Select Menu


Tο κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν «Living on Borrowed Time» (ιταλική έκδοση: «Vite che non possiamo permetterci», Laterza, 2012), που έχει τη μορφή συνομιλίας με τη Μεξικανή κοινωνιολόγο Σιτλάλι Ροβιρόζα-Μαδράθο.

Εσείς μεγαλώσατε στη διάρκεια της πρώτης μεγάλης ύφεσης του εικοστού αιώνα και αμέσως μετά από αυτήν υπήρξατε μάρτυρας ορισμένων εξαιρετικών ιστορικών στιγμών. Ωστόσο, δεν υπήρξατε ποτέ ένας απλός παθητικός παρατηρητής των νέων στοιχείων «που μας ρίχνει η Ιστορία», αλλά ήδη από πολύ νεαρή ηλικία υπήρξατε πολιτικά ενεργός και αγωνιστήκατε σε επίμαχα κινήματα, στα οποία αντηχεί ισχυρά η ηχώ των τωρινών προκλήσεων. 

Ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σας όταν κατανοήσατε ότι βρισκόμασταν μπροστά σε ένα «οικονομικό τσουνάμι» και ότι βαδίζαμε προς την «αναπόφευκτη κατάρρευση» της δυτικής οικονομίας; Ποια μαθήματα θα είχαμε μπορέσει (αλλά δεν τα καταφέραμε) να αντλήσουμε από την ύφεση του εικοστού αιώνα; Τι μπορούμε να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος; Νιώθετε κάποια νοσταλγία για τον σοσιαλισμό ή για τον κομμουνισμό;

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Μου είναι αδύνατο να νιώσω «νοσταλγία για τον κομμουνισμό». Ο κομμουνισμός, που κάποτε τον είχα ορίσει ως τον «ανυπόμονο μικρότερο αδελφό του σοσιαλισμού», είναι κατά τη γνώμη μου ένα σχέδιο που επιβάλλει μια «συντόμευση του δρόμου για το Βασίλειο της Ελευθερίας».

Αυτή η σύντομη παρακαμπτήρια οδός, όσο ελκυστική και ενθαρρυντική και αν είναι στα λόγια, στην πρακτική της εφαρμογή οδηγεί κάθε φορά στο νεκροταφείο των ελευθεριών, στη σκλαβιά. Η ιδέα της συντόμευσης του δρόμου και ακόμη περισσότερο η πράξη του εξαναγκασμού συγκρούονται μετωπικά με την ελευθερία.

Ο εξαναγκασμός είναι μια πράξη που τροφοδοτείται και ενδυναμώνεται από μόνη της και απαιτεί μια διαρκή και επίμονη προσπάθεια για να διατηρούνται στην υπακοή και στη σιωπή εκείνοι που την υφίστανται. Αυτός ο εξαναγκασμός, αν ασκείται στο όνομα της ανθρώπινης ελευθερίας (όπως ο Ζαν-Ζακ Ρουσό θεωρούσε δυνατό, όπως ο Λένιν αποφάσισε να κάνει με κάθε τίμημα και όπως ο Αλμπέρ Καμί κατανόησε δραματικά ότι είχε γίνει ο κανόνας στον εικοστό αιώνα), δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταστρέφει τον στόχο που διακηρύσσει ότι επιδιώκει και δεν χρησιμεύει πλέον σε τίποτε άλλο εκτός από την αυτοδιαιώνισή του. 

Οσο για τη νοσταλγία για τον «σοσιαλισμό», θα την ένιωθα αν δεν πίστευα πλέον (αλλά πιστεύω) στη σοφία και στην ανθρωπιά της σοσιαλιστικής θέσης και θα μπορούσα να τη νιώσω, αν στον «σοσιαλισμό» έβλεπα (αλλά δεν το βλέπω εδώ και καιρό) όχι μόνον μια θέση, μια στάση και μια καθοδηγητική αρχή, αλλά και ένα τύπο κοινωνίας, ένα σχέδιο, ένα συγκεκριμένο μοντέλο κοινωνικής διάταξης.

Η λέξη σοσιαλισμός εκφράζει για μένα μια μεγάλη ευαισθησία απέναντι στην ανισότητα και στην αδικία, την καταπίεση και τις διακρίσεις, την ταπείνωση και την άρνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το να υιοθετούμε «σοσιαλιστικές θέσεις» σημαίνει να αντιτασσόμαστε και να αντιστεκόμαστε σε κάθε καταπίεση και αυθαιρεσία, όποιος και αν τις διαπράττει, στο όνομα και σε βάρος οποιουδήποτε, παντού και σε κάθε στιγμή. Και ο «καπιταλισμός»; Το πρόσφατο «οικονομικό τσουνάμι» κατέδειξε «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία» σε εκατομμύρια άτομα, βαυκαλισμένα με την αυταπάτη της «ευημερίας τώρα και πάντοτε» και πεισμένα ότι οι καπιταλιστικές αγορές και οι τράπεζες ήταν εγγυημένες μέθοδοι για την επίλυση των προβλημάτων, ότι ο καπιταλισμός δίνει τον καλύτερο εαυτό του όχι όταν προσπαθεί (αν προσπαθεί) να λύσει τα προβλήματα, αλλά όταν τα δημιουργεί.

Ο καπιταλισμός, ακριβώς όπως τα συστήματα φυσικών αριθμών των περίφημων θεωρημάτων του Κουρτ Γκέντελ, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και συνεπής και πλήρης. Αν είναι συνεπής με τις αρχές του εμφανίζονται προβλήματα που αυτός δεν είναι σε θέση να επιλύσει και αν προσπαθήσει να τα επιλύσει δεν μπορεί παρά να πάψει να είναι συνεπής προς τις δικές του βασικές θέσεις. Πολύ πριν ο Γκέντελ διατυπώσει το θεώρημά του, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μελετώντας τη «συσσώρευση του κεφαλαίου», είχε υποστηρίξει ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς «μη καπιταλιστικές» ή «προκαπιταλιστικές» οικονομίες. 

Ο καπιταλισμός είναι σε θέση να προοδεύει με βάση τις αρχές του όσο υπάρχουν «παρθένα εδάφη» ανοιχτά στην επέκταση και την εκμετάλλευση. Για να το πούμε καθαρά, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ουσιαστικά παρασιτικό και, όπως όλα τα παράσιτα, όταν βρίσκει έναν ακόμη ανεκμετάλλευτο οργανισμό από τον οποίο τρέφεται, μπορεί να ευημερεί για μιαν ορισμένη περίοδο, αλλά δεν μπορεί να μη βλάψει τον ξενιστή, καταστρέφοντας έτσι αργά ή γρήγορα τις προϋποθέσεις της ευημερίας του ή ακόμη και της επιβίωσής του. 

Ωστόσο, γράφοντας σε μιαν εποχή ιμπεριαλισμού και αχαλίνωτων εδαφικών κατακτήσεων, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν φανταζόταν, και δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι τα προμοντέρνα εδάφη που βρίσκονταν σε εξωτικές ηπείρους δεν ήταν οι μοναδικοί δυνητικοί «ξενιστές», από τους οποίους θα μπορούσε να τραφεί ο καπιταλισμός για να παρατείνει την ύπαρξή του και να εγκαινιάσει μια σειρά περιόδων ευημερίας. Σήμερα, από την απόσταση ενός περίπου αιώνα, γνωρίζουμε ότι η δύναμη του καπιταλισμού βρίσκεται στην εξαιρετική επινοητικότητα με την οποία, κάθε φορά που τα είδη τα οποία εκμεταλλευόταν προηγούμενα μειώνονται ή χάνονται, κατορθώνει να αναζητήσει και να βρει (ή καλύτερα να παράγει) νέα είδη ικανά να τον φιλοξενήσουν. Βρίσκεται επίσης στον καιροσκοπισμό και την ταχύτητα με την οποία κατορθώνει να προσαρμοστεί ξανά σαν ιός στις ιδιοσυγκρασίες των νέων βοσκοτόπων του.

Οι τωρινοί πιστωτικοί περιορισμοί δεν είναι η ένδειξη του τέλους του καπιταλισμού, αλλά μόνον της εξάντλησης του πιο πρόσφατου βοσκότοπου. Υπάρχει ένα ανέκδοτο για δύο πωλητές που ταξίδευαν στην Αφρική για λογαριασμό των αντίστοιχων επιχειρήσεων, οι οποίες έφτιαχναν παπούτσια. Ο πρώτος πωλητής έστειλε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του το ακόλουθο μήνυμα: εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι, γι’ αυτό μη στέλνετε παπούτσια. Ο δεύτερος αντίθετα έγραψε στην εταιρεία του: εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι, γι’ αυτό στείλτε αμέσως δέκα εκατομμύρια ζευγάρια παπούτσια. Το νόημα του ανεκδότου είναι το εγκώμιο ενός ευρηματικού και επιθετικού επιχειρηματικού πνεύματος και η καταδίκη των ορίων μιας επιχειρηματικής φιλοσοφίας, η οποία αποσκοπεί στο να ικανοποιεί τις υπάρχουσες ανάγκες, μέσω προσφορών που διαμορφώνονται ως απλή ανταπόκριση στην υπάρχουσα ζήτηση.

Η επιχειρηματική φιλοσοφία που θεωρείται σήμερα επιτυχημένη, σε μια κοινωνία που από κοινωνία παραγωγών (στην οποία τα κέρδη προέρχονταν πρωτίστως από την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας) μετασχηματίστηκε με επιτυχία σε κοινωνία καταναλωτών (στην οποία τα κέρδη προέρχονται πρωτίστως από την εκμετάλλευση των επιθυμιών των καταναλωτών), βασίζεται στην ιδέα ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να αποφεύγουν να ικανοποιούν τις ανάγκες και πρέπει να υποκινούν, να προκαλούν, να επικαλούνται και να διογκώνουν άλλες ανάγκες που θα ζητούν την ικανοποίησή τους και άλλους δυνητικούς καταναλωτές, που θα δρουν ωθούμενοι από αυτές τις ανάγκες· με μια λέξη, ότι είναι καθήκον της προσφοράς να δημιουργεί τη δική της ζήτηση. Τα δάνεια δεν αποτελούν εξαίρεση: η προσφορά πίστωσης πρέπει να δημιουργεί και να επεκτείνει την ανάγκη για δανεισμό. […]

Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top