Select Menu


Χρειαζόμαστε μια αναθεώρηση που όχι απλώς θα εξωραΐσει το Σύνταγμα, αλλά μια αναθεώρηση που θα συνιστά Ριζική Πολιτική Μεταρρύθμιση. Μια αναθεώρηση που να αφυπνίσει την κοινωνία, να την εμπνεύσει και να την επανασυνδέσει με την πολιτική, αφ’ ενός αναβαθμίζοντας τους θεσμούς και αφ’ ετέρου ενισχύοντας την συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα.

Τα κεφάλαια και τα άρθρα που θα απαρτίζουν το νέο Σύνταγμα θα πρέπει να διέπονται από μια έντονη διάθεση για μια καλύτερη και αμεσότερη δημοκρατία μέσω της άσκησης εξουσίας. Η αναθεώρηση του επομένως πρέπει να είναι στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης λαϊκής συμμετοχής, της διαφάνειας και της ανάληψης ευθύνης από τους πολιτικούς και τους πολίτες.

Προτάσεις θα υπάρξουν πολλές σε αυτή τη νέα Συντακτική διαδικασία, ας ξεκινήσουμε από εδώ με μερικές με κύριο στόχο την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και τον πλήρη διαχωρισμό των τριών βασικών εξουσιών: της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής.

Ενδεικτικά, τέτοιες αλλαγές μπορούν να είναι: 
  • α) Εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από τον πολίτη και όχι από τον πολιτικό. 
  • β) Δημοψηφίσματα, γενικά και τοπικά, με λαϊκή πρωτοβουλία. 
  • γ) Προτάσεις νόμων με λαϊκή πρωτοβουλία. 
  • δ) Αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας για συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. 
  • ε) Λαϊκή πρωτοβουλία για αναθεώρηση του Συντάγματος. 
  • στ) Εκλογή ξεχωριστά της κυβέρνησης και ξεχωριστά της Βουλής. 
  • ζ) Συνταγματικό Δικαστήριο. 
  • η) Δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων. 
  • θ) Απλή αναλογική. 
Και μερικές πιο συγκεκριμένες προτάσεις:

Ενίσχυση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας. 

Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποτελεί τον ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Ωστόσο, κατά το παρόν Σύνταγμα, οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του Προέδρου είναι περιορισμένες σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού και των Υπουργών. 

Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας διακρίνονται σε συμβολικές, ρυθμιστικές, νομοθετικές, διοικητικές και δικαστικές, είναι συγκεκριμένες, απαριθμούνται περιοριστικά στο Σύνταγμα και διέπονται: από τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 50 σύμφωνα με τον οποίο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει μόνο όσες αρμοδιότητες του αναθέτουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό και από τη ρήτρα του άρθρου 35 παρ. 1 σύμφωνα με την οποία, καμία πράξη του Προέδρου δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμοδίου Υπουργού εκτός από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται περιοριστικά στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου.Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελεί σήμερα μια εθιμοτυπική φιγούρα του πολιτικού μας συστήματος, όπου με λίγες και συγκεκριμένες πράξεις, εγγυάται τη σωστή λειτουργία των θεσμών.

Οι ερωτήσεις νομίζω είναι αυτονόητες πριν από μια Αναθεώρηση: Είναι δεδομένο πως η παραπάνω συνταγματική ρύθμιση η καλύτερη; Είναι δυνατόν να παρθούν μέτρα προς την ενίσχυση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας για την ορθότερη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος; Ή θα απ’τη στιγμή που ο θεσμός έχει- αποδεδειγμένα- φανεί σταθερός και λειτουργικός ν’αποφύγουμε κάθε μεταρρυθμιστική πράξη προς τα συγκεκριμένα άρθρα;

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο εν ισχύ Σύνταγμα της Ελλάδας έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

• Διεθνής παραστάτης, υπογραφή διεθνών συνθηκών
• Διορισμός πρωθυπουργού και κυβέρνησης
• Ανάθεση διερευνητικής εντολής
• Παύση της κυβέρνησης
• Σύγκληση της Βουλής, αναστολή εργασιών
• Διάλυση της Βουλής
• Έκδοση και δημοσίευση νόμων και διαταγμάτων
• Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (σ’έκτακτη ανάγκη)
• Προκήρυξη δημοψηφίσματος
• Διαγγέλματα
• Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων
• Χάρη και αμνηστία
• Κατάσταση πολιορκίας
• Άλλες δευτερεύουσες αρμοδιότητες (διορισμοί δημοσίων υπαλλήλων, εθιμοτυπικά, κλπ)

Ενώ με μια πρώτη ματιά κάποιος μπορεί να πει πως οι αρμοδιότητες είναι πολλές και καθοριστικές, πρέπει να διευκρινήσουμε πως σχεδόν όλες τους απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου (Κυβέρνησης) για την ισχύ τους. Ουσιαστικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βάζει την τυπική υπογραφή του για την επισημοποίηση των νομοθετημάτων/διαταγμάτων και δεν παίρνει μέρος καθόλου στην πολιτική σκηνή, όπως φυσικά απαιτεί το δόγμα μιας Προεδρευόμενης Δημοκρατίας.

Το πρόβλημα είναι πως η ισχυρότατη δέσμευση του ΠτΔ απ’τις πολιτικές του κόμματος/συνασπισμού που βρίσκεται στην εξουσία οδηγεί σε μια υπερβολική αποδυνάμωση του θεσμού, ακόμα και στις πιο εθιμοτυπικές του δραστηριότητες (όπως τα διαγγέλματα). Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε μόνο ένα Κοινοβούλιο, κάνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έρμαιο των αποφάσεων των βουλευτών της παράταξης που θα έχει εκείνη την περίοδο την πλειοψηφία, χωρίς σχεδόν καμία δυνατότητα αντιστάθμισης ή ρύθμισης των πεπραγμένων.

Τι ακριβώς θα πει «ρυθμιστής του Πολιτεύματος»; Τι μπορεί να γίνει σε μια μονοκοινοβουλευτική δημοκρατία όπως η δικιά μας (η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία) για να υπάρχει ένας πραγματικός έλεγχος των κινήσεων της Κυβέρνησης που με τον υπάρχον εκλογικό νόμο βγαίνει- μ’ελάχιστες εξαιρέσεις- ισχυρή σχεδόν για οποιαδήποτε νομοθετική αλλαγή;

Φυσικά δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να περάσουμε σ’ένα σύστημα Προεδρικής Δημοκρατίας όπως αυτό που έχει η Γαλλία. Οι εμπειρίες αυτής της μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας δείχνουν πως ένα ισχυρό διπολικό σύστημα μπορεί να δώσει περιόδους μεγάλης πολιτικής αστάθειας (η λεγόμενη cohabitation), κάτι που οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πράξη για τον ΠτΔ μας πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψην.

Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι η Κυβέρνηση να συνεχίσει- όπως είναι λογικό- να εκφράζει τη λαϊκή βούληση, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε μια θέση επίκρισης για το έργο της Βουλής και της Κυβέρνησης γενικότερα. Φυσικά για να έχουμε νομιμοποίηση ενός τέτοιου θεσμού θεωρώ πως είναι απαραίτητο (καιρός θα έλεγα!) να εκλέγεται ο ΠτΔ άμεσα απ’το λαό. Γιατί ο Ανώτατος Άρχοντας του κράτους να μη μπορεί να είναι πραγματικά ο εκλεκτός των Ελλήνων;

Μια τέτοια θεσμική αλλαγή θα νομιμοποιούσε και τυχόν αυξήσεις των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας που υπό τις υπάρχουσες συνθήκες έμμεσης εκλογής του δεν προβλέπεται να μεταρρυθμιστούν.

• Λόγου χάρη, γιατί να μην είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο άμεσος διατάκτης εκπόνησης δημοψηφισμάτων αν ένας αριθμός πολιτών (πχ το 30% του πληθυσμού) συλλέξει υπογραφές για την υπερψήφιση ή καταψήφιση ενός νομοσχεδίου ή νόμου αντίστοιχα;

• Γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Αρχηγός του Κράτους, να μη μπορεί να είναι πιο κοντά στο λαό απευθύνοντας διαγγέλματα μια φορά το χρόνο όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες;

• Γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μη μπορεί να μπορεί να αναπέμπει νόμους που υποπτεύεται αντισυνταγματικούς κατευθείαν σε κάποιο Ανώτατο Δικαστήριο (πχ το νέο «Συνταγματικό» που προβλέπεται) για την άμεση και τελεσίδικη κρίση τους;

• Τέλος, γιατί ο ΠτΔ να μη μπορεί να επανεκλέγεται πάνω από μια φορά αν ο λαός τον επιλέγει;

Καμία απ’τις παραπάνω αυξημένες αρμοδιότητες δεν θα δυσχαιρέναν το έργο της Κυβέρνησης καθότι δεν θα ήταν «εκτελεστικές». Ο ΠτΔ απλά ως εγγυητής των θεσμών και εκφραστής όλων των Ελλήνων αναλαμβάνει να κινήσει τις διαδικασίες για την εξακρίβωση της λαϊκής θέλησης και νομιμότητας των πεπραγμένων.

Κατάργηση του εκλογικού ορίου του 3%

Το εκλογικό όριο του 3% για την είσοδο στην Βουλή προβλέπεται στο άρ. 99 παρ. 1 π.δ. 26/2012.

Το εκλογικό αυτό όριο όμως είναι αντισυνταγματικό, πρώτα και κύρια επειδή παραβιάζει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι! Ενώ δηλαδή υποκριτικά ο νόμος συμπεριλαμβάνει και τους μεμονωμένους υποψηφίους, στην πραγματικότητα για να υπερβή ένας μεμονωμένος υποψήφιος το 3% απαιτούνται τα αδύνατα.

Η μόνη περίπτωση υπό το παρόν καθεστώς του πήχεος στο 3% για εκλογή μεμονωμένου υποψηφίου είναι η επιτυχία του σε μία από τις μονοεδρικές περιφέρειες, όπου το εκλογικό σύστημα είναι το πλειοψηφικό (με αποτέλεσμα μάλιστα τα αδιάθετα υπόλοιπα ψήφων των υπόλοιπων κομμάτων να μην συνυπολογίζωνται σε κάποια επόμενη κατανομή, αλλά να παραπέμπωνται πάραυτα στα σκουπίδια). Περιττό να πω ότι αυτό ποτέ δεν έχει γίνει μέχρι τώρα.

Να μην λησμονούμε επίσης την ύποπτη ιστορία του εκλογικού ορίου, το οποίο εισήχθη το πρώτον όχι για λόγους κυβερνητικής ευστάθειας, αλλά στην πραγματικότητα για να αποκλείση ακριβώς την αυτόνομη εκλογή μουσουλμάνων, διάβαζα Τούρκων, βουλευτών στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης. 

Αυτό είχε συμβή για πρώτη φορά στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-90, που διεξήχθησαν με αναλογικώτερο εκλογικό σύστημα από το σύνηθες, τον γνωστό Κουτσονόμο του +1. Μόλις το πολιτικό σύστημα συνειδητοποίησε ότι οι συγκεκριμένοι εντολείς μπόρεσαν να εκλέξουν βουλευτές έξω από το κομματικό μαντρί, επινόησε το αυθαίρετο όριο του 3%. Με αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι βουλευτές έκτοτε να εκλέγωνται μεν, αλλά μεμανδρωμένοι!

Επιπλέον, το εκλογικό όριο του 3% συναποτελεί μαζί με το εκλογικό βραβείο των 30/40/50/ έχει ο Θεός εδρών στο πρώτο κόμμα το ένα από τα δύο σκέλη του θηρίου που αποκαλείται ευφημιστικά “ενισχυμένη αναλογική”. Τα είπαμε, να μην τα ξαναλέμε.

Αυτές όμως οι συνταγματικές αντιρρήσεις είναι και γνωστές και οφθαλμοφανείς. Θέλω τώρα να περάσω σε μια τρίτη:

Το εκλογικό όριο του 3% δεν νοθεύει απλώς την ισοτιμία της ψηφου, αλλά και τον ελεύθερο εκλογικό ανταγωνισμό.

Οι εκλογικοί νόμοι δεν νομοθετούνται εν κενώ. Απεναντίας, οι νομοθέτες τους προβλέπουν ή νομίζουν ότι προβλέπουν ποιο κόμμα θα είναι πρώτο. Ενώ όμως το εκλογικό βραβείο στο πρώτο κόμμα θα μπορούσε να δικαιολογηθή με το επιχείρημα ότι, τέλος πάντων, όλα τα κόμματα μπορούν να γίνουν πρώτα ή, έστω, περισσότερα του ενός κόμματα έχουν κάθε φορά βάσιμες ελπίδες να το πετύχουν, το εκλογικό όριο λειτουργεί πολύ διαφορετικά: εξ αντικειμένου και εξ ορισμού συνιστά εμπόδιο εισόδου στην αγορά.

Τα υφιστάμενα κοινοβουλευτικά κόμματα λοιπόν συνασπίζονται και συμφωνούν από κοινού εμπόδια εισόδου στην εκλογική αγορά για κάθε πιθανό μελλοντικό ανταγωνιστή τους. Φυσικά, δεν το περιγράφουν με αυτούς τους όρους, αλλά επικαλούνται ωραίες ιδέες, όπως την κυβερνητική ευστάθεια, προκειμένου να δικαιολογήσουν την προσοδοθηρία τους. Η πραγματικότητα όμως δεν μεταβάλλεται.

Μετά ταύτα, τάσσομαι υπέρ της κατάργησης του πήχεος του 3%. Το μόνο όριο που πρέπει να υπάρχη είναι εκείνο που προκύπτει από καθαρά τεχνικούς λόγους, ήτοι τον πεπερασμένο αριθμό των βουλευτών και την αδυναμία τεμαχισμού τους. Με άλλα λόγια, ένα 1/300% = 0,33% της έγκυρης ψήφουπρέπει να αρκή για την εκλογή βουλευτή.

Βουλευτικές εκλογές με λίστα υποψηφίων όλων των κομμάτων

Ο εκλογέας θα μπορεί να διαλέξει απο ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο τους βουλευτές που θα εκπροσωπούν την περιφέρειά του ανάμεσα σε όλους τους υποψηφίους, όλων των κομμάτων.

Κατα αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η απλή αναλογική, καθώς μεγάλο ρόλο θα παίζει ο σταυρός προτίμησης, αφού περισσότερα κόμματα θα μπορούν να πάρουν έδρες στην ίδια περιφέρεια. 

Μερικά παραδείγματα που θα επέφερε αυτή η αλλαγή: 

1. Τα μικρα κομματα των 2-5 βουλευτων θα ειχαν φωνη στο κοινοβουλιο και στα ΜΜΕ οποτε θα αλλαζε η πληροφοριση του κοσμου. 

2. Οι ψηφοφοροι θα απομακρυνονταν απο την λογικη της χαμενης ψηφου και της μαζικης αποχης λογω της ευκολιας τους να βγαλουν καποια δυναμη στη βουλη, οποτε τα ποσοστα θα ηταν εξ αρχης διαφορετικα. 

3 Η αυστηρη κομματικη πειθαρχια των μεγαλων κομματων θα επιβαλοταν δυσκολα, μιας και οι διαφορετικες φωνες δεν θα φοβοντουσαν τον αποκλεισμο απο την βουλη, αρα ειτε θα τους επερναν υποψη ειτε θα εφευγαν δημιουργωντας καινουργιους συσχετισμους δυναμης στην βουλη. 

Με την απλή αναλογική λοιπόν, το πρώτο κόμμα θα έχανε το μπόνους των 50 βουλευτών που παίρνει σήμερα και θα αναγκαζόταν να σχηματίσει κυβέρνηση σε συνεργασία με άλλα κόμματα. 

Αυτό θα οδηγούσε αναγκαστικά σε συγκλίσεις πολιτικές, σε συνεργασίες, σε εξεύρεση κοινών θέσεων, με λίγα λόγια σε συμφωνίες επί των ουσιαστικών ζητημάτων. Και αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα. Διότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, το Κοινοβούλιο πρέπει να πάρει κρίσιμες αποφάσεις που αλλάζουν όλα όσα ξέραμε και ο πολιτικός κόσμος πρέπει να διαλέξει προς τα πού θα κατευθύνει τους πολίτες.

Συνταγματικό Δικαστήριο

Η ίδρυση και λειτουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα εξορθολογήσει το δικαιοδοτικό σύστημα της Χώρας και θα ενισχύσει το κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών ελευθεριών.

Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα επικρατεί το καθεστώς του διάχυτου αλλά παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας: κάθε δικαστής, από τον κατώτατο έως τον πρόεδρο των ανώτατων υποχρεούται να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (διάχυτος έλεγχος). Η εξέταση όμως αυτή είναι «παρεμπίπτουσα», που σημαίνει ότι ο πολίτης δεν μπορεί να στραφεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ευθέως κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου, αλλά ο έλεγχος συνταγματικότητας γίνεται μόνο στο πλαίσιο μιας διαφοράς που συνοδεύεται και από άλλα αιτήματα (αποζημίωση, ακύρωση πράξης, διάγνωση έννομης κατάστασης, υπεράσπιση κλπ). Δηλαδή με το ισχύον σύστημα ο πολίτης δεν έχει το δικαίωμα μιας «συνταγματικής προσφυγής», ώστε να βάλλει ευθέως κατά του νόμου που μπορεί να τον θίγει. Μια τέτοια δυνατότητα δίνεται κατά το μοντέλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχει αναπτυχθεί στις έννομες τάξεις άλλων χωρών. Δεν θα σταθώ όμως σε αυτό το θέμα, γιατί θέλω να εξετάσω το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου που ενισχύεται με την ίδρυση ΣΔ.

Με το ισχύον σύστημα, για να έχουμε μια τελειωτική απόφαση, η οποία καθιστά ανενεργό μια αντισυνταγματική διάταξη, πρέπει η υπόθεση να έχει φτάσει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο(άρθρο 100 Σ.). Οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την αντισυνταγματικότητα (του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των κατώτατων δικαστηρίων), απλώς περιστασιακά μπορεί να κρίνει ότι μια διάταξη είναι αντισυνταγματική και να μην την εφαρμόσει στην προκειμένη –και μόνο!- υπόθεση. Το οποίο σημαίνει ότι ένα άλλο δικαστήριο, λόγω της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της μη δέσμευσης από τη νομολογία, μπορεί να κρίνει αντίθετα και να θεωρήσει ότι η διάταξη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, δημιουργώντας στην πράξη μια βαθύτατη ανισότητα κρίσης και μάλιστα με συνταγματικής φύσεως διακυβεύματα. Ακόμη κι όταν το ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματική μια διάταξη, ο κάθε ειρηνοδίκης έχει το δικαίωμα να κρίνει αλλιώς αν μια υπόθεση αχθεί εμπρός του με το ίδιο αντικείμενο! Μόνο το ΑΕΔ μπορεί να αποφανθεί τελειωτικά και δεσμευτικά για τους υπόλοιπους δικαστές, εκτοπίζοντας τη διάταξη στη σφαίρα του ανεφάρμοστου.

Τι πρέπει να προηγηθεί όμως για να φτάσει μια υπόθεση στο ΑΕΔ, ώστε να έχουμε μια ασφαλή τελειωτική απόφαση για το θέμα της συνταγματικότητας; Πρέπει να έχει προηγηθεί «σύγκρουση»αποφάσεων των ανώτατων δικαστηρίων για το ίδιο ζήτημα. Δηλαδή πρέπει να έχει αποφανθεί διαφορετικά το ΣτΕ ή/και ο Άρειος Πάγος ή/και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Άρα, για να αχθεί μια υπόθεση ενώπιον του ΑΕΔ πρέπει ένας πολίτης να έχει πάει την υπόθεσή του στο ΣτΕ ή / και ένας άλλος (ή και ο ίδιος) στον ΑΠ ή στο ΕλΣυν και να έχουν αποφανθεί διαφορετικά αυτά τα δικαστήρια. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει η ίδια υπόθεση να εμπίπτει στην δικαιοδοσία τόσο του ενός ανώτατου δικαστηρίου όσο και του άλλου, δηλαδή να είναι και διοικητική διαφορά αλλά και αστική ή ποινική διαφορά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, γιατί οι υποθέσεις κατά κύριο λόγο είτε είναι ποινικές/αστικές, είτε είναι διοικητικές/δημοσιονομικές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μια διάταξη θα έχει εφαρμογή σε πέραν τις μίας δικαιοδοσίας, άρα σε ελάχιστες υποθέσεις μπορούν τα ανώτατα δικαστήρια να διαφωνήσουν, άρα σε ελάχιστες περιπτώσεις θα έχουμε μια τελική λύση συνταγματικότητας από το ΑΕΔ. Εξάλλου κάθε χρόνο το ΑΕΔ δεν εκδίδει πάνω από 5-6 αποφάσεις.

Θα φέρω ένα απλοϊκό παράδειγμα. Υπήρχε παλαιότερα μια διάταξη, κατά την οποία απαγορευόταν να δημοσιευθεί προκήρυξη τρομοκράτη στον ημερήσιο τύπο, γιατί διαφορετικά επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης. Αν κάποιος δημοσίευε μια τέτοια προκήρυξη και πήγαινε στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο θα είχε είτε μια αθώωση είτε μια καταδίκη. Αν υποθέσουμε ότι είχε μια καταδίκη, μπορούσε να προχωρήσει και να πάει Εφετείο και Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί αν η διάταξη είναι συνταγματική ή όχι (δηλ. αν παραβιάζει ή όχι την ελευθερία έκφρασης). Αλλά και αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν θα δέσμευε κανένα από τα κατώτερα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να μπορεί να διώκεται εις το διηνεκές, χωρίς να έχει μια τελειωτική απόφαση που να εκτοπίζει τη διάταξη από την έννομη τάξη, όπως θα γινόταν αν έφτανε στο ΑΕΔ (ή αν η Βουλή καταργούσε το νόμο).

Ας πούμε τώρα ότι αυτή η διάταξη εκτός από την φυλάκιση, είχε και ένα διοικητικό πρόστιμο και ο πολίτης το προσέβαλε στη διοικητική δικαιοσύνη. Και έφτανε μέχρι το ΣτΕ. Και πάλι, αν και το ΣτΕ έλεγε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, έχουμε φτάσει και σε δεύτερο ανώτατο δικαστήριο, αλλάδεν έχουμε σύγκρουση για να πάμε στο ΑΕΔ και να πάρουμε την τελειωτική απόφαση! Τα ίδια προβλήματα κυκλικότητας παρουσιάζονται δηλαδή και σε αυτήν την περίπτωση: το πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί και πάλι, ο πρωτόδικος δικαστής να διαφωνήσει με την κρίση του ΣτΕ και λοιπά. Ούτε και το ίδιο το ΣτΕ δεσμεύεται βέβαια από τη νομολογία του. Όσον αφορά τη λύση τουΕυρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει προταθεί ως αντιστάθμισμα της έλλειψης ΣΔ στην Ελλάδα (από τον κ. Τσακυράκη) πρέπει να πούμε ότι το ΕΔΔΑ δεν κρίνει βέβαια βάσει του ελληνικού Συντάγματος, αλλά βάσει της ΕΣΔΑ που περιέχει μια ειδική δέσμη ανθρώπινων δικαιωμάτων (από την οποία λείπουν π.χ. τα εργασιακά δικαιώματα, όπως η απεργία) και δεν μπορεί να προσφέρει πάντα την πλήρη δικαστική προστασία που προσφέρει η εσωτερική δικαιοσύνη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο π.χ. δεν αθωώνει κατηγορούμενους, απλώς του επιδικάζει αποζημίωση αν καταδικάστηκαν παράνομα (αντίθετα από τις προβλέψεις τις ΕΣΔΑ). Άρα η προστασία του ΕΔΔΑ δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις αφενός και αφετέρου δεν είναι της ίδιας πληρότητας με την εθνική προστασία.

Τι αλλάζει λοιπόν με την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου; Το ότι για να φτάσει μια υπόθεση ενώπιόν του δεν χρειάζεται να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων. 

Όταν ο κατηγορούμενος του παραδείγματος μας φτάσει στον Άρειο Παγο, θα πάει αμέσως μετά στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Χωρίς να χρειαστεί να ξεκινήσει άλλη δίκη από το ΣτΕ ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία είναι πολύ πιθανό να μην επιτρέπεται από το νόμο να ανοίξει! Έτσι κερδίζεται ένα ευρύτερο πεδίο τελικού ελέγχου συνταγματικότητας για διαφορές οι οποίες θα παρέμεναν στην γκρίζα ζώνη του «σχεδόν τελικού» ελέγχου των ανώτατων δικαστηρίων. Επίσης, για τις άλλες υποθέσεις εμπίπτουν και στα άλλα ανώτατα δικαστήρια, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος, αφού δεν χρειάζεται να προηγηθεί η «διαφωνία» τους: αμέσως η υπόθεση εισάγεται στο ΣΔ, το οποίο αποφαίνεται τελειωτικά και με erga omnes (κατά παντός) ισχύ, χωρίς να μπορούν πλέον οι υπόλοιποι δικαστές να αποκλίνουν αν αχθεί υπόθεση της επίμαχης διάταξης εμπρός τους. Αλλά και χωρίς να διακυβεύεται το ενιαίο της κρίσης , δηλαδή η αρχή της ισότητας, ως προς την υπόθεση του ενός ή του άλλου πολίτη, με πρόσχημα την ανεξαρτησία του δικαστή.

Ταυτόχρονα, κάθε δικαστήριο θα διατηρεί, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, την αρμοδιότητα και υποχρέωσή του να αποφαίνεται επί της συνταγματικότητας: αν ο πολίτης είναι ικανοποιημένος και η υπόθεσή του δεν οδηγηθεί από τον αντίδικο σε ανώτερο δικαστήριο, το ζήτημα μπορεί να σταματήσει εκεί, όπως γίνεται και σήμερα. Με την ίδρυση του ΣΔ το ΣτΕ και τα άλλα ανώτατα δικαστήρια διατηρούν ακέραιη την εξουσία να ελέγχουν την συνταγματικότητα, ακριβώς όπως και σήμερα, σε επίπεδο «αμετάκλητο».

 Ακριβώς όπως και σήμερα υπάρχει η περίπτωση μια υπόθεση ΣτΕ να αχθεί ενώπιον του ΑΕΔ, έτσι και αύριο μια απόφαση ΣτΕ θα μπορεί –πολύ πιο εύκολα και άμεσα- να αχθεί ενώπιον του ΣΔ. Είναι εσφαλμένη λοιπόν η κριτική ότι περικόπτεται αρμοδιότητα του ΣτΕ με την ίδρυση ΣΔ: απλώς διευρύνεται το δικαίωμα για επανεξέταση αυτού και μόνο του ζητήματος της συνταγματικότητας από ένα ειδικό δικαστήριο που θα ασχοληθεί μόνο με αυτό το θέμα, ακόμη κι αν δεν υπάρχει «διχογνωμία». Ο «διαιτητικός ρόλος» που διαδραματίζει σήμερα το ΑΕΔ, αποτελούμενο από δικαστές του ΣτΕ, του ΑΠ και του ΕλΣυν, όπου προφανώς οι διαφορές τους λύνονται μαζί με όλα τα υπόλοιπα «παιχνίδια» ισχύος και πολιτικής, αναβαθμίζεται σε πραγματικό δικαιοδοτικό ρόλο. Η στελέχωση του ΣΔ από τρίτους, δηλαδή όχι από δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων, ενισχύει την αντικειμενικότητα και τις εγγυήσεις διαφάνειας και απεξάρτησης από τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις «μητρικές» αποφάσεις αναφοράς.

Η φύση των αποφάσεων του ΣΔ εξάλλου, είναι ιδιάζουσα: μπορούν να καταργήσουν νόμο. Όχι απλώς να τον «κηρύξουν αντισυνταγματικό» (όπως μπορεί το ΣτΕ, χωρίς να δεσμεύει ούτε τον διοικητικό πρωτοδίκη), αλλά να τον εκτοπίσουν από την έννομη τάξη! Δηλαδή η καταργητική εξουσία του Συνταγματικού Δικαστή βρίσκεται «ένα σκαλί» πάνω από την καταργητική δυνατότητα του ίδιου του κοινού νομοθέτη. Ο Συνταγματικός Δικαστής, επανανοηματοδοτώντας το Σύνταγμα, στην πυραμίδα των δικαιοπλαστικών οργάνων, βρίσκεται, ως προς τις ακυρωτικές του αρμοδιότητες,κάτω από τον συνταγματικό νομοθέτη, αλλά πάνω από τη Βουλή. Γι’ αυτό είναι αστείο να λέει κανείς ότι η κυβέρνηση ιδρύει ένα «δικό της» υπέρτατο δικαστήριο, ακόμη και στο υποθετικό σενάριο που όλα τα μέλη του διορίζονται από την ίδια: θα ρίσκαρε το ενδεχόμενο έστω της θεσμοποιημένης τελικής ακύρωσης μιας νομοθετικής της πολιτικής; Όσο για το αν το ίδιο το ΣΔ αποβεί τελικά -σε επίπεδο προσώπων- ένα «κυβερνητικό» δικαστήριο, αυτό θα καταδειχθεί μόνο στην πράξη, αν διστάσει να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, αν θα έρθει σε ρήξη με τα άλλα ανώτατα δικαστήρια ή όχι (ποιος προεξοφλεί ότι το ΣτΕ είναι πάντα «αντίβαρο» ή ότι είναι πάντα σωστό;) και από το αν θα κάνει καλά τη δουλειά του. Οι αποφάσεις του εξάλλου θα είναι δημόσιες, εκδιδόμενες στο όνομα του ελληνικού λαού και υποκείμενες στην κριτική του (και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν η φύση των υποθέσεων επιτρέπει να αχθούν μέχρι εκεί).

Η κατάκτηση της αμεσότερης τελειωτικής κρίσης μιας αντισυνταγματικής διάταξης σε υποθέσεις που σήμερα αυτό είναι δικονομικά αδύνατον ή οικονομοχρονικά επαχθές, θα είναι ένα βήμα προόδου για το κράτος δικαίου και για το νομικό μας πολιτισμό.

Kατάργηση της ασυλίας των βουλευτών

Και του επαίσχυντου Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών αλλά και κάθε είδους παραγραφής για αδικήματα σε όλους τους συμμετέχοντες στην δημόσια διοίκηση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.

Ασυμβίβαστο η ιδιότητα του βουλευτού με τη θέση του Υπουργού

Μέσω ειδικής ρύθμισης του Συντάγματος, να θεωρείται ασυμβίβαστο η ιδιότητα του βουλευτού με αυτή του Υπουργού, διαχωρίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο πλήρως την νομοθετική απο την εκτελεστική εξουσία του κράτους και ταυτόχρονη απαγόρευση του υπουργού να είναι υποψήφιος στις αμέσως προσεχείς εκλογές σε οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια της χώρας.

Η λύση αυτή εμφανίζει πολλά θετικά στοιχεία:

Πρώτον: Ισχυροποιείται η αρχή της διατήρησης των εξουσιών, αφού πλέον άλλα πρόσωπα θα νομοθετούν και άλλα θα εκτελούν τους νόμους.

Δεύτερον: Θα περιορισθούν οι πιέσεις για υπουργοποίηση των βουλευτών οι οποίες μερικές φορές φθάνουν μέχρι εκβιασμού, κυρίως όταν η πλειοψηφία στη Βουλή είναι οριακή, αφού όλοι θα γνωρίζουν ότι η ανάληψη υπουργικών καθηκόντων συνεπάγεται ταυτόχρονη απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας, η δε παραμονή στην κυβέρνηση εναπόκειται στην κρίση του πρωθυπουργού.

Τρίτον: Ο πρωθυπουργός, γνωρίζοντας ότι ο υπουργοποιούμενος χάνει τη θέση του στη Βουλή, είναι βέβαιο ότι θα σχηματίζει την κυβέρνησή του με μακροπρόθεσμη προοπτική. Θα αποφευχθεί έτσι το φαινόμενο των συχνών ανασχηματισμών, κυρίως για την ικανοποίηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, το οποίο όμως μειώνει δραστικά την απόδοση του κυβερνητικού έργου.

Τέταρτον: Ο βουλευτής - υπουργός καλείται ως βουλευτής να ελέγξει το έργο της κυβέρνησης στην οποίαν όμως μετέχει. Ετσι κρίνων και κρινόμενος ταυτίζονται, γεγονός το οποίο όχι μόνο είναι παράδοξο αλλά και απαράδεκτο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και άλλες δυτικοευρωπαϊκές έννομες τάξεις (η γαλλική, η βελγική, η κυπριακή και η αυστριακή) εφαρμόζουν τον θεσμό του ασυμβίβαστου βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας. Η διαφορά μεταξύ τους, μάλιστα, έγκειται στο γεγονός ότι στη μεν Γαλλία και στην Κύπρο ο υπουργός χάνει τη βουλευτική του ιδιότητα, ενώ στο Βέλγιο και στην Αυστρία ο υπουργοποιούμενος βουλευτής εκπίπτει μεν από το βουλευτικό αξίωμα, το επανακτά, όμως, όταν παύσει να είναι υπουργός.

Σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, θεωρώ ότι ένα σύστημα οριστικής απώλειας της βουλευτικής ιδιότητας του υπουργοποιουμένου για το υπόλοιπο της βουλευτικής περιόδου θα είναι προτιμότερο και πρακτικότερο από την προσωρινή απώλεια της ιδιότητας αυτής.

Περιορισμός της θητείας στην Noμοθετική και Εκτελεστική Εξουσία

Περιορισμός της θητείας πέραν των 8 ετών δια ειδικής ρύθμισης του Συντάγματος. Για κάθε δηλαδή Υπουργό, βουλευτή, δήμαρχο θα υπάρχουν μόνον 2 θητείες. Έτσι, θα αποφεύγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η διαπλοκή με ξένα προς το συμφέρον του δημοσίου συμφέροντα και θα υπάρχει ελευθερία της βούλησης του εκάστοτε αρμόδιου, του οποίου μοναδικός σκοπός θα είναι η απόλυτη εκπροσώπηση της βούλησης του ελληνικού λαού, μέσω του οποίου αυτός εξελέγη.

Δημοψήφισμα για κάθε νόμο.

Εφόσον το ζητήσουν 30 στους 100 ψηφοφόρους διασφαλίζοντας το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει μέρος στις αποφάσεις και να διαδραματίζει ρόλο στο νομοθετικό έργο αρκεί να το επιθυμεί το 30% του εκλογικού σώματος.

Αλλαγή στις απολαβές των βουλευτών

Οι μισθοί των βουλευτών θα πρέπει να ορίζονται απο την Πολιτεία, με βάση την εντοπιότητα του βουλευτή και τα έξοδα που θα δικαιολογούν την ύπαρξη πολιτικού γραφείου που δεν θα υπερβαίνουν κάποιο συγκεκριμένο ποσό το οποίο θα είναι ίσο με τους κανόνες της Αγοράς (δηλ. κόστος γραφείου στην τάδε περιοχή και κόστος γραμματειακής υποστήριξης με τους κανόνες της εργασιακής σύμβασης που εκάστοτε θα ισχύει.) Σε καμμιά περίπτωση δεν θα υπερβαίνουν όλα αυτά ένα ποσόν μηνιαίως με τη εκάστοτε αξία τιμών.

Ο μισθός θα καθορίζεται με βάση τις αποδοχές που είχε στην κανονική εργασία του πριν γίνει μέλος της Βουλής και σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, κυμαινόμενο απο την εντοπιότητα.

Σε όλες τις περιπτώσεις, θα πρέπει να αντιληφθεί ο λαός οτι η βουλευτική θέση είναι θέση τιμής για τον καθένα που εκλέγεται και οτι εφ' όσον είναι έτσι και πρέπει να είναι έτσι, ο Βουλευτής πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Και να του παρέχονται όλα τα μέσα για να είναι απερίσπαστος στο έργο του κι τα καθήκοντά του. (Αντιθέτως, εαν δυσχεραίνει το έργο του η ίδια η Πολιτεία, ο Βουλευτής θα παρανομήσει ή θα χρηματιστεί ή στη καλύτερη περίπτωση απλά θα παραιτηθεί γιατί δεν τα βγάζει πέρα!)

Οι βουλευτές θα συνταξιοδοτούνται από τα ταμεία στα οποία ήταν ασφαλισμένοι πριν εκλεγούν και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για όλους τους ασφαλισμένους στα ταμεία αυτά. Δηλαδή, εάν κάποιος υποψήφιος βουλευτής ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου π.χ., και εκλέγεται βουλευτής, τα χρόνια της βουλευτικής του θητείας θα προσμετρούνται ως συντάξιμα στο ταμείο το οποίο άνηκε όταν εξασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Οι βουλευτές επειδή θα έχουν περιορισμένη βουλευτική θητεία (από 4 έως 8 χρόνια), όσα χρόνια διατελέσουν βουλευτές, τόσα χρόνια θα προσμετρηθούν στα συνταξιοδοτικά τους ταμεία.

Κατάργηση κάθε είδους επιχορηγήσεων.

Να κοπούν τελείως κάθε είδους επιχορηγήσεις σε κόμματα και πολιτικούς γενικά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οποιοσδήποτε Ελληνας πολίτης έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά αυτό δε σημαίνει οτι η κίνησή του αυτή θα πρέπει και να επιβαρύνει το υστέρημα του Ελληνικού Λαού. Αν λοιπόν αποφασίσει να ιδρύσει οποιοδήποτε κόμμα η κίνηση που σκοπό έχει την ανάμειξή του στα κοινά, θα είναι και υποχρεωμένος να βρεί και τους οικονομικούς πόρους που απαιτούνται για κάτι τέτοιο.

Θέσπιση κάνονων για τις προεκλογικές εμφανίσεις και εκστρατείες.

Οι προεκλογικές εμφανίσεις και εκστρατείες κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών να γίνονται ανέξοδα μέσω της Εθνικής Τηλεόρασης και Ραδιοφώνου (ΕΡΤ) δωρεάν, καθώς επίσης από χώρους που θα διαθέτουν οι δήμοι στους υποψήφιους της περιοχής τους, π.χ. γήπεδα, αίθουσες πνευματικών κέντρων κλπ. Αυτό να γίνεται για να αποφεύγεται το δυνατόν περισσότερο η "κατ' ανάγκην" χρηματοδότηση απο "σκοτεινούς" παράγοντες που σκοπό έχουν να ελέγχουν τον κάθε υποψήφιο για την δημόσια διοίκηση και τη βούλησή του. Επίσης να απαγορευτούν οι γιγαντοαφίσες και οι μεγαφωνικές εγκαταστάσεις σε υπαίθριους χώρους για λόγους των υποψηφίων. Έτσι θα αποτραπούν οι ογκώδεις συγκεντρώσεις για λόγους εντυπώσεων, στις οποίες μεταφέρονται άνθρωποι από διάφορα σημεία.

Δημιουργία νομικού πλαισίου για την διαφάνεια στα έσοδα των κομμάτων.

Τα κόμματα θα είναι πλέον υποχρεωμένα απο το νόμο να ενημερώνουν κάθε μήνα τα μέλη τους, αλλά και σε τρίτους που θα δηλώνουν ενδιαφέρον για τα οικονομικά τους και την προέλευση των εσόδων τους, τις εισφορές των μελών, τους σπόνσορες και τους υποστηρικτές (φορείς, επιχειρηματίες κλπ) αλλά και τα έξοδα και τις δαπάνες. Οι τρίτοι που θα εκδηλώσουν τέτοιο ενδιαφέρον, εκτός από οποιαδήποτε ελεγκτική δημόσια αρχή ή φορέα, θα χρειαστεί απλά να σημπληρώσουν μια ενυπόγραφη δήλωση καθορίζοντας τον λόγο του ενδιαφέροντος τους.

Επίλογος

Τα κύρια χαρακτηριστικά γνώρισματα της επιδιωκόμενης αλλαγής του συστήματος θα πρέπει να είναι η καλύτερη δημοκρατία, χωρίς την αναγκαστική παρεμβολή ενδιάμεσων επαγγελματιών της πολιτικής και όπου οι πολίτες μπορούν να λαμβάνουν τις βασικές πολιτικές αποφάσεις για τα θέματα που τους αφορούν.

Με την ανάπτυξη των σύγχρονων τεχνολογιών και την απίστευτη άνοδο της πληροφόρησης και του μορφωτικού επιπέδου όλων ανεξαίρετα των πολιτών και ειδικότερα της νέας γενιάς το αίτημα για Καλύτερη Δημοκρατία μπορεί και οφείλεται να υποστηρίζεται πλέον καθολικά και είναι θέμα χρόνου κατά την πολιτική μου εκτίμηση το να αναδειχθεί, μετά την ολοφάνερη απαξίωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και των πολιτικών που το υπηρετούν, σε πρυτανεύον πολιτικό πρόσταγμα για όλους τους πολίτες και σαν αντίβαρο στην παγκοσμιοποίηση.

Επιμέλεια: www.logiosermis.net

Με πληροφορίες απο τους Νομικούς, Πέτρο Χασάπη, Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο και Βασίλη Σωτηρόπουλο

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top