Select Menu


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Λακεδαιμόνιοι μετά την πανωλεθρία στη Σφακτηρία βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Πιεσμένοι από τις αθηναϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα στην Πελοπόννησο έκριναν αναγκαίο να μεταφέρουν το στρατιωτικό ενδιαφέρον εκτός Πελοποννήσου. Κι αυτός ήταν ο δρόμος του αντιπερισπασμού: «Γιατί την ώρα που οι Αθηναίοι χτυπούσαν την Πελοπόννησο κι ιδιαίτερα τη λακωνική γη, οι Σπαρτιάτες ελπίζανε πως το καλύτερο μέσο να τους απομακρύνουν θα ήταν, αν ανταποδίδανε σε κείνους τα χτυπήματα στέλνοντας στρατό στους συμμάχους της Αθήνας που, άλλωστε, ήταν πρόθυμοι να τον συντηρούν και τον ζητούσαν για να τους βοηθήσει ν’ αποστατήσουν». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 80). Εξάλλου, η δεινότητα της θέσης τους εγκυμονούσε και φόβους πιθανής εξέγερσης των ειλώτων, στους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι ποτέ δεν είχαν εμπιστοσύνη: «Ταυτόχρονα ήθελαν, με κάποια πιστευτή δικαιολογία, να στείλουν μακριά κάμποσους είλωτες, από φόβο μήπως, με την ευκαιρία που έδινε τη στιγμή εκείνη η κατοχή της Πύλου από τους Αθηναίους, επαναστατήσουν». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 80).

Επί της ουσίας, όμως, το βασικότερο μέλημα της Σπάρτης ήταν η σύναψη ειρήνης και η επανάκτηση των αιχμαλώτων της Σφακτηρίας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έστειλαν το Βρασίδα να εκστρατεύσει στη Μακεδονία και τη Θράκη: «Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν το Βρασίδα σ’ αυτή την εκστρατεία, γιατί κι ο ίδιος το ήθελε πάρα πολύ κι οι Χαλκιδικιώτες επίσης το επιθυμούσαν. Ήταν ένας άντρας που και στη Σπάρτη θεωρούνταν εξαιρετικά δραστήριος σε όλα κι όταν βγήκε έξω απ’ αυτήν πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στους Λακεδαιμονίους. Γιατί, με το να δειχθεί από την αρχή δίκαιος και μετριοπαθής προς τις διάφορες πόλεις, έπεισε πολλές απ’ αυτές ν’ αποστατήσουν, ενώ άλλες τις κυρίεψε με προδοσία. 

Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι ήθελαν να κλείσουν ειρήνη, πράγμα που έκαμαν, πέτυχαν να έχουν να δώσουν ανταλλάγματα για τα μέρη που θα ξανάπαιρναν και να ανακουφιστεί η Πελοπόννησος με την απομάκρυνση του πολέμου από κοντά της. Αλλά και στον κατοπινό ακόμη πόλεμο, τον ύστερα από την καταστροφή στη Σικελία, η αρετή και η σύνεση που είχε δείξει τότε ο Βρασίδας, που άλλοι τις γνώριζαν από προσωπική πείρα κι άλλοι τις είχαν ακούσει, συντέλεσαν πάρα πολύ στο να στραφούν προς τους Λακεδαιμονίους οι συμπάθειες των συμμάχων της Αθήνας. Γιατί, καθώς ήταν ο πρώτος από τους Σπαρτιάτες που βγήκαν έξω από τον τόπο τους ο οποίος δείχθηκε από κάθε άποψη άξιος, άφησε πίσω του τη βέβαιη ελπίδα πως κι οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι θα ‘ταν σαν κι αυτόν». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 81).

Ο Βρασίδας ήταν ο άνθρωπος που ισορρόπησε εκ νέου τα δεδομένα του πολέμου, μετά την ξεκάθαρη αθηναϊκή υπεροχή από τα γεγονότα της Πύλου. Και δεν είναι μόνο η στρατιωτική του ευφυΐα που άλλαξε τους συσχετισμούς στη Χαλκιδική, αλλά – κυρίως – η διορατική πολιτική του στάση, που μετέτρεψε τη διαλλακτικότητα σε διπλωματική υπεροχή. Για τον Βρασίδα, όπως φαίνεται, το πρωτεύον μέλημα δεν ήταν η κατάκτηση ενός τόπου, αλλά οι προϋποθέσεις για την ασφαλέστερη διατήρησή του. Η στρατιωτική υπεροχή, που οπωσδήποτε θα φέρει κατακτήσεις, δεν αποτελεί εγγύηση για την αντοχή των κατακτήσεων αυτών στο χρόνο. Η επιβολή της στρατιωτικής ισχύος, με το συνεπαγόμενο φόβο που θα προξενήσει, έχει ξεκάθαρη ημερομηνία λήξης, αφού καμιά ισχύς δεν μπορεί να παραμείνει αιώνια. Τελικά, η μοναδική σταθερά της κυριαρχίας είναι η αποδοχή της από τον ίδιο το λαό κι αυτό μόνο η σύνεση και η διαλλακτικότητα μπορεί να εξασφαλίσει. Ο Βρασίδας εκμεταλλευόμενος την αδιάλλακτη – κυριαρχική πολιτική της Αθήνας, κατάφερε να παρουσιαστεί ως απελευθερωτής. Εφαρμόζοντας μετριοπαθή πολιτική και υποσχόμενος σεβασμό στους εχθρούς (υποσχέσεις που – εν πολλοίς – τήρησε) απέκτησε προβάδισμα στη συνείδηση των κατοίκων προκαλώντας συνεχώς αποστασίες στις πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας.

Η πρόθεση του Βρασίδα να διαχειριστεί τις στρατιωτικές υποθέσεις με νηφαλιότητα κατέστη σαφής από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στην Μακεδονία. Γιατί, όταν ο Περδίκκας, που, αρχικά τουλάχιστον, ήταν σύμμαχος και χρηματοδοτούσε σε μεγάλο βαθμό τη συντήρηση του σπαρτιατικού στρατού, προσπάθησε να τον παρασύρει σε εκστρατεία εναντίον του Αρραβαίου, με τον οποίο είχε διαφορές, «ο Βρασίδας του είπε πως, πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες, ήθελε να διαπραγματευτεί με τον Αρραβαίο για να τον κάμει, αν μπορέσει, σύμμαχο των Λακεδαιμονίων. Κι ο Αρραβαίος, άλλωστε, είχε στείλει κήρυκα και δήλωνε πως ήταν πρόθυμος να δεχτεί το Βρασίδα ως διαιτητή της διαφοράς του με τον Περδίκκα. 

Αλλά κι οι Χαλκιδικιώτες πρέσβεις, που βρίσκονταν μαζί τους, δασκάλευαν το Βρασίδα να μην απαλλάξει τον Περδίκκα απ’ όλες τις δυσκολίες, για να τον έχουν πρόθυμο βοηθό και στα δικά τους ζητήματα». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 83). Ο Βρασίδας παρουσιάζεται περισσότερο ως πολιτικός παρά ως στρατιωτικός ηγέτης, συμβάλλοντας στη διατήρηση των ισορροπιών στην περιοχή – φυσικά πάντα προς όφελος της δικής του πόλης – κι αποφεύγοντας, όσο το δυνατό, τους άσκοπους πολέμους. Η επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος, με δίχως νόημα συγκρούσεις, όχι μόνο θα αποτελούσε μάταιη φθορά για τις στρατιωτικές του δυνάμεις, αλλά συγχρόνως θα δημιουργούσε και την εικόνα της άκαμπτης επιβολής, προξενώντας στους κατοίκους περισσότερο το φόβο, παρά τη συμπάθεια. 

Η στάση του Βρασίδα στις απαιτήσεις του Περδίκκα ήταν η δυναμική τοποθέτηση του ηγέτη, που διαμηνύει ότι δεν ήρθε ως παράγοντας διευθέτησης τοπικών διαφορών, αλλά ως υπερασπιστής της δικαιοσύνης. Δε διστάζει να δυσαρεστήσει τον Περδίκκα, ακόμη κι αν γνωρίζει πολύ καλά ότι η τροφοδοσία του στρατού του, εξαρτάται κατά το ήμισυ από εκείνον: «Ο Περδίκκας όμως απάντησε πως δεν έφερε το Βρασίδα για διαιτητή στις διαφορές του, αλλά για ξολοθρευτή των εχθρών που εκείνος θα του υποδείκνυε, κι ότι ο Βρασίδας θα τον αδικούσε αν, ενώ αυτός έτρεφε το μισό πελοποννησιακό στρατό, διαπραγματευόταν με τον Αρραβαίο. 

Ο Βρασίδας, ωστόσο, παρά τη θέληση του Περδίκκα κι ύστερα από φιλονικία μαζί του, συναντήθηκε με τον Αρραβαίο κι αφού πείστηκε στα λόγια που του είπε, πήρε το στρατό του κι έφυγε χωρίς να κάμει εισβολή στη χώρα του. Ύστερα απ’ αυτό ο Περδίκκας, πιστεύοντας πως αδικιέται, έδινε το ένα τρίτο, αντί το μισό, για τη διατροφή του πελοποννησιακού στρατού». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 83). (Την εκστρατεία εναντίον του Αρραβαίου δεν μπόρεσε να την αποφύγει. Την πραγματοποίησε αργότερα, μαζί με τον Περδίκκα, όπου οι Ιλλυριοί πρόδωσαν τη συμμαχία και πέρασαν με το μέρος του Αρραβαίου, αναγκάζοντας, τον παντελώς εγκαταλειμμένο Βρασίδα, στη συντεταγμένη υποχώρηση με διάταξη τετραγώνου, που έμεινε θρυλική στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία).

Αμέσως μετά, κι έχοντας ήδη περάσει το μήνυμα του απελευθερωτή κι όχι του διαμεσολαβητή συμφερόντων, ο Βρασίδας κατευθύνθηκε στην Άκανθο, λίγο πριν από τον τρύγο. (Σύμφωνα με σημείωση του Γεωργοπαπαδάκου, η Άκανθος βρισκόταν πολύ κοντά στη θέση που σήμερα είναι χτισμένη η κωμόπολη Ιερισσός): «Οι Ακάνθιοι διχογνωμούσαν μεταξύ τους, αν έπρεπε να τον δεχτούν στην πόλη τους, απ’ τη μια αυτοί που μαζί με τους Χαλκιδικιώτες τον είχαν προσκαλέσει κι απ’ την άλλη οι δημοκρατικοί. Από το φόβο τους όμως για το σταφύλι, που δεν είχε ακόμη τρυγηθεί, πείστηκαν απ’ το Βρασίδα να τον δεχτούν μόνο του κι αφού τον ακούσουν να αποφασίσουν. Έτσι τον δέχτηκαν». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 84). 

Οι Ακάνθιοι βρίσκονται κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα. Από τη μια αιωρείται η μόνιμη για τα δρώμενα της Χαλκιδικής αθηναϊκή απειλή κι από την άλλη ο σπαρτιατικός στρατός βρίσκεται έξω από την πόλη τους. Το να αντισταθούν προφανώς θα σήμαινε την άμεση καταστροφή, αφού δε θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις δυνάμεις του Βρασίδα. Το να παραδοθούν αμαχητί θα προξενούσε την οργή της Αθήνας και ποιος ξέρει τι θα έφερνε το μέλλον. Φυσικά, υπό αυτούς τους όρους, κάθε έννοια επιλογής ματαιώνεται. Γιατί εδώ δε μιλάμε για ελευθερία. Εδώ μιλάμε για την πιο άκαμπτη μορφή της επιβολής, που μετουσιώνει τη βία σε μοναδικό μέσο διαπραγμάτευσης. Οι Ακάνθιοι δεν θα μπορούσαν να κάνουν και κάτι διαφορετικό. Δέχονται το Βρασίδα να τους μιλήσει, περισσότερο για να κερδίσουν χρόνο παρά για κάποια ουσιαστική διαπραγμάτευση κι ο Βρασίδας το ξέρει αυτό καλύτερα απ’ όλους.

Ο λόγος του Βρασίδα παραμένει στην ιστορία ως ξεκάθαρο πολιτικό ντοκουμέντο, αφού αποφασισμένος να υποστηρίζει την επεκτατική πολιτική της πόλης του, ως αντίβαρο στον αθηναϊκό επεκτατισμό, επιχειρεί έναν καθαρό διπλωματικό ελιγμό προβάλλοντας τις πασιφανείς του κατακτητικές διαθέσεις ως απόδειξη σεβασμού και υπεράσπισης των δικαιωμάτων. Γνωρίζοντας καλά ότι η απροσχημάτιστη αθηναϊκή παρεμβατικότητα προκαλεί τη δυσφορία των ντόπιων παρουσιάζει την υποταγή των πόλεων στις δικές του δυνάμεις ως απελευθέρωση: «Ακάνθιοι! 

Η αποστολή εδώ η δική μου και του στρατού από τους Λακεδαιμονίους έχει γίνει για να επικυρώσει το σκοπό του πολέμου, τον οποίο, όταν αρχίσαμε, διακηρύξαμε, πως δηλαδή θα πολεμήσουμε εναντίον των Αθηναίων για να ελευθερώσουμε την Ελλάδα. Κι αν βραδύναμε να έρθουμε, επειδή πέσαμε έξω στις προσδοκίες μας για τον πόλεμο εκεί κάτω – είχαμε ελπίσει πως μόνοι μας, χωρίς να σας εκθέσουμε σε κίντυνο, γρήγορα θα καταβάλλαμε τους Αθηναίους – ας μη μας κατηγορήσει κανείς. Τώρα, όταν παρουσιάστηκε ευκαιρία, έχουμε έρθει εδώ και μαζί σας θα προσπαθήσουμε να τους νικήσουμε». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 85). 

Τα πράγματα εμφανίζονται ως δεδομένα από την αρχή. Οι Αθηναίοι είναι οι καταπιεστές και ο Βρασίδας ο απελευθερωτής. Το μοναδικό ζήτημα που τίθεται είναι η εμπιστοσύνη, και βέβαια δεν εννοούμε την εμπιστοσύνη απέναντι στις σπαρτιατικές διαθέσεις – αυτές είναι αδιαπραγμάτευτα καλές – αλλά απέναντι στη στρατιωτική ισχύ των Αθηναίων. Γιατί ο Βρασίδας γνωρίζει ότι, επί της ουσίας, η μοναδική διαπραγματευτική δυναμική είναι ο φόβος. Οι πόλεις, τρομοκρατημένες ανάμεσα στις συμπληγάδες της σύγκρουσης των ισχυρών, οφείλουν να επιλέξουν σωστά προκειμένου να υποστούν τις λιγότερες συνέπειες, και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος από την επιλογή του νικητή. 

Ο Βρασίδας, αν θέλει να πείσει τους κατοίκους της Ακάνθου να πάνε με το μέρος του, οφείλει να πείσει αφενός ότι η Σπάρτη θα επικρατήσει της Αθήνας κι αφετέρου ότι οι σπαρτιατικές δυνάμεις θα σεβαστούν απόλυτα τον ντόπιο πληθυσμό – σε αντίθεση με τους Αθηναίους. Κι εδώ ακριβώς εστιάζει, ακολουθώντας παράλληλα την αλάθητη τακτική της κολακείας: «Δεν είναι μόνο ότι αντιστέκεστε σεις, αλλά κι ότι εκείνοι στους οποίους θα πάω θα ‘χουν λιγότερη διάθεση να ‘ρθουν με το μέρος μου, φέρνοντας δυσκολίες, αφού σεις, στους οποίους πρώτος ήρθα, αντιπροσωπεύετε πολιτεία αξιόλογη και θεωρείστε συνετοί, δε με δεχτήκατε. Και για την άρνησή σας αυτή δε θα ‘χω να παρουσιάσω καμιά πιστευτή δικαιολογία, αλλά θα νομίσουν ή ότι η ελευθερία που φέρνω είναι ψεύτικη ή ότι έχω έρθει αδύναμος κι ανίκανος να σας υπερασπίσω απέναντι των Αθηναίων, αν τύχει κι έρθουν εναντίον σας». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 85). 

Κι αφού διασφαλίσει ότι στρατιωτικά υπερέχει των Αθηναίων κι ότι δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν ως προς αυτό συνεχίζει: «Αν τυχόν πάλι κανείς σας, επειδή έχει προσωπικό λόγο να φοβάται κάποιον, διστάζει να προσχωρήσει σε μένα, με τη σκέψη πως εγώ θα παραδώσω την πόλη σε ορισμένη πολιτική μερίδα, αυτός περισσότερο από κάθε άλλον να μου έχει εμπιστοσύνη. Γιατί δεν έχω έρθει να αναμειχτώ στις κομματικές σας διαμάχες, ούτε, νομίζω, θα σας έφερνα πραγματική ελευθερία αν, αδιαφορώντας για τους πατροπαράδοτους θεσμούς σας, υποδούλωνα τους περισσότερους στους λίγους ή τους λιγότερους στο σύνολο. Μια τέτοια ελευθερία θα ήταν πιο καταπιεστική από την ξενική κυριαρχία και σε μας τους Λακεδαιμονίους δε θα έφερνε, σαν ανταπόδοση για τους μόχθους μας, ευγνωμοσύνη, αλλά μάλλον κατηγόρια, αντί τιμή και δόξα». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 86).

Η Xαλκδική

Ο σεβασμός στους πατροπαράδοτους θεσμούς και στην πολιτική σκηνή που υπόσχεται ο Βρασίδας είναι η διαλλακτικότητα ως νέα μορφή αποικιοκρατίας. Και πράγματι, ο Βρασίδας εφάρμοσε τις εξαγγελίες του στην Άκανθο και αργότερα στην Αμφίπολη και στην Τορώνη. Δεν επιχείρησε να εξοντώσει τους πολιτικούς αντιπάλους. Έδωσε αμνηστία σε όλους κι επέτρεψε στους εχθρούς να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Έδωσε την εντύπωση της αληθινής ελευθερίας. Αυτό όμως που δεν αναφέρθηκε από κανένα είναι τα όρια της ελευθερίας αυτής, που όσο πιο δεδομένα είναι, τόσο πιο διακριτικά αποσιωπούνται. 

Γιατί είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι, όσο ο Βρασίδας έχει την καλή θέληση να μην καπελώνει την πολιτική σκηνή, άλλο τόσο και η πολιτική σκηνή δε θα λειτουργεί προκλητικά προς το Βρασίδα. Όλοι μπορούν να είναι ελεύθεροι αρκεί να έχουν την ευγενική καλοσύνη να συνυπολογίζουν στις επιλογές τους και τον παράγοντα της παρουσίας του σπαρτιατικού στρατού. Κι όσο αποσιωπάται αυτή η μικρή λεπτομέρεια, τόσο πιο καλά είναι για όλους. Και οι κάτοικοι νιώθουν ελεύθεροι και ο αποικιοκράτης κάνει τη δουλειά του. Ο Βρασίδας λειτουργώντας ως διορατικός πολιτικός κατάφερε να συνδυάσει τα ασυνδύαστα, αποδεικνύοντας ότι η αποικιοκρατία δε χρειάζεται κατ’ ανάγκη να ταυτιστεί με τη βαρβαρότητα. Η αυστηρά παρεμβατική αποικιοκρατική πολιτική της βίας, μόνο εξεγέρσεις μπορεί να φέρει. Τελικά, και η αποικιοκρατία ένα αλισβερίσι είναι, μια διαπραγμάτευση. 

Ο αποικιοκράτης θα στερήσει την ελευθερία, όμως ως πιο βαθμό; Πόσο ο λαός μπορεί να το αντέξει; Κι αυτό είναι ζήτημα πολιτικής αντίληψης. Ο Βρασίδας αποδεικνύεται μαέστρος σ’ αυτού του είδους τα πολιτικά παζάρια. Η απειλή δε χρειάζεται να πραγματώνεται, μόνο να αιωρείται, αρκεί ο κόσμος να έχει κάτι στα χέρια του για να φοβάται μην το χάσει. Κι ο Βρασίδας ξέρει πώς να γεμίσει τα χέρια του κόσμου. Από κει και πέρα, τα πράγματα οφείλουν να ξεκαθαριστούν: «Αν όμως, ενώ εγώ σας κάνω αυτές τις προτάσεις, σεις ισχυριστείτε ότι δεν μπορείτε να τις δεχτείτε, κι έχετε την αξίωση, επειδή δείχνεστε φιλικοί απέναντί μας, να πετύχετε την αποχώρησή μας χωρίς να πάθετε ζημιές, αν πείτε πως η ελευθερία δε σας φαίνεται ακίντυνη κι ότι είναι δίκαιο να την προσφέρουμε μονάχα σ’ αυτούς που μπορούν να τη δεχτούν και σε κανένα να μην την επιβάλλουμε χωρίς τη θέλησή του, τότε θα επικαλεστώ ως μάρτυρες τους θεούς και τους ντόπιους ήρωες, ότι δεν μπόρεσα να σας πείσω πως έχω έρθει για το καλό σας, και θα προσπαθήσω να σας εξαναγκάσω, καταστρέφοντας τη χώρα σας, να τη δεχτείτε. 

Και δε θα θεωρήσω πια ότι κάνω αδικία, αλλά μια πράξη που την επιβάλλουν δυο σοβαροί λόγοι: να μη βλάφτονται οι Λακεδαιμόνιοι, αν, παρόλη την εύνοιά σας, δεν έρθετε με το μέρος μας, με το φόρο που θα συνεχίσετε να πληρώνετε στους Αθηναίους, και να μη στέκεστε σεις εμπόδιο να απαλλαγούν οι άλλοι Έλληνες απ’ τη δουλεία». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 87). Δεν υπάρχει επεκτατισμός χωρίς απειλές. Ο Βρασίδας το διατυπώνει ευθέως: θα σας ελευθερώσουμε, είτε το θέλετε, είτε όχι.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής του Βρασίδα έδωσαν το στίγμα από την πρώτη στιγμή: «Κι οι Ακάνθιοι, αφού προηγουμένως μίλησαν πολλοί υπέρ και κατά, έκαμαν μυστική ψηφοφορία κι η πλειοψηφία αποφάσισε, τόσο επειδή ο Βρασίδας είπε λόγια ελκυστικά όσο κι επειδή φοβούνταν για τη σοδειά, ν’ αποστατήσουν από τους Αθηναίους. Και τότε μονάχα δέχτηκαν το στρατό, όταν έδεσαν το Βρασίδα με τους ίδιους όρκους που είχαν ορκιστεί οι άρχοντες των Λακεδαιμονίων πριν τον στείλουν στην εκστρατεία, ότι δηλαδή θα είναι σύμμαχοι ανεξάρτητοι εκείνοι που αυτός θα φέρει με το μέρος τους. Λίγο αργότερα αποστάτησε επίσης και η Στάγιρος, αποικία των Ανδριωτών». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 88).

Θουκυδίδη Ιστορία, μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκος, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985

Σχόλια

Στο logiosermis.net δημοσιεύεται κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Περισσότερα στις οδηγίες χρήσης.

 
Top