνημα στο Γουδί» από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο με αρχηγό το συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, με το οποίο οι επίλεκτοι αξιωματικοί ζήτησαν από τον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη, ο οποίος στις 4 Ιουλίου είχε διαδεχθεί τον παραιτηθέντα Γεώργιο Θεοτόκη, την ανανέωση της πολιτικής ζωής, την αναδιοργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων, ώστε η χώρα να καταστεί πολεμικά αξιόμαχη, και την εκκαθάριση των κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες είχαν διαφθαρεί από τη λειτουργία των παλαιών κομμάτων και τον ακόλαστο και ευτελισμένο, όπως χαρακτηριζόταν, κοινοβουλευτικό βίο. Στους στρατώνες στο Γουδί συγκεντρώθηκαν 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες μαζί με χωροφύλακες και πολίτες, καλώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου, που δεν διακρινόταν, πάντως, από επαναστατικά αιτήματα. Οι βασικές θέσεις του αφορούσαν αλλαγές στο στράτευμα, εξέφραζαν δηλαδή μάλλον επαγγελματικά συμφέροντα και εξοπλιστικά σχέδια, ενώ διατυπωνόταν μάλλον η ευχή για τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στην εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την οικονομία και τη διοίκηση. Ο Σύνδεσμος εξέφραζε απλώς τον πόθο του όπως «ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ν΄ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων, ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής». Δηλωνόταν εξάλλου κατηγορηματικά ότι στόχος δεν ήταν το πολίτευμα και ο βασιλιάς, ούτε η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας.
Τα αιτήματα των στρατιωτικών, που προβλήθηκαν με εντυπωσιακό τρόπο από τις εφημερίδες της εποχής, δεν εισακούστηκαν από την αυλή και τους πολιτικούς, αλλά γρήγορα έγιναν κτήμα του πενόμενου λαού. Ο αθηναϊκός και ο πειραϊκός λαός στις 14 Σεπτεμβρίου πραγματοποίησε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο Πεδίον του Άρεως, ενώ ανάλογα συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα. Οι εφημερίδες υπολόγισαν ότι στην Αθήνα οι συγκεντρωμένοι κυμάνθηκαν από 70.000 μέχρι 100.000. Οι διαδηλώσεις έδειξαν ότι το στρατιωτικό κίνημα είχε πάρει πλέον παλλαϊκή μορφή, με αίτημα την ανόρθωση του κράτους και την απομάκρυνση των παλαιών προσωποκεντρικών κομμάτων, τα οποία ο λαός θεωρούσε υπεύθυνα για τη φαυλοκρατία.
Η πρόσκληση στον Βενιζέλο
Το κίνημα και τα αιτήματά του δεν άφησαν ασυγκίνητη την Κρήτη, που και πάλι βρισκόταν σε ετοιμότητα για να διεκδικήσει την ένωση. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αρχηγός της αντιπολίτευσης τότε, χαιρέτισε την εξέγερση με άρθρα στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων. Ο ξεσηκωμός αυτός, εκτιμούσαν πολλοί, χρειαζόταν έναν πολιτικό ηγέτη για να πάρει την πολιτική μορφή που ήταν απαραίτητη, καθώς οι στρατιωτικοί από την ίδια τη θέση τους δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Κι αυτός ο ηγέτης, όπως πρώτος έγραψε ο Άγγλος δημοσιολόγος Δίλλων, ήταν ο Βενιζέλος, ο οποίος αρχικά απέφυγε την ενεργό ανάμειξη. Τον Δεκέμβριο του 1909 ο Ζορμπάς έστειλε στη Χαλέπα το λοχαγό Κονταράτο μαζί με μια πρόσκληση προς τον Βενιζέλο να μεταβεί στην Αθήνα και να συνομιλήσει με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο αρχηγός του κινήματος ήθελε τις απόψεις του Κρητικού επαναστάτη και πολιτικού πιστεύοντας ότι θα τον έπειθε να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη του ανορθωτικού αγώνα.
Ο Βενιζέλος πείστηκε τελικά να συναντηθεί με τους εκπροσώπους του κινήματος. Βρέθηκε στην Αθήνα στις 26 Δεκεμβρίου 1909. Η παρουσία του φυσικά δεν έμεινε μυστική, καθώς οι επαφές του δεν έγιναν μόνο με τους στρατιωτικούς του συνδέσμου, αλλά και με τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων. Οι εφημερίδες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, έγραφαν ακόμη και ότι πήγε στην Αθήνα προκειμένου να αρχίσει αγώνα κατά της βασιλείας. Ο Βενιζέλος αφού μίλησε αναλυτικά για την κατάσταση με την επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου, τάχθηκε υπέρ μιας αναθεωρητικής, κι όχι συντακτικής, βουλής καθώς, όπως έλεγε, δεν είχε στόχο να αλλάξει τα πάντα στο πολίτευμα. Με αυτό τον τρόπο καθησύχαζε και το παλάτι.
Τελικά ο Βενιζέλος δεν δέχτηκε τότε την ανάληψη της ευθύνης της χώρας, αλλά με δική του πρόταση ανατέθηκε η πρωθυπουργία στον Στέφανο Δραγούμη, σε μια κυβέρνηση που στήριξε και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, έχοντας ως υπουργό Άμυνας τον Νικόλαο Ζορμπά.
Ο Κρητικός πολιτικός επέστρεψε στο νησί, τον Μάιο του 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία του, αλλά λίγο μετά επέστρεψε στην Ελλάδα. Στις πρώτες εκλογές για την αναθεωρητική βουλή, στις 8 Αυγούστου 1910, εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου εκλέχτηκαν άλλοι 4 Κρήτες, σε μια συμβολική πολιτική κίνηση των Κρητών και των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, ώστε να εμφανιστούν τα δύο κοινοβούλια ενιαία. Εκτός από τον Βενιζέλο εκλέχτηκαν βουλευτές και οι άλλοι τέσσερις Κρήτες που εντάχθηκαν στους ελληνικούς συνδυασμούς: Αντώνιος Μιχελιδάκης, Μανούσος Κούνδουρος, Γεώργιος Παπαμαστοράκης και Χαράλαμπος Πωλογεώργης. Στην έκθεση των υποψηφιοτήτων αντέδρασε η Τουρκία, θεωρώντας casus belli τις πέντε υποψηφιότητες και δια στόματος του Μεγάλου Βεζύρη Χακή – βέη απείλησε ότι αν τελικά ήταν υποψήφιοι τότε θα καταλάμβανε τη Θεσσαλία.
Κάτω από αυτή την απειλή απέσυραν τις υποψηφιότητες τους οι Μιχελιδάκης, Κούνδουρος και Παπαμαστοράκης, ενώ παρέμειναν αυτές των Βενιζέλου και Πωλογεώργη οι οποίοι είχαν και την ελληνική υπηκοότητα. Από τα ψηφοδέλτια όμως δεν πρόλαβαν να σβηστούν τα ονόματα των 3. Έτσι εξελέγησαν και οι πέντε βουλευτές. Παρέμειναν όμως μόνο οι Βενιζέλος και Πωλογεώργης, ενώ οι άλλοι τρεις παραιτήθηκαν.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από τα αξιώματά του στην Κρήτη και στις 4 Σεπτεμβρίου 1910 βρέθηκε στην Αθήνα.
Η ομιλία στο Σύνταγμα
Στις 5 Σεπτεμβρίου εκφώνησε την πρώτη ομιλία του στο Σύνταγμα, με την οποία απέδειξε σε πανελλήνιο πλέον επίπεδο τις ηγετικές του ικανότητες. Ενώπιον χιλιάδων λαού έκανε τις πρώτες αναφορές του για την προσπάθεια να ανανεωθεί η πολιτική ζωή και να ανορθωθεί η χώρα. Χαρακτηριστικό σ’ αυτό το λόγο που εκφώνησε ήταν το γεγονός ότι ενώ μιλούσε σε ένα άγνωστο στον ίδιο κοινό, δεν δίστασε να διαφωνήσει μαζί του και να επιβάλλει τη δική του θέση: οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν συντακτική βουλή και ο Βενιζέλος απαντούσε αναθεωρητική. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, μέχρι που το πλήθος συνάχτηκε με την άποψη του ομιλητή.
Στις 6 Οκτωβρίου σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση, αλλά για να ενισχύσει τη θέση του στο κοινοβούλιο παραιτήθηκε λίγες ημέρες αργότερα και ζήτησε από το βασιλιά Γεώργιο να προκηρύξει νέες εκλογές για αναθεωρητική βουλή. Στις 28 Νοεμβρίου 1910 οι Έλληνες ανέδειξαν στην πρωθυπουργία τον Βενιζέλο, δίνοντάς του 307 από τις 362 έδρες της βουλής.
Το ανορθωτικό πρόγραμμα
Δύο εβδομάδες πριν την εκλογική διαδικασία, στις 14 Νοεμβρίου, μίλησε στη Λάρισα σε μια μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση. Η ομιλία του μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική, καθώς ήταν ο πρώτος προγραμματικός του λόγος, με τον οποίο σκιαγράφησε το ανορθωτικό του πρόγραμμα. «Λέγοντες ανόρθωσιν και επιδιώκοντες αυτήν - εξηγούσε- ζητούμεν να παράσχωμεν εις τον Ελληνικόν Λαόν το ποσόν της ευμαρείας, εις το οποίον έχει δικαίωμα ο Ελληνικός Λαός, ο οποίος από μακρού χρόνου φορολογηθείς βαρέως, επί τη ελπίδι καλλιτέρας διαρρυθμίσεως των πραγμάτων του δημοσίου, εύρε εαυτόν εξαπατώμενον εκάστοτε εις τας προσδοκίας του».
Το ανορθωτικό πρόγραμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως ανέφερε για πρώτη φορά στην ομιλία του στη Λάρισα, προέβλεπε:
-Τη φορολογική ελάφρυνση «των απορωτέρων τάξεων», τόσο από τους άμεσους όσο και τους έμμεσους φόρους, ώστε ένα μέρος των δημοσίων βαρών, όπως έλεγε, να μετατοπιστεί «εις τους ισχυροτέρους ώμους των ευπορωτέρων τάξεων».
-Ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας, με την αλλαγή του δασμολογίου.
-Την ίδρυση του υπουργείου Εμπορίου και Γεωργίας, ως καθοδηγητικού μέσου για τη στήριξη της ελληνικής παραγωγής και την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας.
-Τη σύνταξη κτηματικού βιβλίου για την εξασφάλιση της ακίνητης περιουσίας. Είναι το γνωστό μας κτηματολόγιο που εφαρμόζεται σχεδόν ένα αιώνα μετά!
-Την αντιμετώπιση του αγροτικού προβλήματος με την απόδοση στους ακτήμονες γεωργούς μικρών ιδιοκτησιών. Η αναφορά του είχε τότε ιδιαίτερη σημασία, καθώς στο θεσσαλικό κάμπο είχαν ξεσηκωθεί οι ακτήμονες κατά των τσιφλικάδων, ενώ στο Κιλελέρ είχε δολοφονηθεί ο μάρτυρας των αγροτικών αγώνων Μαρίνος Αντύπας.
-Την προστασία της εργασίας από τις αυθαιρεσίες των εργοδοτών.
-Τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
-Την επιστροφή στο θεσμό των κοινοτήτων, ως πρωτοβάθμιας μορφής αυτοδιοίκησης. Τότε ο Βενιζέλος είχε εντοπίσει στη λειτουργία των δήμων ένα πρόβλημα το οποίο θα διαπιστώναμε 80 χρόνια αργότερα, με την εφαρμογή του προγράμματος «Καποδίστριας»: την αναποτελεσματικότητα και την ανομοιογένεια των τοπικών κοινωνιών σε αναγκαστικές συνενώσεις των κοινοτήτων για την διαμόρφωση των δήμων.
-Την εδραίωση του κλίματος της δημόσιας ασφάλειας και την αναβάθμιση της δικαιοσύνης, με την αναμόρφωση, μεταξύ άλλων, του αστικού και ποινικού κώδικα.
-Μια πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με την οργάνωση δημοτικών σχολείων και την ίδρυσή τους στις αγροτικές κοινότητες, την διεύρυνση του χρόνου φοίτησης στη μέση εκπαίδευση και στο πανεπιστήμιο, στο οποίο εισήγαγε τις ετήσιες εξετάσεις.
-Τον εκσυγχρονισμό και την ανασυγκρότηση του στρατεύματος.
«Το έργον της ανορθώσεως είναι χρόνιον και μακρόν. Τ’ αποτελέσματα όμως θ’ αρχίσουν να φαίνωνται ευθύς άμα τη εφαρμογή του προγράμματος», κατέληγε ο Βενιζέλος εκείνο το βροχερό απόγευμα στη Λάρισα, μιλώντας από τον εξώστη της Λέσχης της πόλης.
Αναδημοσιεύουμε από τις εφημερίδες της εποχής ολόκληρο το κείμενο ομιλίας, που χαρακτηρίζεται ιστορικό.
Ο λόγος του Ελ. Βενιζέλου στη Λάρισα
Η αδυναμία της Διπλής Βουλής, όπως δώση εις την Χώραν Κυβέρνησιν βιώσιμον, κατέστησεν αναγκαίαν την διάλυσιν αυτής και την προσφυγήν εκ νέου προς την λαϊκήν κυριαρχίαν του ελληνικού Λαού, ίνα δια της συγκροτήσεως Διπλής νέας Αναθεωρητικής Βουλής επιλύση το υπό κρίσιν συνταγματικόν ζήτημα και καταστήση δυνατόν εις το Κράτος τούτο να εισέλθη οριστικώς εις την οδόν της ανορθώσεως. Δια τούτο δε, μολονότι η Βουλή την οποίαν καλείσθε να εκλέξετε θέλει ασχοληθή κυρίως εις το ζήτημα το συνταγματικόν, παρέργως δε μόνον θέλει ασχοληθή και εις ζητήματα νομοθετικής εξουσίας, όσα κριθώσιν ως φέροντα χαρακτήρα κατεπείγοντος, κρίνω αναγκαίον όπως κηρύξω από της πρωτευούσης της Θεσσαλίας προς τον ελληνικόν Λαόν το πρόγραμμα της ανορθώσεως, προς εφαρμογήν του οποίου εκλήθη η παρούσα Κυβέρνησις. Λέγοντες ανόρθωσιν και επιδιώκοντες αυτήν ζητούμεν να παράσχωμεν εις τον Ελληνικόν Λαόν το ποσόν της ευμαρείας, εις το οποίον έχει δικαίωμα ο Ελληνικός Λαός, ο οποίος από μακρού χρόνου φορολογηθείς βαρέως, επί τη ελπίδι καλλιτέρας διαρρυθμίσεως των πραγμάτων του δημοσίου, εύρεν εαυτόν εξαπατώμενον εκάστοτε εις τας προσδοκίας του. Διότι δυστυχώς εν τω παρελθόντι ελησμονήθη η συνάφεια η άμεσος, η οποία υπάρχει μεταξύ της εθνικής οικονομίας, του πλούτου δηλαδή των πολιτών, και των προσόδων του προϋπολογισμού, και ελησμονήθη ότι εάν αι πηγαί εκ των οποίων τροφοδοτείται η μεγάλη δεξαμενή του εθνικού πλούτου παρεμένουσι πάντοτε αι αυταί ενώ ο κρουνός από τον οποίον εκρέει η δεξαμενή και γεμίζει ο δημόσιος προϋπολογισμός διαρκώς ευρύνεται, θα κατελήγομεν εις το σημείον να στειρεύση η δεξαμενή και συνεπώς να στειρεύσωσι και τα μέσα του Κράτους.
Αρχομαι διά τούτο από του ζητήματος του οικονομικού, διά να κηρύξω από του μέρους τούτου ότι ο Ελληνικός Λαός φορολογείται μέχρι σήμερον βαρέως, εν σχέσει προς την πρόοδον την εθνικήν, αλλά βαρύτερον ακόμη εάν, ήθελε κριθή το ποσόν, το οποίον ούτος εκάστοτε παρέχει εις το Κράτος εν σχέσει προς τα ανταλλάγματα, τα οποία το Κράτος παρέχει εις αυτόν. Αλλ’ εάν η φορολογία υπήρξε βαρεία, υπήρξε πολύ περισσότερον καταθλιπτική, λόγω της κακής κατανομής αυτής. Και η κακή κατανομή είναι εκείνη η οποία καθιστά δυσχερέστερον τον βίον εν Ελλάδι. Αμεσοι φόροι, πλήττοντες δι’ υπερόγκων δασμών αντικείμενα πρώτης ανάγκης, είναι φυσικόν ότι βαρύνουν δυσαναλόγως τας απορωτέρας τάξεις, από τας οποίας στερούσι το αναγκαίον δια την ζωήν μέρος της προόδου εκ της εργασίας των τάξεων τούτων και δημιουργούσαν αντίστροφον προοδευτικήν φορολογίαν, αυξάνουσαν αλματικώς καθ’ όσον το εισόδημα είναι μικρότερον.
Αλλ’ εάν υπήρξε δια τούτο καταθλιπτικόν το φορολογικόν μας σύστημα, δεν υπήρξεν ευτυχέστερος ο νομοθέτης, όσον αφορά την επιβολήν των αμέσων τούτων φόρων.
Ανευ συστήματος, επεβλήθησαν φόροι με καταπληκτικήν διαφοράν του ποσοστού του φόρου, χωρίς καμμίαν αποσιώπησιν προς την αιτίαν ες ης προέρχεται η πρόσοδος, χωρίς καμμίαν πολλάκις απαλλαγήν των μικροτέρων εισοδημάτων. Καίτοι δε ευρισκόμενοι εις περίοδον στενοχωριών οικονομικών, δεν είναι εύκολον να επιχειρήσωμεν εν συνόλω μεταρρύθμισιν ριζικήν, η οποία έχει ανάγκην ευσταθείας τινός των δημοσίων οικονομικών.
Η Κυβέρνησις της ανορθώσεως επαγγέλλεται προς υμάς ότι θέλει επιδιώξει όπως ελαττώση τους εμμέσους φόρους, εκείνους οι οποίοι επαχθώς και βαρύτερον πλήττουσιν αντικείμενα πρώτης ανάγκης, αναπληρούσα το εντεύθεν έλλειμμα δια της αρείττονος και τεχνικωτέρας διαρρυθμίσεως των αμέσων φόρων εν γένει και ειδικώτερον του φόρου επί του εισοδήματος και του φόρου επί των κληρονομιών.
Δια της φορολογικής μεταρρυθμίσεως, την οποίαν επαγγέλλεται η Κυβέρνησις δεν διστάζει να κηρύξη προς τον Ελληνικόν Λαόν ότι επιδιώκει όπως εν μέρος των δημοσίων βαρών, το οποίον υφίστανται σήμερον οι ανίσχυροι ώμοι των απορωτέρων τάξεων, μεταπέση εις τους ισχυρωτέρους ώμους των ευπορωτέρων τάξεων, ίνα καταστή πράγμα η ανάλογος όχι προς την πρόσοδον, αλλά προς τα δυνάμεις εκάστου μετοχή εις τα δημόσια βάρη.
Η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει ούτως επιδιώξει την δικαιοσύνην εν τη φορολογία. Ομιλούσα περί της ελαττώσεως των εμμέσων φόρων, ιδίως εκείνων οι οποίοι πλήττουσι βαρέως αντικείμενα πρώτης ανάγκης, έρχεται φυσικώς εις το ζήτημα του δασμολογίου, του οποίου η επιστημονική αναθεώρησις ήθελε παράσχει εις την Κυβέρνησιν της ανορθώσεως τα μέσα όπως δια συνάψεως εμπορικών συμβάσεων εξυπηρετήση τα συμφέροντα της εγχωρίου παραγωγής και όπως παράγη την αναγκαίαν προστασίαν εις πάσαν βιώσιμον εθνικήν βιομηχανίαν. Αφ ετέρου θέλει απομακρυνθεί αποφασιστικώς από την μέθοδον του παρελθόντος, καθ’ ην πολλάκις δι’ απαγορευτικών δασμών επετεύχθη η δημιουργία βιομηχανιών μη εχουσών κανένα εθνικόν χαρακτήρα και αίτινες ως μόνον αποτέλεσμα έσχον τον νοσφισμόν, υπέρ ωρισμένων προσώπων του υπερόγκου εισαγωγικού τέλους και την άμεσον φορολογίαν του καταναλωτού, διά της υπερβολικής αυξήσεως της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων.
Και έρχομαι ούτω, μεταπίπτων από της αναθεωρήσεως του δασμολογίου και του ζητήματος της προστασίας της εγχωρίου βιομηχανίας, εις το ζήτημα της αναπτύξεως εν γένει των παραγωγικών δυνάμεων της Χώρας.
Η Χώρα ημών δεν είναι πτωχή, αλλ’ είναι ανεκμετάλλευτος. Η από 1ης Ιανουαρίου λειτουργία του υπουργείου του Εμπορίου και της Γεωργίας, το οποίον ηδύνατο να ονομασθή καλλίτερον υπουργείον της Παραγωγής και του οποίου η σύστασις κατωρθώθη μετά μίαν επανάστασιν, η λειτουργία, λέγω, του υπουργείου τούτου θέλει παράσχει τα μέσα τη Κυβερνήσει της ανορθώσεως όπως, παρακολουθούσα όλας τας πηγάς και τας φάσεις της εθνικής παραγωγής και αύξησιν του εθνικού πλούτου. Ομιλών προς τον λαόν της Θεσσαλίας, δεν δύναμαι να μη αναγνωρίσω ότι υπήρξεν εγκληματική η αδιαφορία του Κράτους προς τα ζητήματα της παραγωγής. Και χωρίς να θέλω να αρνηθώ την πρόνοιαν, η οποία ελήφθη δια την παρασκευήν της μελέτης δια την εκτέλεσιν υδραυλικών έργων εν Θεσσαλία, υπόσχομαι ότι η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θα πράξη παν ό,τι απαιτείται όπως τα έργα ταύτα ταχέως αρχίσωσι και αχθώσιν εις πέρας όσον ενέστιν ταχύτερον. Η εκτέλεσις των υδραυλικών έργων δεν θέλει παραδώσει μόνον εκτάσεις προς καλλιέργειαν ευφορωτάτης γης, αλλά και θέλει συντελέσει εις την καταπολέμησιν των ελωδών νόσων. Βεβαίως δε πρόκειται να περιορίση η Κυβέρνησις της ανορθώσεως την μέρμινάν της μόνον εις την εκτέλεσιν των υδραυλικών έργων της Θεσσαλίας, διότι και εις άλλα μέρη της Ελλάδος είναι ανάγκη να ληφθή πρόνοια περί εκτελέσεως αναλόγων έργων, αλλά θέλει επισπευθή προ πάντων η εκτέλεσις των έργων της Θεσσαλίας, όπου έχουν γίνει και προκαταρκτικαί εργασίαι.
Θέλει επίσης επιδιώξει η Κυβέρνησις την σύνταξιν κτηματικού βιβλίου, του οποίου τα ευεργατικά αποτελέσματα δια την εξασφάλισιν της ακινήτου ιδιοκτησίας και την εδραίωσιν της κτηματικής πίστεως δεν έχω ανάγκην να εξάρω την στιγμήν ταύτην, ομιλών προς ακροατηρίο υπό την βροχήν. Θέλει ομοίως επιδιώξει όπως δια την σύστασιν πιστωτικών καταστημάτων κτηματικής και αγροτικής πίστεως παράσχη τα μέσα προς τους γεωργούς όπως καλλιεργώσιν αποτελεσματικώτερον την γην, συγχρόνως δε απαλλάξη αυτούς των ονύχων της τοκογλυφίας, την οποίαν η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει πλήξει και άλλως δια μέσω νομοθετικών, κολαζόντων και ποινικώς τας αισχροκερδείς πιστωτικάς συμβάσεις, ων η έννοια πρέπει να διατυπωθή ευρύτερον.
Ερχομαι ούτω φυσικώς εις το ζήτημα το απασχολούν κυριώτερον τον Θεσσαλικόν Λαόν, τον αγροτικόν, επί του οποίου έχω ανάγκην να είπω προς υμάς τας σκέψεις της Κυβερνήσεως.
Η Κυβέρνησις θέλει μεριμνήσει όπως νομοθετικώς ρυθμισθώσιν από τούδε αι σχέσεις των καλλιεργητών προς τους ιδιοκτήτας επί τη βάσει του τε γραπτού και του εθνικού δικαίου, του ισχύοντος προ της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας, όχι μόνον διότι η ρύθμισης αύτη επείγει μεγάλως και δύναται συντόμως να επιτευχθή, αλλά και διότι τούτο αποτελεί την αναγκαίαν βάσιν της ριζικωτέρας ρυθμίσεως του αγροτικού ζητήματος. Υπόσχεται συγχρόνως η Κυβέρνησις της ανορθώσεως ότι θέλει επιδιώξει να αποκαταστήση τους ακτήμονας καλλιεργητάς κτημάτων εις ιδιοκτήτας μικρών ιδιοκτησιών, αλλ΄έχει ανάγκην επί του σημείου τούτου να μη αφήση υμάς να πλανηθήτε. Δεν έρχομαι να σας υποσχεθώ ότι η Κυβέρνησις θα λάβη τα κτήματα των ιδιοκτητών δια να τα δώση εις τους καλλιεργητάς. Δεν έρχεται η Κυβέρνησις να εξασκήση δημαγωγίαν. Πρέπει να γνωρίζητε ότι το ζήτημα της αποκαταστάσεως των ακτημόνων εις κτήματα είναι δυσχερές, το οποίον δεν εμελετήθη επαρκώς, αλλ’ είναι ζήτημα εις το οποίον υπόσχεται η Κυβέρνησις να ασχοληθή και συντόνως και ενδελεχώς.
Και αφού ωμίλησα εις υμάς περί προνοίας ήτις θα ληφθή δια τους αγροτικούς εργάτας, έχω ανάγκην να είπω προς υμάς ότι η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θα μεριμνήση και περί των βιομηχανικών εργασιών εξασφαλίζουσα διά νόμου την τε υγείαν εν τοις εργοστασίοις και ρυθμίζεται προσηκόντως το ζήτημα των επαγγελματικών κινδύνων, οίτινες πρέπει να είναι εις βάρος του εργοδότου, εφόσον δεν ήθελεν αποδειχθεί ότι αύτοι προεκλήθησαν εκ πταίσματος του εργάτου. Δια της προνοίας ταύτης και δια της όλης αναπτύξεως της εθνικής οικονομίας, θέλει ως ελπίζω, ανασταλή κατά το δυνατόν η μετανάστευσις, η οποία αποτελεί τρομακτικήν αιμορραγίαν του Εθνικού οργανισμού ως σήμερον αναγνωρίζουσι πάντες βλέποντες ότι εις αυτήν οφείλεται η καταπόνησις της οποίας τεκμήριον είναι το γεγονός ότι οι δημόσιαι εισπράξεις μεθ’ όλας τας αυξήσεις της φορολογίας, δεν ηύξησαν αναλόγως.
Βίαια μέτρα προς πρόληψιν της μεταναστεύσεως η οποία δεν λυμαίνεται ευτυχώς την Θεσσαλίαν, αλλά άλλα μέρη της Ελλάδος, αλλ’ ήτις θα ελυμαίνετο ασφαλώς και ταύτην εάν το έργον της ανορθώσεως δεν επεχειρείτο, βίαια μέτρα προς πρόληψιν της μεταναστεύσεως δεν είναι δυνατόν να ληφθώσιν. Αλλά πλην της καταπολεμήσεως της μεταναστευτικής ροπής, την οποίαν θα φέρη η επιτυχία του ανορθωτικού αγώνος, όστις πρόκειται να ασφαλίση επιτοπίως στάδιον επικερδούς εργασίας μετ’ ευνομίας, ων η έλλειψις είναι το κυριώτατον ελατήριον της μεταναστεύσεως, η Κυβέρνησις έχει απόφασιν μιμουμένη το παράδειγμα και των άλλων Χωρών αι οποίαι ευρέθησαν υπό αναλόγους περιστάσεις, να θεσπίση ειδικήν περί μετανασταύσεως νομοθεσίαν, ιδρύουσα μεταναστευτικόν γραφείον ίνα παρακολουθή τον μετανάστην από της εντεύθεν αναχωρήσεώς του μέχρι της ευρέσεως εργασίας εν τω τόπω του προορισμού του, προφυλάττουσα αυτόν από της εκμεταλλεύσεως, ής συνήθως γίνεται θύμα, και επιδιώκουσα να διατηρή στενόν, εφ’ όσον είναι δυνατόν, τον δεσμόν μεταξύ μητροπόλεως και μετανάστου και υποτρέφη και διευκολύνη την συνήθειαν της παλιννοστήσεως.
Αλλ’ η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει επιδιώξει συγχρόνως την εξυγίανσιν της διοικήσεως, διά της αναπτύξεως του κοινοτικού θεσμού, ο οποίος αποτελεί την βάσιν της αληθούς αυτοδιοικήσεως. Ο νομοθέτης του 1833, εισάγων τον οργανισμόν των Δήμων, υπέπεσεν εις θεμελιώδες και ριζικόν σφάλμα. Ηνωσεν αυθαιρέτως επί του γεωγραφικού χάρτου εις Δήμον χωρία μη έχοντα συνήθως κανένα προς άλληλα δεσμόν και μη έχοντα να επιδιώξουν κοινούς σκοπούς. Ουδέ έλαβεν εξ άλλου παντάπασιν υπ’ όψιν την διαφοράν, ήτις υπάρχει μεταξύ των αστικών δήμων και των αγροτικών. Των σφαλμάτων τούτων αποτέλεσμα υπήρξε τοπικώς, ότι η πλασθείσα ούτω κατωτάτη μονάς της αυτοδιοικήσεως ουδέ μετά πάροδον μιας ογδοηκονταετίας κατώρθωσε να διαπλασθή εις βιώσιμον οργανισμόν. Διότι η δημιουργία αυτής, υπήρξεν εναντία προς την λύσιν των πραγμάτων. Η κοινότης, η έχουσα συνήθως ζωήν αιώνων πολλών και πολύ αρχαιοτέρα του Κράτους, αυτός ο αληθής οργανισμός, καλός οργανούμενος, θέλει αναλάβει τα έργα των Δήμων, αναπτύσσων το πνεύμα της αυτοδιοικήσεως και διαπαιδαγωγών τον Λαόν εις την κρίσιν των ελευθέρων θεσμών.
Μια των αιτιών της κακοδαιμονίας του Κράτους είναι η έλλειψις της συναιθήσεως περί ταυτότητος του καλώς εννοουμένου συμφέροντος προς το κοινόν συμφέρον. Αλλ’ εις τον Λαόν δεν παρεσχέθησαν τα μέσα όπως αντιληφθή την λεπτότητα ταύτην διότι η κατωτέρα τοπική διοίκησις, ο Δήμος, το εν χωρίον του οποίου απέχει πολλάκις ολοκλήρους ώρας από του άλλου και εις ουδεμίαν μετά τούτου ευρίσκεται κοινότητα συμφερόντων, δεν ήτο δυνατόν να διαπαιδαγωγήση τον πολίτη όπως ούτος αντιληφθή την συνταύτισιν του ατομικού συμφέροντος προς το τοπικόν και προς το εθνικόν συμφέρον.
Οργανούντες ούτω τας κοινότητας κατά τρόπον μέλλοντα να μεταβιβάση εις αυτάς την θεραπείαν των τοπικών αναγκών, τας οποίας εκλήθη να εξυπηρετήση ο Δήμος, θέλομεν απαλλάξει τους αγροτικούς πληθυσμούς και από μιας μεγάλης δαπάνης δια την μισθοδοσίαν των δημοτικών αρχόντων, διότι αι κοινοτικαί αρχαί θα είναι αρχαί άμισθοι.
Είμαι άλλως τε βέβαιος, ότι συν τω χρόνω θα καλλιεργηθώσι και αθροιστικαί κοινότητες, έχουσαι όμως οργανικήν οντότητα και ζωή, των οποίων την σύστασιν θα παρέχη η ανάγκη εξυπηρετήσεως κοινού τινος σκοπού, είτε ούτος είναι η ανέγερσις σχολείου κοινού, η συντήρησις κοινού ναού η άλλου τινός σημαντικού κοινού έργου.
Αλλα συγχρόνως θέλει μεριμνήσει η Κυβέρνησις περί της εδραιώσεως της Δημοσίας ασφαλείας, ήτις είναι ο όρος άνευ του οποίου είναι αδύνατος η επωφελής απασχόλησις του Λαού εις τα έργα της παραγωγής. Θέλομεν επιδιώξει δια τούτο την αναδιοργάνωσιν της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας διά μετακλήσεως ξένων οργανωτών. Θέλομεν αποβλέψει δια συνταγματικής προστασίας της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων και ιδρύσεως σχολής προς κατασκευήν τοιούτων ν’ ασφαλίσωμεν όργανα διοικήσεως όχι μόνον χρηστής και αφατριάστου, αλλά και πεφωτισμένης εν ταυτώ.
Η Δικαιοσύνη θα προαχθή, βελτιουμένη δι’ εργασίας μεθοδικής δι’ ανακαινίσεως των διδακτικών κωδίκων, δια συντάξεως νέου Αστικού κώδικος και πολιτικής και ποινικής δικονομίας προς ταχείαν περαίωσιν των δικαστικών υποθέσεων.
Θα ληφθή φροντίς περί ελαττώσεως των ποινών ωρισμένων εγκληματικών πράξεων, αίτινες δια της αυστηρότητος αυτών καθιστώσι τους νόμους, πράγματι, ανεφαρμόστους. Θα μελετηθούν δε και τα ζητήματα της εγκληματικότητας των νέων δια προσωρινής αναστολής της πρώτης ποινής. Είναι επιτακτική επίσης η ανάγκη της τονώσεως της λαϊκής δικαιοσύνης, πρέπει να αυξηθή ο μισθός του Ειρηνοδίκου, μόνον αυτού επί του παρόντος, ως εκ του αδυνάτου, ένεκεν της οικονομικής καταστάσεως, γενικωτέρας αυξήσεως των μισθών όλων των δικαστικών, ήτις όμως επιβάλλεται και αυτή να γίνη βραδύτερον.
Η εκπαίδευσις καθυστερημένη όπως είναι, έχει ανάγκην της μεγαλειοτέρας στοργής εκ μέρους της Κυβερνήσεως. Ανάγκη να ληφθή μέριμνα δια την αρτίαν οργάνωσιν και ίδρυσιν του δημοτικού σχολείου των αγροτικών Κοινοτήτων, ο χρόνος της μέσης εκπαιδεύσεως, ανάγκη να αυξηθή κατά έν έτος, το Πανεπιστήμιον θα ενισχυθή οικονομικώς, λαμβανομένης όμως συγχρόνως φροντίδος περί επεκτάσεως των ετών της φοιτήσεως, ως και καθορισμού των ετησίων εξετάσεων.
Πάντα ταύτα τα μέτρα, όμως τα αφορώντα το Πανεπιστήμιον, θα εφαρμοσθώσι μετά πάροδον μιας τετρατίας, ίνα μη αδικηθώσιν οι ήδη εγγεγραμμένοι φοιτηταί, εγγραφέντες εν αγνοία των Κυβερνητικών τούτων μέτρων.
Η αρτιωτέρα ανασύνταξις των στρατιωτικών δυνάμεων της Χώρας θα είναι εν εκ των πρωταρχικών ζητημάτων της Κυβερνήσεως. Θα επιδιωχθή αύτη άνευ αναβολής και με τα ίδια χρηματικά ποσά τα και σήμερον προς τον σκοπόν τούτο διατιθέμενα. Δεν θα περιορίσωμεν τα ποσά ταύτα, θα φροντίσωμεν όμως να διαρρυθμίσωμεν κατά τρόπον πρακτικώτερον τας στρατιωτικάς δαπάνας, ώστε να εξασφαλίσωμεν την άμυναν της Χώρας ημών επαρκώς.
Προς τον σκοπόν αυτόν της λυσιτελεστέρας από κοινού ενεργείας των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων, η Κυβέρνησις απεφάσισε την συγχώνευσιν των δυο στρατιωτικών Υπουργείων εις εν Υπουργείον Πολέμου. Απεφάσισεν επίσης την πρόκλησιν οργανωτών ξένων δια πάντα κλάδον υπηρεσίας του Στρατού και του Στόλου. Η Κυβέρνησις έλαβεν επίσης μέτρα δια την περικοπήν πάσης ασκόπου δαπάνης, την περιστολήν πάσης καταχρήσεως και τον κανονισμόν των προμηθειών κατά τρόπον εξασφαλίζοντα τα συμφέροντα του Δημοσίου Ταμείου.
Είμεθα Κυβέρνησις κατ’ εξοχήν ειρηνική, διότι η Χώρα μας έχει ανάγκην μακράς περιόδου ησυχίας, όπως συνέλθη και προαχθή. Λαμβάνοντες επομένως μέτρα περί του Στρατού μας, δεν έχομεν σκοπούς επιθετικύς καθ΄οιουδήποτε.
Ολος ο κόσμος γνωρίζει μετά πόσης ειλικρινούς χαράς ο Ελληνικός Λαός εχαιρέτησε την Τουρκικήν μεταπολίτευσιν. Ουδ’ είναι ανεξήγητον το τοιούτον, λαμβανομένων υπ’ όψιν των μεγάλων συμφερόντων, άτινα έχομεν εν τη ομόρω επικρατεία· δικαιολογεί δε το τοιούτον αναμφιβόλως και το ενδιαφέρον, με το οιποίον παρακολουθούμεν τα εκεί συμβαίνοντα, επιδιώκοντες την άρσιν πάσης παρεξηγήσεως μετά της Τουρκίας, ως και των άλλων Λαών της Βαλκανικής, ούτως ώστε ν’ αναπτυχθή μεταξύ όλων δεσμός τοιούτος, δυνάμενος αργότερον να λάβη και άλλην μορφήν.
Ελπίζομεν και απεκδεχόμεθα επί του έργου ημών την συμπάθειαν όλου του πεπολιτισμένου κόσμου.
Τοιούτον εν γενικαίς γραμμαίς το πρόγραμμα της Κυβερνήσεως.
Εργον των πολιτικών ανδρών πρέπει να είναι η αλήθεια, έστω και πικρά και υποχρέωσις αυτών να σπεύδουν εις την ανάγκην να θυσιάσουν το πρόγραμμά των.
Το έργον της ανορθώσεως είναι χρόνιον και μακρόν· τ’ αποτελέσματα όμως θ’ αρχίσουν να φαίνωνται ευθύς άμα τη εφαρμογή του προγράμματος.
Αρχομαι διά τούτο από του ζητήματος του οικονομικού, διά να κηρύξω από του μέρους τούτου ότι ο Ελληνικός Λαός φορολογείται μέχρι σήμερον βαρέως, εν σχέσει προς την πρόοδον την εθνικήν, αλλά βαρύτερον ακόμη εάν, ήθελε κριθή το ποσόν, το οποίον ούτος εκάστοτε παρέχει εις το Κράτος εν σχέσει προς τα ανταλλάγματα, τα οποία το Κράτος παρέχει εις αυτόν. Αλλ’ εάν η φορολογία υπήρξε βαρεία, υπήρξε πολύ περισσότερον καταθλιπτική, λόγω της κακής κατανομής αυτής. Και η κακή κατανομή είναι εκείνη η οποία καθιστά δυσχερέστερον τον βίον εν Ελλάδι. Αμεσοι φόροι, πλήττοντες δι’ υπερόγκων δασμών αντικείμενα πρώτης ανάγκης, είναι φυσικόν ότι βαρύνουν δυσαναλόγως τας απορωτέρας τάξεις, από τας οποίας στερούσι το αναγκαίον δια την ζωήν μέρος της προόδου εκ της εργασίας των τάξεων τούτων και δημιουργούσαν αντίστροφον προοδευτικήν φορολογίαν, αυξάνουσαν αλματικώς καθ’ όσον το εισόδημα είναι μικρότερον.
Αλλ’ εάν υπήρξε δια τούτο καταθλιπτικόν το φορολογικόν μας σύστημα, δεν υπήρξεν ευτυχέστερος ο νομοθέτης, όσον αφορά την επιβολήν των αμέσων τούτων φόρων.
Ανευ συστήματος, επεβλήθησαν φόροι με καταπληκτικήν διαφοράν του ποσοστού του φόρου, χωρίς καμμίαν αποσιώπησιν προς την αιτίαν ες ης προέρχεται η πρόσοδος, χωρίς καμμίαν πολλάκις απαλλαγήν των μικροτέρων εισοδημάτων. Καίτοι δε ευρισκόμενοι εις περίοδον στενοχωριών οικονομικών, δεν είναι εύκολον να επιχειρήσωμεν εν συνόλω μεταρρύθμισιν ριζικήν, η οποία έχει ανάγκην ευσταθείας τινός των δημοσίων οικονομικών.
Η Κυβέρνησις της ανορθώσεως επαγγέλλεται προς υμάς ότι θέλει επιδιώξει όπως ελαττώση τους εμμέσους φόρους, εκείνους οι οποίοι επαχθώς και βαρύτερον πλήττουσιν αντικείμενα πρώτης ανάγκης, αναπληρούσα το εντεύθεν έλλειμμα δια της αρείττονος και τεχνικωτέρας διαρρυθμίσεως των αμέσων φόρων εν γένει και ειδικώτερον του φόρου επί του εισοδήματος και του φόρου επί των κληρονομιών.
Δια της φορολογικής μεταρρυθμίσεως, την οποίαν επαγγέλλεται η Κυβέρνησις δεν διστάζει να κηρύξη προς τον Ελληνικόν Λαόν ότι επιδιώκει όπως εν μέρος των δημοσίων βαρών, το οποίον υφίστανται σήμερον οι ανίσχυροι ώμοι των απορωτέρων τάξεων, μεταπέση εις τους ισχυρωτέρους ώμους των ευπορωτέρων τάξεων, ίνα καταστή πράγμα η ανάλογος όχι προς την πρόσοδον, αλλά προς τα δυνάμεις εκάστου μετοχή εις τα δημόσια βάρη.
Η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει ούτως επιδιώξει την δικαιοσύνην εν τη φορολογία. Ομιλούσα περί της ελαττώσεως των εμμέσων φόρων, ιδίως εκείνων οι οποίοι πλήττουσι βαρέως αντικείμενα πρώτης ανάγκης, έρχεται φυσικώς εις το ζήτημα του δασμολογίου, του οποίου η επιστημονική αναθεώρησις ήθελε παράσχει εις την Κυβέρνησιν της ανορθώσεως τα μέσα όπως δια συνάψεως εμπορικών συμβάσεων εξυπηρετήση τα συμφέροντα της εγχωρίου παραγωγής και όπως παράγη την αναγκαίαν προστασίαν εις πάσαν βιώσιμον εθνικήν βιομηχανίαν. Αφ ετέρου θέλει απομακρυνθεί αποφασιστικώς από την μέθοδον του παρελθόντος, καθ’ ην πολλάκις δι’ απαγορευτικών δασμών επετεύχθη η δημιουργία βιομηχανιών μη εχουσών κανένα εθνικόν χαρακτήρα και αίτινες ως μόνον αποτέλεσμα έσχον τον νοσφισμόν, υπέρ ωρισμένων προσώπων του υπερόγκου εισαγωγικού τέλους και την άμεσον φορολογίαν του καταναλωτού, διά της υπερβολικής αυξήσεως της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων.
Και έρχομαι ούτω, μεταπίπτων από της αναθεωρήσεως του δασμολογίου και του ζητήματος της προστασίας της εγχωρίου βιομηχανίας, εις το ζήτημα της αναπτύξεως εν γένει των παραγωγικών δυνάμεων της Χώρας.
Η Χώρα ημών δεν είναι πτωχή, αλλ’ είναι ανεκμετάλλευτος. Η από 1ης Ιανουαρίου λειτουργία του υπουργείου του Εμπορίου και της Γεωργίας, το οποίον ηδύνατο να ονομασθή καλλίτερον υπουργείον της Παραγωγής και του οποίου η σύστασις κατωρθώθη μετά μίαν επανάστασιν, η λειτουργία, λέγω, του υπουργείου τούτου θέλει παράσχει τα μέσα τη Κυβερνήσει της ανορθώσεως όπως, παρακολουθούσα όλας τας πηγάς και τας φάσεις της εθνικής παραγωγής και αύξησιν του εθνικού πλούτου. Ομιλών προς τον λαόν της Θεσσαλίας, δεν δύναμαι να μη αναγνωρίσω ότι υπήρξεν εγκληματική η αδιαφορία του Κράτους προς τα ζητήματα της παραγωγής. Και χωρίς να θέλω να αρνηθώ την πρόνοιαν, η οποία ελήφθη δια την παρασκευήν της μελέτης δια την εκτέλεσιν υδραυλικών έργων εν Θεσσαλία, υπόσχομαι ότι η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θα πράξη παν ό,τι απαιτείται όπως τα έργα ταύτα ταχέως αρχίσωσι και αχθώσιν εις πέρας όσον ενέστιν ταχύτερον. Η εκτέλεσις των υδραυλικών έργων δεν θέλει παραδώσει μόνον εκτάσεις προς καλλιέργειαν ευφορωτάτης γης, αλλά και θέλει συντελέσει εις την καταπολέμησιν των ελωδών νόσων. Βεβαίως δε πρόκειται να περιορίση η Κυβέρνησις της ανορθώσεως την μέρμινάν της μόνον εις την εκτέλεσιν των υδραυλικών έργων της Θεσσαλίας, διότι και εις άλλα μέρη της Ελλάδος είναι ανάγκη να ληφθή πρόνοια περί εκτελέσεως αναλόγων έργων, αλλά θέλει επισπευθή προ πάντων η εκτέλεσις των έργων της Θεσσαλίας, όπου έχουν γίνει και προκαταρκτικαί εργασίαι.
Θέλει επίσης επιδιώξει η Κυβέρνησις την σύνταξιν κτηματικού βιβλίου, του οποίου τα ευεργατικά αποτελέσματα δια την εξασφάλισιν της ακινήτου ιδιοκτησίας και την εδραίωσιν της κτηματικής πίστεως δεν έχω ανάγκην να εξάρω την στιγμήν ταύτην, ομιλών προς ακροατηρίο υπό την βροχήν. Θέλει ομοίως επιδιώξει όπως δια την σύστασιν πιστωτικών καταστημάτων κτηματικής και αγροτικής πίστεως παράσχη τα μέσα προς τους γεωργούς όπως καλλιεργώσιν αποτελεσματικώτερον την γην, συγχρόνως δε απαλλάξη αυτούς των ονύχων της τοκογλυφίας, την οποίαν η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει πλήξει και άλλως δια μέσω νομοθετικών, κολαζόντων και ποινικώς τας αισχροκερδείς πιστωτικάς συμβάσεις, ων η έννοια πρέπει να διατυπωθή ευρύτερον.
Ερχομαι ούτω φυσικώς εις το ζήτημα το απασχολούν κυριώτερον τον Θεσσαλικόν Λαόν, τον αγροτικόν, επί του οποίου έχω ανάγκην να είπω προς υμάς τας σκέψεις της Κυβερνήσεως.
Η Κυβέρνησις θέλει μεριμνήσει όπως νομοθετικώς ρυθμισθώσιν από τούδε αι σχέσεις των καλλιεργητών προς τους ιδιοκτήτας επί τη βάσει του τε γραπτού και του εθνικού δικαίου, του ισχύοντος προ της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας, όχι μόνον διότι η ρύθμισης αύτη επείγει μεγάλως και δύναται συντόμως να επιτευχθή, αλλά και διότι τούτο αποτελεί την αναγκαίαν βάσιν της ριζικωτέρας ρυθμίσεως του αγροτικού ζητήματος. Υπόσχεται συγχρόνως η Κυβέρνησις της ανορθώσεως ότι θέλει επιδιώξει να αποκαταστήση τους ακτήμονας καλλιεργητάς κτημάτων εις ιδιοκτήτας μικρών ιδιοκτησιών, αλλ΄έχει ανάγκην επί του σημείου τούτου να μη αφήση υμάς να πλανηθήτε. Δεν έρχομαι να σας υποσχεθώ ότι η Κυβέρνησις θα λάβη τα κτήματα των ιδιοκτητών δια να τα δώση εις τους καλλιεργητάς. Δεν έρχεται η Κυβέρνησις να εξασκήση δημαγωγίαν. Πρέπει να γνωρίζητε ότι το ζήτημα της αποκαταστάσεως των ακτημόνων εις κτήματα είναι δυσχερές, το οποίον δεν εμελετήθη επαρκώς, αλλ’ είναι ζήτημα εις το οποίον υπόσχεται η Κυβέρνησις να ασχοληθή και συντόνως και ενδελεχώς.
Και αφού ωμίλησα εις υμάς περί προνοίας ήτις θα ληφθή δια τους αγροτικούς εργάτας, έχω ανάγκην να είπω προς υμάς ότι η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θα μεριμνήση και περί των βιομηχανικών εργασιών εξασφαλίζουσα διά νόμου την τε υγείαν εν τοις εργοστασίοις και ρυθμίζεται προσηκόντως το ζήτημα των επαγγελματικών κινδύνων, οίτινες πρέπει να είναι εις βάρος του εργοδότου, εφόσον δεν ήθελεν αποδειχθεί ότι αύτοι προεκλήθησαν εκ πταίσματος του εργάτου. Δια της προνοίας ταύτης και δια της όλης αναπτύξεως της εθνικής οικονομίας, θέλει ως ελπίζω, ανασταλή κατά το δυνατόν η μετανάστευσις, η οποία αποτελεί τρομακτικήν αιμορραγίαν του Εθνικού οργανισμού ως σήμερον αναγνωρίζουσι πάντες βλέποντες ότι εις αυτήν οφείλεται η καταπόνησις της οποίας τεκμήριον είναι το γεγονός ότι οι δημόσιαι εισπράξεις μεθ’ όλας τας αυξήσεις της φορολογίας, δεν ηύξησαν αναλόγως.
Βίαια μέτρα προς πρόληψιν της μεταναστεύσεως η οποία δεν λυμαίνεται ευτυχώς την Θεσσαλίαν, αλλά άλλα μέρη της Ελλάδος, αλλ’ ήτις θα ελυμαίνετο ασφαλώς και ταύτην εάν το έργον της ανορθώσεως δεν επεχειρείτο, βίαια μέτρα προς πρόληψιν της μεταναστεύσεως δεν είναι δυνατόν να ληφθώσιν. Αλλά πλην της καταπολεμήσεως της μεταναστευτικής ροπής, την οποίαν θα φέρη η επιτυχία του ανορθωτικού αγώνος, όστις πρόκειται να ασφαλίση επιτοπίως στάδιον επικερδούς εργασίας μετ’ ευνομίας, ων η έλλειψις είναι το κυριώτατον ελατήριον της μεταναστεύσεως, η Κυβέρνησις έχει απόφασιν μιμουμένη το παράδειγμα και των άλλων Χωρών αι οποίαι ευρέθησαν υπό αναλόγους περιστάσεις, να θεσπίση ειδικήν περί μετανασταύσεως νομοθεσίαν, ιδρύουσα μεταναστευτικόν γραφείον ίνα παρακολουθή τον μετανάστην από της εντεύθεν αναχωρήσεώς του μέχρι της ευρέσεως εργασίας εν τω τόπω του προορισμού του, προφυλάττουσα αυτόν από της εκμεταλλεύσεως, ής συνήθως γίνεται θύμα, και επιδιώκουσα να διατηρή στενόν, εφ’ όσον είναι δυνατόν, τον δεσμόν μεταξύ μητροπόλεως και μετανάστου και υποτρέφη και διευκολύνη την συνήθειαν της παλιννοστήσεως.
Αλλ’ η Κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει επιδιώξει συγχρόνως την εξυγίανσιν της διοικήσεως, διά της αναπτύξεως του κοινοτικού θεσμού, ο οποίος αποτελεί την βάσιν της αληθούς αυτοδιοικήσεως. Ο νομοθέτης του 1833, εισάγων τον οργανισμόν των Δήμων, υπέπεσεν εις θεμελιώδες και ριζικόν σφάλμα. Ηνωσεν αυθαιρέτως επί του γεωγραφικού χάρτου εις Δήμον χωρία μη έχοντα συνήθως κανένα προς άλληλα δεσμόν και μη έχοντα να επιδιώξουν κοινούς σκοπούς. Ουδέ έλαβεν εξ άλλου παντάπασιν υπ’ όψιν την διαφοράν, ήτις υπάρχει μεταξύ των αστικών δήμων και των αγροτικών. Των σφαλμάτων τούτων αποτέλεσμα υπήρξε τοπικώς, ότι η πλασθείσα ούτω κατωτάτη μονάς της αυτοδιοικήσεως ουδέ μετά πάροδον μιας ογδοηκονταετίας κατώρθωσε να διαπλασθή εις βιώσιμον οργανισμόν. Διότι η δημιουργία αυτής, υπήρξεν εναντία προς την λύσιν των πραγμάτων. Η κοινότης, η έχουσα συνήθως ζωήν αιώνων πολλών και πολύ αρχαιοτέρα του Κράτους, αυτός ο αληθής οργανισμός, καλός οργανούμενος, θέλει αναλάβει τα έργα των Δήμων, αναπτύσσων το πνεύμα της αυτοδιοικήσεως και διαπαιδαγωγών τον Λαόν εις την κρίσιν των ελευθέρων θεσμών.
Μια των αιτιών της κακοδαιμονίας του Κράτους είναι η έλλειψις της συναιθήσεως περί ταυτότητος του καλώς εννοουμένου συμφέροντος προς το κοινόν συμφέρον. Αλλ’ εις τον Λαόν δεν παρεσχέθησαν τα μέσα όπως αντιληφθή την λεπτότητα ταύτην διότι η κατωτέρα τοπική διοίκησις, ο Δήμος, το εν χωρίον του οποίου απέχει πολλάκις ολοκλήρους ώρας από του άλλου και εις ουδεμίαν μετά τούτου ευρίσκεται κοινότητα συμφερόντων, δεν ήτο δυνατόν να διαπαιδαγωγήση τον πολίτη όπως ούτος αντιληφθή την συνταύτισιν του ατομικού συμφέροντος προς το τοπικόν και προς το εθνικόν συμφέρον.
Οργανούντες ούτω τας κοινότητας κατά τρόπον μέλλοντα να μεταβιβάση εις αυτάς την θεραπείαν των τοπικών αναγκών, τας οποίας εκλήθη να εξυπηρετήση ο Δήμος, θέλομεν απαλλάξει τους αγροτικούς πληθυσμούς και από μιας μεγάλης δαπάνης δια την μισθοδοσίαν των δημοτικών αρχόντων, διότι αι κοινοτικαί αρχαί θα είναι αρχαί άμισθοι.
Είμαι άλλως τε βέβαιος, ότι συν τω χρόνω θα καλλιεργηθώσι και αθροιστικαί κοινότητες, έχουσαι όμως οργανικήν οντότητα και ζωή, των οποίων την σύστασιν θα παρέχη η ανάγκη εξυπηρετήσεως κοινού τινος σκοπού, είτε ούτος είναι η ανέγερσις σχολείου κοινού, η συντήρησις κοινού ναού η άλλου τινός σημαντικού κοινού έργου.
Αλλα συγχρόνως θέλει μεριμνήσει η Κυβέρνησις περί της εδραιώσεως της Δημοσίας ασφαλείας, ήτις είναι ο όρος άνευ του οποίου είναι αδύνατος η επωφελής απασχόλησις του Λαού εις τα έργα της παραγωγής. Θέλομεν επιδιώξει δια τούτο την αναδιοργάνωσιν της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας διά μετακλήσεως ξένων οργανωτών. Θέλομεν αποβλέψει δια συνταγματικής προστασίας της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων και ιδρύσεως σχολής προς κατασκευήν τοιούτων ν’ ασφαλίσωμεν όργανα διοικήσεως όχι μόνον χρηστής και αφατριάστου, αλλά και πεφωτισμένης εν ταυτώ.
Η Δικαιοσύνη θα προαχθή, βελτιουμένη δι’ εργασίας μεθοδικής δι’ ανακαινίσεως των διδακτικών κωδίκων, δια συντάξεως νέου Αστικού κώδικος και πολιτικής και ποινικής δικονομίας προς ταχείαν περαίωσιν των δικαστικών υποθέσεων.
Θα ληφθή φροντίς περί ελαττώσεως των ποινών ωρισμένων εγκληματικών πράξεων, αίτινες δια της αυστηρότητος αυτών καθιστώσι τους νόμους, πράγματι, ανεφαρμόστους. Θα μελετηθούν δε και τα ζητήματα της εγκληματικότητας των νέων δια προσωρινής αναστολής της πρώτης ποινής. Είναι επιτακτική επίσης η ανάγκη της τονώσεως της λαϊκής δικαιοσύνης, πρέπει να αυξηθή ο μισθός του Ειρηνοδίκου, μόνον αυτού επί του παρόντος, ως εκ του αδυνάτου, ένεκεν της οικονομικής καταστάσεως, γενικωτέρας αυξήσεως των μισθών όλων των δικαστικών, ήτις όμως επιβάλλεται και αυτή να γίνη βραδύτερον.
Η εκπαίδευσις καθυστερημένη όπως είναι, έχει ανάγκην της μεγαλειοτέρας στοργής εκ μέρους της Κυβερνήσεως. Ανάγκη να ληφθή μέριμνα δια την αρτίαν οργάνωσιν και ίδρυσιν του δημοτικού σχολείου των αγροτικών Κοινοτήτων, ο χρόνος της μέσης εκπαιδεύσεως, ανάγκη να αυξηθή κατά έν έτος, το Πανεπιστήμιον θα ενισχυθή οικονομικώς, λαμβανομένης όμως συγχρόνως φροντίδος περί επεκτάσεως των ετών της φοιτήσεως, ως και καθορισμού των ετησίων εξετάσεων.
Πάντα ταύτα τα μέτρα, όμως τα αφορώντα το Πανεπιστήμιον, θα εφαρμοσθώσι μετά πάροδον μιας τετρατίας, ίνα μη αδικηθώσιν οι ήδη εγγεγραμμένοι φοιτηταί, εγγραφέντες εν αγνοία των Κυβερνητικών τούτων μέτρων.
Η αρτιωτέρα ανασύνταξις των στρατιωτικών δυνάμεων της Χώρας θα είναι εν εκ των πρωταρχικών ζητημάτων της Κυβερνήσεως. Θα επιδιωχθή αύτη άνευ αναβολής και με τα ίδια χρηματικά ποσά τα και σήμερον προς τον σκοπόν τούτο διατιθέμενα. Δεν θα περιορίσωμεν τα ποσά ταύτα, θα φροντίσωμεν όμως να διαρρυθμίσωμεν κατά τρόπον πρακτικώτερον τας στρατιωτικάς δαπάνας, ώστε να εξασφαλίσωμεν την άμυναν της Χώρας ημών επαρκώς.
Προς τον σκοπόν αυτόν της λυσιτελεστέρας από κοινού ενεργείας των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων, η Κυβέρνησις απεφάσισε την συγχώνευσιν των δυο στρατιωτικών Υπουργείων εις εν Υπουργείον Πολέμου. Απεφάσισεν επίσης την πρόκλησιν οργανωτών ξένων δια πάντα κλάδον υπηρεσίας του Στρατού και του Στόλου. Η Κυβέρνησις έλαβεν επίσης μέτρα δια την περικοπήν πάσης ασκόπου δαπάνης, την περιστολήν πάσης καταχρήσεως και τον κανονισμόν των προμηθειών κατά τρόπον εξασφαλίζοντα τα συμφέροντα του Δημοσίου Ταμείου.
Είμεθα Κυβέρνησις κατ’ εξοχήν ειρηνική, διότι η Χώρα μας έχει ανάγκην μακράς περιόδου ησυχίας, όπως συνέλθη και προαχθή. Λαμβάνοντες επομένως μέτρα περί του Στρατού μας, δεν έχομεν σκοπούς επιθετικύς καθ΄οιουδήποτε.
Ολος ο κόσμος γνωρίζει μετά πόσης ειλικρινούς χαράς ο Ελληνικός Λαός εχαιρέτησε την Τουρκικήν μεταπολίτευσιν. Ουδ’ είναι ανεξήγητον το τοιούτον, λαμβανομένων υπ’ όψιν των μεγάλων συμφερόντων, άτινα έχομεν εν τη ομόρω επικρατεία· δικαιολογεί δε το τοιούτον αναμφιβόλως και το ενδιαφέρον, με το οιποίον παρακολουθούμεν τα εκεί συμβαίνοντα, επιδιώκοντες την άρσιν πάσης παρεξηγήσεως μετά της Τουρκίας, ως και των άλλων Λαών της Βαλκανικής, ούτως ώστε ν’ αναπτυχθή μεταξύ όλων δεσμός τοιούτος, δυνάμενος αργότερον να λάβη και άλλην μορφήν.
Ελπίζομεν και απεκδεχόμεθα επί του έργου ημών την συμπάθειαν όλου του πεπολιτισμένου κόσμου.
Τοιούτον εν γενικαίς γραμμαίς το πρόγραμμα της Κυβερνήσεως.
Εργον των πολιτικών ανδρών πρέπει να είναι η αλήθεια, έστω και πικρά και υποχρέωσις αυτών να σπεύδουν εις την ανάγκην να θυσιάσουν το πρόγραμμά των.
Το έργον της ανορθώσεως είναι χρόνιον και μακρόν· τ’ αποτελέσματα όμως θ’ αρχίσουν να φαίνωνται ευθύς άμα τη εφαρμογή του προγράμματος.
Γιώργος Μ.
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.