Select Menu


Μεθαύριο Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου, θα διεξαχθεί στην Ιταλία ένα συνταγματικό δημοψήφισμα. Θα είναι το 68ο δημοψήφισμα από το 1974 και μετά, ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός.

Το Ιταλικό Σύνταγμα του 1947 γράφτηκε με μία λογική αντίθετη στην φασιστική αντίληψη του ισχυρού ηγέτη. Έτσι περιέγραφε μια πολιτεία (republic) στην οποία το κοινοβούλιο κατείχε κεντρικό ρόλο. Υπήρξε πρόβλεψη για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος αλλά μόνο ως εξαίρεση στο γενικό κανόνα που περιέγραφε ένα ισχυρό κοινοβούλιο.

Παρόλα αυτά, η Ιταλία αποτελεί την δεύτερη χώρα σε αριθμό δημοψηφισμάτων στον Δυτικό κόσμο, μετά φυσικά από την Ελβετία. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ιταλία είναι η μοναδική Δυτική χώρα (και πάλι, εξαιρώντας την Ελβετία) στην οποία μπορούν να προκαλέσουν δημοψήφισμα οι πολίτες. Το παραπάνω ισχυροποιεί την θέση που θεωρεί ως πιθανότερο να προκληθεί δημοψήφισμα όταν αυτό μπορεί να ζητηθεί από τους πολίτες μέσω συλλογής υπογραφών, παρά αν η προκήρυξή του εξαρτάται αποκλειστικά από την κυβέρνηση.

Το άρθρο 138 του Ιταλικού Συντάγματος προβλέπει πως 500.000 ψηφοφόροι, ή το 1/5 των μελών ενός εκ των δύο νομοθετικών σωμάτων (η Ιταλία διαθέτει διθάλαμο νομοθετικό σώμα), ή πέντε περιφερειακά συμβούλια μπορούν να απαιτήσουν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος ενάντια σε συνταγματικές αλλαγές, εκτός αν αυτές έχουν πετύχει πλειοψηφία 2/3 στην δεύτερη ψηφοφορία και των δύο νομοθετικών σωμάτων. Το 2001 είχαμε το πρώτο δημοψήφισμα του είδους αυτού, στο οποίο οι Ιταλοί αποφάσισαν για το αν επιθυμούν αλλαγές στο Σύνταγμα οι οποίες έδιναν περισσότερες αρμοδιότητες στις περιφέρειες για θέματα σχετικά με την αγροτική παραγωγή, την εκπαίδευση, το σύστημα υγείας και την φορολογία, αλλαγές οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τον Ιταλικό λαό. Αντίθετα το 2006 η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι πρότεινε την τροποποίηση 57 άρθρων του Συντάγματος κάτι το οποίο απορρίφθηκε από τους πολίτες της Ιταλίας. Το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου θα αποτελεί το τρίτο κατά σειρά αυτού του είδους.


Το άρθρο 132 αναφέρεται σε δημοψήφισμα το οποίο μπορεί να μεταβάλει τα σύνορα μίας περιφέρειας.

Το άρθρο 123 ορίζει την διαδικασία μέσω της οποίας διεξάγονται τοπικά δημοψηφίσματα.

Τέλος, το άρθρο 75 δίνει την δυνατότητα στους Ιταλούς πολίτες να ασκήσουν βέτο στο νομοθετικό έργο των αντιπροσώπων του και να ακυρώσουν ένα νόμο. Από την δυνατότητα αυτή εξαιρούνται νόμοι που αφορούν την φορολογική πολιτική, αμνηστίες και την επικύρωση διεθνών συνθηκών. Για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος απαιτείται η συλλογή 500.000 υπογραφών ή η απαίτηση πέντε περιφερειακών συμβουλίων. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Ελβετία και τις αμερικανικές πολιτείες, η πρόταση για ακύρωση δεν είναι απαραίτητο να γίνεται για ολόκληρο τον νόμο, αλλά μπορεί να αφορά συγκεκριμένα άρθρα ή προτάσεις του. Μία ακόμα διαφορά της ιταλικής εκδοχής του ακυρωτικού δημοψηφίσματος, μοναδική σε όλο τον κόσμο, είναι το ότι μπορεί να ακυρωθεί νόμος ο οποίος έχει ψηφιστεί ακόμα και δεκαετίες πριν.

Η πρόταση Ρέντσι


Οι αλλαγές για τις οποίες θα ψηφίσουν οι Ιταλοί πολίτες προτάθηκαν από τον πρωθυπουργό Ματέο Ρέντζι και το κεντρο-αριστερό του κόμμα. Παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά στην Βουλή των αντιπροσώπων (Chamber of Deputies) στις 8 Απριλίου 2014 και μετά από ένα πλήθος αλλαγών τόσο από την Βουλή όσο και από την Γερουσία της Δημοκρατίας (Senate of the Republic), έλαβαν την πρώτη έγκριση από την Βουλή στις 13 Οκτωβρίου 2015 και από την Γερουσία στις 11 Ιανουαρίου 2016. Η Βουλή ενέκρινε για δεύτερη φορά τις αλλαγές στις 20 Ιανουαρίου 2016 και η Γερουσία αντίστοιχα στις 12 Απριλίου 2016.

Σύμφωνα με το άρθρο 138, οι αλλαγές θα μπορούσαν να εγκριθούν μόνο μέσω δημοψηφίσματος, αφού στην δεύτερη φάση της έγκρισης τους δεν κατάφεραν να πετύχουν την υποστήριξη από τα 2/3 του κάθε νομοθετικού σώματος.

Αν οι αλλαγές γίνουν αποδεκτές στο δημοψήφισμα της Κυριακής θα αποτελούν την περισσότερο σημαντική συνταγματική αλλαγή στην ιστορία της χώρας από την κατάργηση της μοναρχίας και μετά. Οι υποστηρικτές των αλλαγών πιστεύουν πως έτσι θα βελτιωθεί αισθητά το ασταθές πολιτικό σύστημα της χώρας ενώ όσοι αντιτάσσονται εκτιμούν πως οι αλλαγές αυτές θα κάνουν την κυβέρνηση πολύ ισχυρή.

Για να κατανοήσουμε την ισχύ και ίσως το νόημα των προτεινόμενων αλλαγών θα πρέπει να δούμε εν συντομία τι ισχύει μέχρι τώρα στην γειτονική χώρα. Το Ιταλικό κοινοβούλιο είναι ένα απόλυτα συμμετρικό διθάλαμο νομοθετικό σώμα, το οποίο αποτελείται από την Γερουσία της Δημοκρατίας (ή κάτω βουλή) και την Βουλή των αντιπροσώπων (ή άνω βουλή). Η Γερουσία αποτελείται από τουλάχιστον 315 μέλη ενώ η βουλή από 630 αιρετά μέλη.


– Τα δύο σώματα εκλέγονται ταυτόχρονα και για την ίδια θητεία πέντε ετών.

– Η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη και των δύο σωμάτων.

– Κάθε νόμος οφείλει να περάσει και από τα δύο σώματα με ακριβώς την ίδια διατύπωση. Κάθε φορά που ένα σώμα προτείνει μία αλλαγή, αυτή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή και από το άλλο σώμα, έχοντας συχνά σαν αποτέλεσμα μία αέναη διαδικασία.

Οι προτάσεις του Ρέντζι στρέφονται κυρίως προς μία κατεύθυνση αποδυνάμωσης του απόλυτα συμμετρικού διθάλαμου νομοθετικού μηχανισμού, μέσα από την μείωση των μελών και την σημαντική αποδυνάμωση των εξουσιών της Γερουσίας. Εκτός της ακύρωσης του ρόλου της Γερουσίας, οι μεταρρυθμίσεις αφορούν και αλλαγές στον εκλογικό νόμο, οι οποίες θα δώσουν στο κόμμα το οποίο επικρατεί στις εκλογές για την Βουλή των αντιπροσώπων αυξημένο αριθμό θέσεων, επιτρέποντας έτσι την δημιουργία ισχυρών κυβερνήσεων.

Αναλυτικότερα, όσο αφορά τις αλλαγές έχουμε τα εξής:

– Η Γερουσία εκπροσωπεί τις περιφέρειες. Μοιράζεται την νομοθετική διαδικασία με την Βουλή των αντιπροσώπων αλλά η ψήφος της είναι απαραίτητη μόνο για νόμους που αφορούν ειδικά θέματα. Για όλους τους υπόλοιπους νόμους, η ψήφος της Γερουσίας είναι προαιρετική και μπορεί να παρακαμφθεί από μία δεύτερη ψηφοφορία της Βουλής.

– Ο αριθμός των Γερουσιαστών μειώνεται δραματικά, από τους περισσότερους από 315 σε 100 συν τους πρώην προέδρους της δημοκρατίας, που αποτελούν ισόβια μέλη του σώματος.

– Η νομοθετική διαδικασία διακρίνεται σε δύο διαδικασίες. Στην πρώτη αποφασιστικό ρόλο έχει μόνο η βουλή των αντιπροσώπων με την Γερουσία να έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Στην δεύτερη απαιτείται και η συμφωνία της Γερουσίας.

– Οι μεταρρυθμίσεις αλλάζουν επίσης την διανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του κεντρικού κράτους και των περιφερειών. Έτσι η λογική των παράλληλων αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με την οποία το κεντρικό κράτος ορίζει τις βασικές αρχές και οι περιφέρειες νομοθετούν σύμφωνα με αυτές, καταργείται. Έτσι πλέον οι αρμοδιότητες χωρίζονται σε αυτές που αποφασίζονται από την κεντρική πολιτική σκηνή και άλλες για τις οποίες είναι αρμόδιες οι περιφέρειες. Η κυβέρνηση θα έχει το δικαίωμα να προτείνει νόμους στο νομοθετικό σώμα για θέματα που δεν είναι αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους, όταν έτσι προστατεύεται η δικαστική και οικονομική ενότητα της χώρας ή όταν, με τον τρόπο αυτό, προστατεύεται το εθνικό συμφέρον.

– Το Εθνικό Συμβούλιο Οικονομικών και Εργασίας καταργείται.

– Οι επαρχίες, ως διοικητικές οντότητες, αφαιρούνται από το Σύνταγμα, εκτός των αυτόνομων επαρχιών του Bolzano και Trento.

– Η πλειοψηφία που απαιτείται για την εκλογή προέδρου αυξάνεται στα 3/5 των μελών του κοινοβουλίου μετά τον τρίτο γύρο και αλλάζει στα 3/5 των ψήφων μετά τον έκτο γύρο των ψηφοφοριών.

– Δύο δικαστές του Συνταγματικού δικαστηρίου επιλέγονται από την Γερουσία και τρεις από την βουλή των αντιπροσώπων. Μέχρι τώρα το κοινοβούλιο σε κοινές συνεδριάσεις εξέλεγε πέντε δικαστές.

– Μια νομοθετική πρωτοβουλία με την υποστήριξη 150.000 πολιτών θα πρέπει υποχρεωτικά να συζητείται στο κοινοβούλιο. Μέχρι τώρα αρκούσαν 50.000 υπογραφές αλλά το κοινοβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να συζητήσει την πρόταση.

– Όταν ένα δημοψήφισμα καλείται από περισσότερους από 800.000 πολίτες, το αποτέλεσμα του μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο με χαμηλότερο όριο συμμετοχής από ό,τι ισχύει σήμερα. Έτσι, αν η συμμετοχή στο δημοψήφισμα είναι μεγαλύτερη από το μισό της συμμετοχής στις τελευταίες γενικές εκλογές, το αποτέλεσμα του θεωρείται έγκυρο.

– Οι εκλογικοί νόμοι θα πρέπει πριν την ψήφιση τους να ελέγχονται από το Συνταγματικό δικαστήριο.

– Η βουλή των αντιπροσώπων μπορεί μόνη της να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση πολέμου.

Οι αντίπαλοι των προτάσεων Ρέντζι δηλώνουν πως:

– Οι μεταρρυθμίσεις προτάθηκαν από τον κυβερνητικό συνασπισμό του Ρέντζι χωρίς να έχει υπάρξει συναίνεση μεταξύ ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων.

– Η αναθεωρημένη Γερουσία δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τις περιφέρειες λόγω της αποδυνάμωσης της και του τρόπου εκλογής των Γερουσιαστών, ο οποίος προωθεί την κομματική εκπροσώπηση και όχι την εκπροσώπηση των τοπικών συμφερόντων. Ο αριθμός των Γερουσιαστών έχει μειωθεί δραματικά χωρίς να ληφθεί υπόψη ο ρόλος τους στην εκλογή μελών ανεξάρτητων οργάνων, όπως ο πρόεδρος της δημοκρατίας και το Συνταγματικό δικαστήριο.

– Οι πολλαπλές διαδικασίες νομοθέτησης εμπεριέχουν τον κίνδυνο ασαφειών και συγκρούσεων.

– Οι κοινές περιφέρειες (σε αντίθεση με αυτές που έχουν αυξημένη αυτονομία) καταλήγουν να μην έχουν καμία ισχύ.

– Οι μεταρρυθμίσεις τονίζουν την μείωση του κόστους των δημόσιων οργανισμών αλλά αυτό γίνεται σε βάρος της αντιπροσώπευσης. Έτσι, το Εθνικό Συμβούλιο Οικονομικών και Εργασίας καταργείται χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για αντικατάσταση του από οργανισμό ο οποίος θα βοηθά στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτικών σωμάτων και της Ιταλικής κοινωνίας.

Η επόμενη ημέρα

Ο Ρέντζι έχει δηλώσει πως αν οι Ιταλοί δεν αποδεχθούν τις προτάσεις θα παραιτηθεί από την θέση του πρωθυπουργού και θα εγκαταλείψει την πολιτική. Αρκετά κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και εφημερίδες της Ιταλίας, τον κατηγόρησαν πως με αυτές τις δηλώσεις προσπαθεί να μετατρέψει ένα συνταγματικό δημοψήφισμα σε προσωπικό δημοψήφισμα (plebiscite) υπέρ της παραμονής του στην θέση του πρωθυπουργού.


Greekdimo

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top