Εἶχα κάποτε μίαν γιαγιά, πολὺ ἄξια, ἱκανή καὶ δραστήρια.
Ὅταν ἦταν περίπου 60-65 ἐτῶν, κι ἐν ᾦ μάζευε ἐλιές ἀνεβασμένη σὲ ἕνα δένδρο, σπάει τὸ κλαδί καὶ ἡ γιαγιά εὑρέθῃ μὲ ἔνα θρυματισμένο πόδι. Ἀπὸ τότε, κι ἔως τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου της, βογγοῦσε, ὑποστηριζόταν ἀρχικῶς ἀπὸ Π κι ἐν συνεχείᾳ ἀπὸ μπαστούνι (τὴν περιβόητη «κατσουνίκα») καὶ γκρίνιαζε μὲ κάθε εὐκαιρία.
Κάποιαν στιγμή, κουρασμένη ἀπὸ τὴν διαρκή της γκρίνια, τῆς λέω:
«Γιαγιά, πάω νὰ ἀνοίξω ἕναν λᾶκκο γιὰ νὰ σὲ χώσουμε. Δὲν ἀντέχεσαι καὶ δὲν ἀντέχεις!»
Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε φυσικὰ τὸ τὶ ἀκολούθησε. Βρισιές, κατᾶρες, ἀπειλές, φωνές, τσιρίδες καὶ στὸ τέλος τὸ καταπληκτικό: «Νὰ πᾶς ἐσὺ νὰ χωθῇς στὸν λᾶκκο. Ἐγὼ ἔχω χρόνους ἐμπρός μου!»
Καί πράγματι εἶχε. Μόνον ποὺ ἐξακολουθοῦσαν οἱ χρόνοι της νὰ εἶναι μαῦροι κι ἄραχνοι ἀπὸ γκρίνια, πόνους καὶ δυσκολίες στὴν κίνησι. (Βέβαια, κανένας πόνος δὲν τὴν ἐμπόδιζε ἀπὸ τὸ νὰ παραμένῃ ἀεικίνητη! Δὲν ξέρω πῶς τὸ κατάφερνε!)
Γιατί σᾶς διηγήθηκα αὐτό τὸ περιστατικό;
Διότι συνέβῃ κάτι πρὸ δύο ἡμερῶν ποὺ μοῦ τὸ θύμισε!
Ἤμασταν μαζεμένοι ἀρκετοὶ φίλοι σὲ κάποιο σπίτι.
Ξέρετε… Κρασάκι, μεζεδάκι, κουβεντούλα…
Τί τήν θέλαμε τήν κουβεντούλα ὅμως; Τί;
Διότι αὐτὴν ἡ κουβεντούλα παρὰ λίγο νὰ γίνῃ καυγάς! Καὶ τὶ καυγάς!
Ἂς πάρω ὅμως τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή καλλίτερα.
Δεξιά μου κάθονταν οἱ φίλες μου Στεφανία καὶ Μάρω. Ἀριστερά μου ὁ σύντροφός μου.
Ἡ ἐπικαιρότης μονοπωλοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον τῆς παρέας.
Ἀλλὰ ποιά ἐπικαιρότης;
Ἡ γνωστή φυσικά! Αὐτὴ ποὺ ἐὰν τὴν παρακολουθῇς πέφτεις σὲ βαρειὰ κατάθλιψι. Δὲν τὸ ἀποφεύγεις!
Κάποιαν στιγμὴ μοῦ ἦλθε μία ἰδέα. Ἄκουγα τὸν Παναγιώτη μας νὰ γκρινιάζῃ γιὰ τὴν κατάστασι καὶ γιὰ τὶς δυσοίωνες ἡμέρες ποὺ μᾶς ξημερώνουν.
Τότε τὸν ἐρώτησα γιὰ τὶς προβλέψεις του. Ὅταν τελείωσε ὁ Παναγιώτης ἐρώτησα τὸν Δημήτρη, τὸν Ἀντώνη, τὴν Ἰσμήνη, τὴν Ἄννα…. Γενικῶς, τὸ «ἔπαιξα» λίγο ἀνακριτής.
Τοὺς ἐρώτησα ὅλους, πλὴν Στεφανίας καὶ Μάρως. Ἤξερα τὶς θέσεις τους καὶ τὰ πιστεύω τους.
Τὰ συμπεράσματα τῶν προβλέψεων;
Σκοτάδι! Φόβος! Μαυρίλα! Καταχνιά! Ἀπελπισία! Τρόμος!
Τότε σηκώθηκα, πῆρα ἕνα τραπεζομάχαιρο καὶ τὸ ἔθεσα στὴν μέσι τοῦ τραπεζιοῦ λέγοντας:
«Πᾶρε τὸ μαχαίρι καὶ κόψε τὶς φλέβες σου! Ἐὰν θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ πράγματα ἔτσι, δὲν ἔχεις κανέναν λόγο νὰ ἐξακολουθήσῃς νὰ ζῇς!»
Τὸ πίστευα. Θυμήθηκα καὶ τὴν γιαγιά μου αὐτομάτως. Τό ἴδιο οὐσιαστικῶς δέν τῆς εἶχα πεῖ πρὸ εἴκοσι ἐτῶν; Ἤξερα τὴν ἀπάντησι τῆς γιαγιᾶς μου. Ἤξερα καὶ τὴν ἀπάντησι τῶν φίλων.
Οὐσιαστικῶς οὐδεῖς ἀπήντησε. Μὲ κύτταξαν ξαφνιασμένοι καὶ προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν συζήτησι.
Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα παρέμενε. Εἶχε ἐπὶ τέλους προσδιοριστεῖ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ οἱ περισσότεροι ἐξ ἡμῶν ἔχουμε κάνει πλέον τρόπο ζωῆς τους.
Δὲν βλέπουμε τὸ αὔριό μας μὲ αἰσιοδοξία. Δὲν περιμένουμε τίποτα καλό! Δὲν βλέπουμε φῶς στὴν ἄκρη τῆς σήραγγος! Πορευόμαστε σκυφτοί, νικημένοι, ἀπέλπιδες! Τέλμα, φόβος, ἀπογοήτευσις, κατάθλιψις, ἀνασφάλεια, ἀδιέξοδα…Δὲν Ὑπάρχει πλέον καμμία ἐλπίδα. Πέθανε μαζὺ μὲ τὰ ὄνειρα μας.
Καί δὲν εἶναι αὐτό ὅ,τι καλλίτερο μᾶς ἔχει συμβεῖ ἔως σήμερα;
Δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε ἐπὶ τέλους πὼς ὅλο αὐτὸ ποὺ ξέραμε πέθανα πρὸ κειμένου νὰ γεννηθῇ τὸ νέο; Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκοποῦμε ἀπὸ ὅσα ἔως σήμερα θεωρούσαμε ὡς θέσφατα καὶ νὰ πιάσουμε νὰ δομοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή τά πάντα;
Οἰ γέφυρες ἔπεσαν! Τέλος! Τὰ καράβια βούλιαξαν! Ἐλπίδα ἐπιστροφῆς δὲν ὑφίσταται! Μᾶς τελείωσε! Δὲν τὴν χρειαζόμαστε.
Σαφῶς καὶ εἶναι ἄγνωστο ὅλο αὐτὸ ποὺ ἔρχεται. Ἀλλὰ εἶναι καὶ κι ὠραῖο. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν θὰ χρησιμοποιῇ τίποτα ἀπὸ ὅσα μᾶς κατέστρεφαν καὶ μᾶς κρατοῦσαν δεσμίους στὰ πάθη μας.
Ἐὰν δὲν μπορῇς νὰ τὸ ἀντιμετωπίσῃς φίλε μου, ὅποιος κι ἐὰν εἶσαι, πᾶρε τὸ μαχαίρι καὶ κόψε τὶς φλέβες σου. Μᾶς κρατᾶς ὅλους δεσμίους. Μᾶς καθυστερεῖς. Δέν τό ἀντιλαμβάνεσαι; Λειτουργεῖς ὡς βαρίδι, ὡς ἄγκιστρο, ὡς ἁλυσίδα. Κι ἐμεῖς, ὅλοι αὐτοὶ ποὺ πιάσαμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε πὼς εἶναι ἄλλο ἡ ζωὴ κι ἄλλο ὁ βίος, θέλουμε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ κάθε ἁλυσίδα. Τὸ ἐμπρός, τὸ ὄνειρο, τὸ καλλίτερο αὔριο γιὰ κάθε Ἕλληνα καὶ κάθε ἄνθρωπο εἶναι ἐμπρός μας. Καὶ δὲν κτίζεται μὲ κλάματα, φόβους καὶ ἀνασφάλειες. Ἢ θὰ τολμήσουμε ὅλοι μας νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ καβούκι μας, νὰ πορευθοῦμε παρέα, νὰ ἀναδομήσουμε τὰ πάντα ἢ θὰ τὸ κάνουν μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀντέχουν. Ὅσοι εἶναι. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς πάντα λίγοι ἤμασταν.
Καὶ πάντα νικούσαμε διότι δὲν ὑπῆρχε ἐπιστροφή.
Ἡ μάχη ποὺ ἔρχεται θὰ εἶναι καθοριστική! Θὰ νικήσουν μόνον ὅσοι ἔχουν προετοιμαστεῖ γιὰ ἐτοῦτο. Καὶ προετοιμασμένοι θὰ εἶναι μόνον αὐτοὶ ποὺ βλέπουν τὴν νίκη ὡς δεδομένον. Ὅσοι ἔχουν ἀμφιβολίες, ἀνασφάλειες, φοβίες δὲν θὰ καταφέρουν νὰ «περάσουν» στὴν ἄλλην πλευρά. Μόνον ἐὰν παραμείνουμε σίγουροι καὶ προσηλωμένοι στὸ ἀποτέλεσμα, θεωρῶντας πὼς θὰ νικήσουμε, μόνον τότε θὰ νικήσουμε.
Καὶ ξέρετε, αὐτὴ ἡ μάχη θὰ εἶναι πολὺ περίεργη. Δὲν χρειάζεται μεγάλους «στρατούς». Οὔτε πλήθη. Οὔτε γενικῶς βασίζεται σὲ ἀριθμητικὲς ὑπεροχές. Σὲ αὐτὴν τὴν μάχη θὰ μποῦν μόνον ὅσοι ἔχουν πεισθεῖ πὼς θὰ νικήσουν. Καὶ θὰ νικήσουν. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ φοβισμένοι, οἱ μουδιασμένοι, οἱ ἀμφισβητίες δὲν θὰ μποῦν στὴν μάχη. Ξέρουν τὸ γιατί. Τὸ γνωρίζουν βαθύτατα μέσα τους.
Πᾶρε λοιπὸν τὸ μαχαίρι καὶ κόψε τὶς φλέβες σου φίλε μου. Ἐὰν δὲν μπορῇς νὰ ὀνειρευτῇς, νὰ γίνῃς κομμάτι αὐτοῦ ποὺ ἔρχεται, μὴν πασχίζῃς νὰ κρατήσῃς αὐτοὺς ποὺ ἤδη ξεκίνησαν στὸ δικό σου σημεῖο. Κακὸ κάνεις. Ἢ ὀρθότερα, καλὸ δὲν κάνεις.
Σκέψου φίλε μου.
Σκέψου. Αὔριο ξημερώνει μία καλλίτερη ἡμέρα. Θὰ τὴν ζήσῃς ἤ ὄχι;
Μὲ εἰλικρινὴ ἀγάπη,
Φιλονόη.
Σημείωσις:
Ἡ πρὸ χθεσινὴ βραδιά ἦταν γεμάτη νευρικότητα. Καταλήξαμε κάπως πικραμένοι ὅλοι μας. Κι αὐτοὶ ποὺ αἰσθάνονται τὸ αὔριο καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται. Δὲν εἶπα ὅσα εἶπα γιατί εἶμαι θυμωμένη μὲ κάποιους. Ἀντιθέτως. Τοὺς σέβομαι, τοὺς ἐκτιμῶ καὶ τοὺς ἀγαπῶ βαθύτατα. Ἀλλὰ πιστεύω πὼς ἡ στιγμὴ τῶν ἀποφάσεων ἔχει ἢδη φθάσει.
Σχόλια
Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.